1 E Davi tomou conselho com os capitães dos milhares, e das centenas, e com todos os líderes.
2 E disse Davi a toda a congregação de Israel: Se bem vos parece, e se isto vem do Senhor nosso Deus, enviemos depressa mensageiros a todos os nossos outros irmãos em todas as terras de Israel, e aos sacerdotes, e aos levitas nas suas cidades e nos seus arrabaldes, para que se reúnam conosco;
3 E tornemos a trazer para nós a arca do nosso Deus; porque não a buscamos nos dias de Saul.
4 Então disse toda a congregação que se fizesse assim; porque este negócio pareceu reto aos olhos de todo o povo.
5 Convocou, pois, Davi a todo o Israel desde Sior do Egito até chegar a Hamate; para trazer a arca de Deus de Quiriate-Jearim.
6 E então Davi com todo o Israel subiu a Baalá de Quiriate-Jearim, que está em Judá, para fazer subir dali a arca de Deus, o Senhor que habita entre os querubins, sobre a qual é invocado o seu nome.
7 E levaram a arca de Deus, da casa de Abinadabe, sobre um carro novo; e Uzá e Aiô guiavam o carro.
8 E Davi e todo o Israel, alegraram-se perante Deus com todas as suas forças; com cânticos, e com harpas, e com saltérios, e com tamborins, e com címbalos, e com trombetas.
9 E, chegando à eira de Quidom, estendeu Uzá a sua mão, para segurar a arca, porque os bois tropeçavam.
10 Então se acendeu a ira do Senhor contra Uzá, e o feriu, por ter estendido a sua mão à arca; e morreu ali perante Deus.
11 E Davi se encheu de tristeza porque o Senhor havia aberto brecha em Uzá; pelo que chamou aquele lugar Perez-Uzá, até ao dia de hoje.
12 E aquele dia temeu Davi a Deus, dizendo: Como trarei a mim a arca de Deus?
13 Por isso Davi não trouxe a arca a si, à cidade de Davi; porém a fez levar à casa de Obede-Edom, o giteu.
14 Assim ficou a arca de Deus com a família de Obede-Edom, três meses em sua casa; e o Senhor abençoou a casa de Obede-Edom, e tudo quanto tinha.
1 Και συνεβουλευθη ο Δαβιδ μετα των χιλιαρχων και εκατονταρχων, μετα παντων των αρχηγων.
2 Και ειπεν ο Δαβιδ προς πασαν την συναξιν του Ισραηλ, Εαν σας φαινηται καλον και ηναι παρα Κυριου του Θεου ημων, ας αποστειλωμεν πανταχου προς τους αδελφους ημων, τους εναπολειφθεντας εν παση τη γη του Ισραηλ, και μετ' αυτων προς τους ιερεις και Λευιτας εις τας πολεις αυτων και τα περιχωρα, δια να συναχθωσι προς ημας·
3 και ας μεταφερωμεν προς ημας την κιβωτον του Θεου ημων· διοτι δεν εζητησαμεν αυτην επι των ημερων του Σαουλ.
4 Και πασα η συναξις ειπον να καμωσιν ουτω· διοτι το πραγμα ητο αρεστον εις τους οφθαλμους παντος του λαου.
5 Τοτε ο Δαβιδ συνηθροισε παντα τον Ισραηλ, απο Σιχωρ της Αιγυπτου εως της εισοδου Αιμαθ, δια να φερωσι την κιβωτον του Θεου απο Κιριαθ-ιαρειμ.
6 Και ανεβη ο Δαβιδ και πας ο Ισραηλ εις Βααλα, εις Κιριαθ-ιαρειμ του Ιουδα, δια να αναγαγη εκειθεν την κιβωτον Κυριου του Θεου, του καθημενου επι των χερουβειμ, οπου το ονομα αυτου επεκληθη.
7 Και επεβιβασαν την κιβωτον του Θεου επι νεας αμαξης εκ του οικου Αβιναδαβ· ωδηγησαν δε την αμαξαν ο Ουζα και Αχιω.
8 Ο δε Δαβιδ και πας ο Ισραηλ επαιζον εμπροσθεν του Θεου εν παση δυναμει και με ασματα και με κιθαρας και με ψαλτηρια και με τυμπανα και με κυμβαλα και με σαλπιγγας.
9 Και οτε εφθασαν εως του αλωνιου Χειδων, ο Ουζα εξηπλωσε την χειρα αυτου, δια να κρατηση την κιβωτον· διοτι οι βοες εσεισαν αυτην.
10 Και εξηφθη ο θυμος του Κυριου κατα του Ουζα και επαταξεν αυτον, διοτι εξηπλωσε την χειρα αυτου επι την κιβωτον· και απεθανεν εκει ενωπιον του Θεου.
11 Και ελυπηθη ο Δαβιδ, οτι ο Κυριος εκαμε χαλασμον επι τον Ουζα· και εκαλεσε τον τοπον τουτον Φαρες-ουζα εως της ημερας ταυτης.
12 Και εφοβηθη ο Δαβιδ τον Θεον την ημεραν εκεινην, λεγων, Πως θελω φερει προς εμαυτον την κιβωτον του Θεου;
13 Και δεν μετεκινησεν ο Δαβιδ την κιβωτον προς εαυτον εις την πολιν Δαβιδ, αλλ' εστρεψεν αυτην εις τον οικον του Ωβηδ-εδωμ του Γετθαιου.
14 Και εκαθησεν η κιβωτος του Θεου τρεις μηνας μετα της οικογενειας του Ωβηδ-εδωμ εν τω οικω αυτου. Και ευλογησεν ο Κυριος τον οικον του Ωβηδ-εδωμ και παντα οσα ειχεν.