1 E falou Eliseu àquela mulher cujo filho ele ressuscitara, dizendo: Levanta-te e vai, tu e a tua família, e peregrina onde puderes peregrinar; porque o SENHOR chamou a fome, a qual também virá à terra por sete anos.
2 E levantou-se a mulher, e fez conforme a palavra do homem de Deus; porque foi ela com a sua família, e peregrinou na terra dos filisteus sete anos.
3 E sucedeu que, ao fim dos sete anos, a mulher voltou da terra dos filisteus, e saiu a clamar ao rei pela sua casa e pelas suas terras.
4 Ora o rei falava a Geazi, servo do homem de Deus, dizendo: Conta-me, peço-te, todas as grandes obras que Eliseu tem feito.
5 E sucedeu que, contando ele ao rei como ressuscitara a um morto, eis que a mulher cujo filho ressuscitara clamou ao rei pela sua casa e pelas suas terras. Então disse Geazi: Ó rei meu senhor, esta é a mulher, e este o seu filho a quem Eliseu ressuscitou.
6 E o rei perguntou à mulher, e ela lho contou. Então o rei lhe deu um oficial, dizendo: Faze-lhe restituir tudo quanto era seu, e todas as rendas das terras desde o dia em que deixou a terra até agora.
7 Depois veio Eliseu a Damasco, estando Ben-Hadade, rei da Síria, doente; e lho anunciaram, dizendo: O homem de Deus é chegado aqui.
8 Então o rei disse a Hazael: Toma um presente na tua mão, e vai a encontrar-te com o homem de Deus; e pergunta por ele ao Senhor, dizendo: Hei de sarar desta doença?
9 Foi, pois, Hazael a encontrar-se com ele, e tomou um presente na sua mão, a saber: de tudo o que de bom havia em Damasco, quarenta camelos carregados; e veio, e se pôs diante dele e disse: Teu filho Ben-Hadade, rei da Síria, me enviou a ti, a dizer: Sararei eu desta doença?
10 E Eliseu lhe disse: Vai, e dize-lhe: Certamente viverás. Porém, o Senhor me tem mostrado que certamente morrerá.
11 E afirmou a sua vista, e fitou os olhos nele até se envergonhar; e o homem de Deus chorou.
12 Então disse Hazael: Por que chora o meu senhor? E ele disse: Porque sei o mal que hás de fazer aos filhos de Israel; porás fogo às suas fortalezas, e os seus jovens matarás à espada, e os seus meninos despedaçarás, e as suas mulheres grávidas fenderás.
13 E disse Hazael: Pois, que é teu servo, que não é mais do que um cão, para fazer tão grande coisa? E disse Eliseu: O Senhor me tem mostrado que tu hás de ser rei da Síria.
14 Então partiu de Eliseu, e foi a seu senhor, o qual lhe disse: Que te disse Eliseu? E disse ele: Disse-me que certamente viverás.
15 E sucedeu que no outro dia tomou um cobertor e o molhou na água, e o estendeu sobre o seu rosto, e morreu; e Hazael reinou em seu lugar.
16 E no ano quinto de Jorão, filho de Acabe, rei de Israel, reinando ainda Jeosafá em Judá, começou a reinar Jeorão, filho de Jeosafá, rei de Judá.
17 Era ele da idade de trinta e dois anos quando começou a reinar, e oito anos reinou em Jerusalém.
18 E andou no caminho dos reis de Israel, como também fizeram os da casa de Acabe, porque tinha por mulher a filha de Acabe, e fez o que era mal aos olhos do Senhor.
19 Porém o Senhor não quis destruir a Judá por amor de Davi, seu servo, como lhe tinha falado que lhe daria, para sempre, uma lâmpada, a ele e a seus filhos.
20 Nos seus dias se rebelaram os edomitas, contra o mando de Judá, e puseram sobre si um rei.
21 Por isso Jeorão passou a Zair, e todos os carros com ele; e ele se levantou de noite, e feriu os edomitas que estavam ao redor dele, e os capitães dos carros; e o povo foi para as suas tendas.
22 Todavia os edomitas ficaram rebeldes, contra o mando de Judá, até ao dia de hoje; então, no mesmo tempo, Libna também se rebelou.
23 O mais dos atos de Jeorão, e tudo quanto fez, porventura não está escrito no livro das crônicas de Judá?
24 E Jeorão dormiu com seus pais, e foi sepultado com seus pais na cidade de Davi; e Acazias, seu filho, reinou em seu lugar.
25 No ano doze de Jorão, filho de Acabe, rei de Israel, começou a reinar Acazias, filho de Jeorão, rei de Judá.
26 Era Acazias de vinte e dois anos de idade quando começou a reinar, e reinou um ano em Jerusalém; e era o nome de sua mãe Atalia, filha de Onri, rei de Israel.
27 E andou no caminho da casa de Acabe, e fez o que era mal aos olhos do Senhor, como a casa de Acabe, porque era genro da casa de Acabe.
28 E foi com Jorão, filho de Acabe, a Ramote de Gileade, à peleja contra Hazael, rei da Síria; e os sírios feriram a Jorão.
29 Então voltou o rei Jorão para se curar, em Jizreel, das feridas que os sírios lhe fizeram em Ramá, quando pelejou contra Hazael, rei da Síria; e desceu Acazias, filho de Jeorão, rei de Judá, para ver a Jorão, filho de Acabe, em Jizreel, porquanto estava doente.
1 Και ελαλησεν ο Ελισσαιε προς την γυναικα, της οποιας ανεζωοποιησε τον υιον, λεγων, Σηκωθητι και υπαγε, συ και ο οικος σου, και παροικησον οπου αν δυνηθης να παροικησης· διοτι ο Κυριος εκαλεσε την πειναν, και θελει μαλιστα επελθει επι την γην επτα ετη.
2 Και σηκωθεισα η γυνη, εκαμε κατα τον λογον του ανθρωπου του Θεου· και υπηγεν αυτη και ο οικος αυτης, και παρωκησεν εν τη γη των Φιλισταιων επτα ετη.
3 Μετα δε το τελος των επτα ετων, επεστρεψεν η γυνη εκ της γης των Φιλισταιων· και εξηλθε να βοηση προς τον βασιλεα περι της οικιας αυτης και περι των αγρων αυτης.
4 Και ελαλησεν ο βασιλευς προς τον Γιεζει, τον υπηρετην του ανθρωπου του Θεου, λεγων, Διηγηθητι μοι, παρακαλω, παντα τα μεγαλεια τα οποια εκαμεν ο Ελισσαιε.
5 Και ενω διηγειτο προς τον βασιλεα πως ανεζωοποιησε τον νεκρον, ιδου, η γυνη, της οποιας τον υιον ειχεν αναζωοποιησει, εβοησε προς τον βασιλεα περι της οικιας αυτης και περι των αγρων αυτης. Και ειπεν ο Γιεζει, Κυριε μου βασιλευ, αυτη ειναι η γυνη και ουτος ο υιος αυτης, τον οποιον ανεζωοποιησεν ο Ελισσαιε.
6 Και ηρωτησεν ο βασιλευς την γυναικα, και αυτη διηγηθη το πραγμα προς αυτον. Τοτε εδωκεν εις αυτην ο βασιλευς ευνουχον, λεγων, Επιστρεψον παντα τα πραγματα αυτης και παντα τα προιοντα των αγρων αυτης, αφ' ης ημερας αφηκε την γην μεχρι του νυν.
7 Ο δε Ελισσαιε ηλθεν εις Δαμασκον. Και Βεν-αδαδ ο βασιλευς της Συριας ητο αρρωστος· και απηγγειλαν προς αυτον, λεγοντες, Ο ανθρωπος του Θεου ηλθεν εως εδω.
8 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Αζαηλ, Λαβε εις την χειρα σου δωρον και υπαγε εις συναντησιν του ανθρωπου του Θεου και ερωτησον δι' αυτου τον Κυριον, λεγων, Θελω αναλαβει εκ της αρρωστιας ταυτης;
9 Και υπηγεν ο Αζαηλ εις συναντησιν αυτου, λαβων δωρον εις την χειρα αυτου και απο παντος αγαθου της Δαμασκου, τεσσαρακοντα καμηλων φορτιον· και ελθων εσταθη εμπροσθεν αυτου και ειπεν, Ο υιος σου Βεν-αδαδ, ο βασιλευς της Συριας, με απεστειλε προς σε, λεγων, Θελω αναλαβει εκ της αρρωστιας ταυτης;
10 Και ειπε προς αυτον ο Ελισσαιε, Υπαγε, ειπε προς αυτον, Ναι, θελεις αναλαβει πλην ο Κυριος εδειξεν εις εμε οτι εξαπαντος θελει αποθανει.
11 Και εστησε το προσωπον αυτου ακινητον, εωσου ερυθριασε· και εκλαυσεν ο ανθρωπος του Θεου.
12 Και ειπεν ο Αζαηλ, Δια τι κλαιεις, κυριε μου; Ο δε απεκριθη, Διοτι εξευρω οσα κακα θελεις καμει εις τους υιους Ισραηλ· τα οχυρωματα αυτων θελεις παραδωσει εις πυρ, και τους νεους αυτων θελεις αποκτεινει εν ρομφαια, και τα νηπια αυτων θελεις συντριψει, και τας εγκυμονουσας αυτων θελεις διασχισει.
13 Και ειπεν ο Αζαηλ, Αλλα τι ειναι ο δουλος σου, ο κυων, ωστε να καμη το μεγα τουτο πραγμα; Και ειπεν ο Ελισσαιε, Ο Κυριος εδειξεν εις εμε, οτι συ θελεις βασιλευσει επι της Συριας.
14 Τοτε ανεχωρησεν απο του Ελισσαιε και ηλθε προς τον κυριον αυτου· ο δε ειπε προς αυτον, Τι σοι ειπεν ο Ελισσαιε; Και απεκριθη, Μοι ειπε, Ναι, θελεις αναλαβει.
15 Την δε ακολουθον ημεραν ελαβε το σκεπασμα και εμβαψας εις υδωρ, εξηπλωσεν επι του προσωπου αυτου· και απεθανε· και αντ' αυτου εβασιλευσεν ο Αζαηλ.
16 Εν δε τω πεμπτω ετει του Ιωραμ, υιου του Αχααβ βασιλεως του Ισραηλ, βασιλευοντος Ιωσαφατ επι του Ιουδα, εβασιλευσεν Ιωραμ, ο υιος του Ιωσαφατ βασιλεως του Ιουδα.
17 Τριακοντα δυο ετων ηλικιας ητο οτε εβασιλευσεν· εβασιλευσε δε οκτω ετη εν Ιερουσαλημ.
18 Και περιεπατησεν εν τη οδω των βασιλεων του Ισραηλ, καθως επραξεν ο οικος του Αχααβ· διοτι η θυγατηρ του Αχααβ ητο γυνη αυτου· και επραξε πονηρα ενωπιον του Κυριου.
19 Αλλ' ο Κυριος δεν ηθελησε να εξολοθρευση τον Ιουδαν, χαριν Δαβιδ του δουλου αυτου, καθως ειπε προς αυτον οτι θελει δωσει εις αυτον λυχνον και εις τους υιους αυτου εις τον αιωνα.
20 Εν ταις ημεραις αυτου απεστατησεν ο Εδωμ απο της υποταγης του Ιουδα, και κατεστησαν βασιλεα εφ' εαυτων.
21 Οθεν διεβη ο Ιωραμ εις Σαειρ, και πασαι αι αμαξαι μετ' αυτου· και σηκωθεις δια νυκτος, επαταξε τους Ιδουμαιους τους κυκλω αυτου και τους αμαξαρχας· ο δε λαος εφυγον εις τας σκηνας αυτων.
22 Πλην ο Εδωμ απεστατησεν απο της υποταγης του Ιουδα, εως της ημερας ταυτης. Τοτε κατα τον αυτον καιρον απεστατησεν η Λιβνα.
23 Αι δε λοιπαι πραξεις του Ιωραμ και παντα οσα επραξε, δεν ειναι γεγραμμενα εν τω βιβλιω των χρονικων των βασιλεων του Ιουδα;
24 Και εκοιμηθη ο Ιωραμ μετα των πατερων αυτου και εταφη μετα των πατερων αυτου εν τη πολει Δαβιδ· εβασιλευσε δε αντ' αυτου Οχοζιας ο υιος αυτου.
25 Εν τω δωδεκατω ετει του Ιωραμ, υιου του Αχααβ βασιλεως του Ισραηλ, εβασιλευσεν Οχοζιας, ο υιος του Ιωραμ βασιλεως του Ιουδα.
26 Εικοσιδυο ετων ηλικιας ητο ο Οχοζιας οτε εβασιλευσεν· εβασιλευσε δε εν ετος εν Ιερουσαλημ. Και το ονομα της μητρος αυτου ητο Γοθολια, θυγατηρ του Αμρι, βασιλεως του Ισραηλ.
27 Και περιεπατησεν εν τη οδω του οικου του Αχααβ, και επραξε πονηρα ενωπιον του Κυριου, καθως ο οικος του Αχααβ· διοτι ητο γαμβρος του οικου του Αχααβ.
28 Και υπηγε μετα του Ιωραμ υιου του Αχααβ εις πολεμον εναντιον του Αζαηλ βασιλεως της Συριας εις Ραμωθ-γαλααδ· και ετραυματισαν οι Συριοι τον Ιωραμ.
29 Και επεστρεψεν ο βασιλευς Ιωραμ δια να ιατρευθη εν Ιεζραελ απο των τραυματων, τα οποια οι Συριοι εκαμον εις αυτον εν Ραμα, οτε επολεμει εναντιον του Αζαηλ βασιλεως της Συριας. Οχοζιας δε ο υιος του Ιωραμ, βασιλευς του Ιουδα, κατεβη δια να ιδη τον Ιωραμ υιον του Αχααβ εν Ιεζραελ, διοτι ητο αρρωστος.