1 E, cumprindo-se o dia de Pentecostes, estavam todos concordemente no mesmo lugar;

2 E de repente veio do céu um som, como de um vento veemente e impetuoso, e encheu toda a casa em que estavam assentados.

3 E foram vistas por eles línguas repartidas, como que de fogo, as quais pousaram sobre cada um deles.

4 E todos foram cheios do Espírito Santo, e começaram a falar noutras línguas, conforme o Espírito lhes concedia que falassem.

1 Και οτε ηλθεν η ημερα της Πεντηκοστης, ησαν απαντες ομοθυμαδον εν τω αυτω τοπω.

2 Και εξαιφνης εγεινεν ηχος εκ του ουρανου ως ανεμου βιαιως φερομενου, και εγεμισεν ολον τον οικον οπου ησαν καθημενοι·

3 και εφανησαν εις αυτους διαμεριζομεναι γλωσσαι ως πυρος, και εκαθησεν επι ενα εκαστον αυτων,

4 και επλησθησαν απαντες Πνευματος Αγιου, και ηρχισαν να λαλωσι ξενας γλωσσας, καθως το Πνευμα εδιδεν εις αυτους να λαλωσιν.