14 Pedro, porém, pondo-se em pé com os onze, levantou a sua voz, e disse-lhes: Homens judeus, e todos os que habitais em Jerusalém, seja-vos isto notório, e escutai as minhas palavras.
15 Estes homens não estão embriagados, como vós pensais, sendo a terceira hora do dia.
16 Mas isto é o que foi dito pelo profeta Joel:
17 E nos últimos dias acontecerá, diz Deus, que do meu Espírito derramarei sobre toda a carne; E os vossos filhos e as vossas filhas profetizarão, os vossos jovens terão visões, e os vossos velhos sonharão sonhos;
18 E também do meu Espírito derramarei sobre os meus servos e sobre as minhas servas naqueles dias, e profetizarão;
19 E farei aparecer prodígios em cima, no céu; e sinais embaixo na terra, sangue, fogo e vapor de fumo.
20 O sol se converterá em trevas, e a lua em sangue, antes de chegar o grande e glorioso dia do Senhor;
21 E acontecerá que todo aquele que invocar o nome do Senhor será salvo.
22 Homens israelitas, escutai estas palavras: A Jesus Nazareno, homem aprovado por Deus entre vós com maravilhas, prodígios e sinais, que Deus por ele fez no meio de vós, como vós mesmos bem sabeis;
23 A este que vos foi entregue pelo determinado conselho e presciência de Deus, prendestes, crucificastes e matastes pelas mãos de injustos;
24 Ao qual Deus ressuscitou, desfazendo as dores da morte, pois não era possível que fosse retido por ela;
25 Porque dele disse Davi: Sempre via diante de mim o Senhor, porque está à minha direita, para que eu não seja abalado;
26 Por isso se alegrou o meu coração, e a minha língua exultou; e ainda a minha carne há de repousar em esperança;
27 Pois não deixarás a minha alma no inferno, nem permitirás que o teu Santo veja a corrupção;
28 Fizeste-me conhecidos os caminhos da vida; com a tua face me encherás de júbilo.
29 Homens irmãos, seja-me lícito dizer-vos livremente acerca do patriarca Davi, que ele morreu e foi sepultado, e entre nós está até hoje a sua sepultura.
30 Sendo, pois, profeta e sabendo que Deus lhe havia prometido com juramento que do fruto de seus lombos, segundo a carne, levantaria o Cristo, para o assentar sobre o seu trono,
31 E antevendo isto, disse da ressurreição de Cristo, que a sua alma não foi deixada no inferno, nem a sua carne viu a corrupção.
32 Deus ressuscitou a este Jesus, do que todos nós somos testemunhas.
33 De sorte que, exaltado pela destra de Deus, e tendo recebido do Pai a promessa do Espírito Santo, derramou isto que vós agora vedes e ouvis.
34 Porque Davi não subiu aos céus, mas ele próprio diz: Disse o Senhor ao meu Senhor: Assenta-te à minha direita,
35 Até que ponha os teus inimigos por escabelo de teus pés.
36 Saiba, pois, com certeza toda a casa de Israel que a esse Jesus, a quem vós crucificastes, Deus o fez Senhor e Cristo.
37 E, ouvindo eles isto, compungiram-se em seu coração, e perguntaram a Pedro e aos demais apóstolos: Que faremos, homens irmãos?
38 E disse-lhes Pedro: Arrependei-vos, e cada um de vós seja batizado em nome de Jesus Cristo, em remissão de pecados; e recebereis o dom do Espírito Santo;
39 Porque a promessa vos diz respeito a vós, a vossos filhos, e a todos os que estão longe, a tantos quantos Deus nosso Senhor chamar.
40 E com muitas outras palavras isto testificava, e os exortava, dizendo: Salvai-vos desta geração perversa.
41 De sorte que foram batizados os que de bom grado receberam a sua palavra; e naquele dia agregaram-se quase três mil almas,
14 Σταθεις δε ο Πετρος μετα των ενδεκα, υψωσε την φωνην αυτου και ελαλησε προς αυτους· Ανδρες Ιουδαιοι και παντες οι κατοικουντες την Ιερουσαλημ, τουτο ας ηναι γνωστον εις εσας και ακουσατε τους λογους μου.
15 Διοτι ουτοι δεν ειναι μεθυσμενοι, καθως σεις νομιζετε· διοτι ειναι τριτη ωρα της ημερας·
16 αλλα τουτο ειναι το ρηθεν δια του προφητου Ιωηλ·
17 Και εν ταις εσχαταις ημεραις, λεγει ο Θεος, Θελω εκχεει απο του Πνευματος μου επι πασαν σαρκα, και θελουσι προφητευσει οι υιοι σας και αι θυγατερες σας, και οι νεανισκοι σας θελουσιν ιδει ορασεις, και οι πρεσβυτεροι σας θελουσιν ενυπνιασθη ενυπνια·
18 και ετι επι τους δουλους μου και επι τας δουλας μου εν ταις ημεραις εκειναις θελω εκχεει απο του Πνευματος μου, και θελουσι προφητευσει·
19 και θελω δειξει τερατα εν τω ουρανω ανω και σημεια επι της γης κατω, αιμα και πυρ και ατμιδα καπνου·
20 ο ηλιος θελει μεταστραφη εις σκοτος και η σεληνη εις αιμα, πριν ελθη η ημερα του Κυριου η μεγαλη και επιφανης.
21 Και πας οστις αν επικαλεσθη το ονομα του Κυριου, θελει σωθη.
22 Ανδρες Ισραηλιται, ακουσατε τους λογους τουτους· τον Ιησουν τον Ναζωραιον, ανδρα αποδεδειγμενον προς εσας απο του Θεου δια θαυματων και τεραστιων και σημειων, τα οποια ο Θεος εκαμε δι' αυτου εν μεσω υμων, καθως και σεις εξευρετε,
23 τουτον λαβοντες παραδεδομενον κατα την ωρισμενην βουλην και προγνωσιν του Θεου, δια χειρων ανομων σταυρωσαντες εθανατωσατε·
24 τον οποιον ο Θεος ανεστησε, λυσας τας ωδινας του θανατου, διοτι δεν ητο δυνατον να κρατηται υπ' αυτου.
25 Επειδη ο Δαβιδ λεγει περι αυτου· Εβλεπον τον Κυριον ενωπιον μου διαπαντος, διοτι ειναι εκ δεξιων μου δια να μη σαλευθω.
26 Δια τουτο ευφρανθη η καρδια μου και ηγαλλιασεν η γλωσσα μου· ετι δε και η σαρξ μου θελει αναπαυθη επ' ελπιδι.
27 Διοτι δεν θελεις εγκαταλειψει την ψυχην μου εν τω αδη ουδε θελεις αφησει τον οσιον σου να ιδη διαφθοραν.
28 Εφανερωσας εις εμε οδους ζωης, θελεις με χορτασει απο ευφροσυνης δια του προσωπου σου.
29 Ανδρες αδελφοι, δυναμαι να σας ειπω μετα παρρησιας περι του πατριαρχου Δαβιδ οτι και ετελευτησε και εταφη, και το μνημα αυτου ειναι παρ' ημιν μεχρι της ημερας ταυτης.
30 Επειδη λοιπον ητο προφητης και ηξευρεν οτι μεθ' ορκου ωμοσε προς αυτον ο Θεος, οτι εκ του καρπου της οσφυος αυτου θελει αναστησει κατα σαρκα τον Χριστον δια να καθιση αυτον επι του θρονου αυτου,
31 προιδων ελαλησε περι της αναστασεως του Χριστου οτι δεν εγκατελειφθη η ψυχη αυτου εν τω αδη ουδε η σαρξ αυτου ειδε διαφθοραν.
32 Τουτον τον Ιησουν ανεστησεν ο Θεος, του οποιου παντες ημεις ειμεθα μαρτυρες.
33 Αφου λοιπον υψωθη δια της δεξιας του Θεου και ελαβε παρα του Πατρος την επαγγελιαν του Αγιου Πνευματος, εξεχεε τουτο, το οποιον τωρα σεις βλεπετε και ακουετε.
34 Διοτι ο Δαβιδ δεν ανεβη εις τους ουρανους, λεγει ομως αυτος, Ειπεν ο Κυριος προς τον Κυριον μου, καθου εκ δεξιων μου,
35 εωσου θεσω τους εχθρους σου υποποδιον των ποδων σου.
36 Βεβαιως λοιπον ας εξευρη πας ο οικος του Ισραηλ οτι ο Θεος Κυριον και Χριστον εκαμεν αυτον τουτον τον Ιησουν, τον οποιον σεις εσταυρωσατε.
37 Αφου δε ηκουσαν ταυτα, ηλθεν εις κατανυξιν η καρδια αυτων, και ειπον προς τον Πετρον και τους λοιπους αποστολους· Τι πρεπει να καμωμεν, ανδρες αδελφοι;
38 Και ο Πετρος ειπε προς αυτους· Μετανοησατε, και ας βαπτισθη εκαστος υμων εις το ονομα του Ιησου Χριστου εις αφεσιν αμαρτιων, και θελετε λαβει την δωρεαν του Αγιου Πνευματος.
39 Διοτι προς εσας ειναι η επαγγελια και προς τα τεκνα σας και προς παντας τους εις μακραν, οσους αν προσκαλεση Κυριος ο Θεος ημων.
40 Και με αλλους πολλους λογους διεμαρτυρετο και προετρεπε, λεγων, Σωθητε απο της διεστραμμενης ταυτης γενεας.
41 Εκεινοι λοιπον μετα χαρας δεχθεντες τον λογον αυτου εβαπτισθησαν, και προσετεθησαν εν εκεινη τη ημερα εως τρεις χιλιαδες ψυχαι.