1 Naquele mesmo tempo me disse o SENHOR: Alisa duas tábuas de pedra, como as primeiras, e sobe a mim ao monte, e faze-te uma arca de madeira;
2 E naquelas tábuas escreverei as palavras que estavam nas primeiras tábuas, que quebraste, e as porás na arca.
3 Assim, fiz uma arca de madeira de acácia, e alisei duas tábuas de pedra, como as primeiras; e subi ao monte com as duas tábuas na minha mão.
4 Então escreveu nas tábuas, conforme à primeira escritura, os dez mandamentos, que o Senhor vos falara no dia da assembléia, no monte, do meio do fogo; e o Senhor mas deu a mim;
5 E virei-me, e desci do monte, e pus as tábuas na arca que fizera; e ali estão, como o Senhor me ordenou.
6 E partiram os filhos de Israel de Beerote-Bene-Jaacã a Moserá; ali faleceu Arão, e ali foi sepultado, e Eleazar, seu filho, administrou o sacerdócio em seu lugar.
7 Dali partiram a Gudgodá, e de Gudgodá a Jotbatá, terra de ribeiros de águas.
8 No mesmo tempo o Senhor separou a tribo de Levi, para levar a arca da aliança do Senhor, para estar diante do Senhor, para o servir, e para abençoar em seu nome até ao dia de hoje.
9 Por isso Levi não tem parte nem herança com seus irmãos; o Senhor é a sua herança, como o Senhor teu Deus lhe tem falado.
10 E eu estive no monte, como nos primeiros dias, quarenta dias e quarenta noites; e o Senhor me ouviu ainda por esta vez; não quis o Senhor destruir-te.
11 Porém o Senhor me disse: Levanta-te, põe-te a caminho adiante do povo, para que entrem, e possuam a terra que jurei dar a seus pais.
12 Agora, pois, ó Israel, que é que o Senhor teu Deus pede de ti, senão que temas o Senhor teu Deus, que andes em todos os seus caminhos, e o ames, e sirvas ao Senhor teu Deus com todo o teu coração e com toda a tua alma,
13 Que guardes os mandamentos do Senhor, e os seus estatutos, que hoje te ordeno, para o teu bem?
14 Eis que os céus e os céus dos céus são do Senhor teu Deus, a terra e tudo o que nela há.
15 Tão-somente o Senhor se agradou de teus pais para os amar; e a vós, descendência deles, escolheu, depois deles, de todos os povos como neste dia se vê.
16 Circuncidai, pois, o prepúcio do vosso coração, e não mais endureçais a vossa cerviz.
17 Pois o SENHOR vosso Deus é o Deus dos deuses, e o Senhor dos senhores, o Deus grande, poderoso e terrível, que não faz acepção de pessoas, nem aceita recompensas;
18 Que faz justiça ao órfão e à viúva, e ama o estrangeiro, dando-lhe pão e roupa.
19 Por isso amareis o estrangeiro, pois fostes estrangeiros na terra do Egito.
20 Ao Senhor teu Deus temerás; a ele servirás, e a ele te chegarás, e pelo seu nome jurarás.
21 Ele é o teu louvor e o teu Deus, que te fez estas grandes e terríveis coisas que os teus olhos têm visto.
22 Com setenta almas teus pais desceram ao Egito; e agora o Senhor teu Deus te pôs como as estrelas dos céus em multidão.
1 Κατ' εκεινον τον καιρον ειπε Κυριος προς εμε, Λατομησον εις σεαυτον δυο πλακας λιθινας ως τας πρωτας, και αναβα προς εμε εις το ορος, και καμε εις σεαυτον κιβωτον ξυλινην.
2 Και εγω θελω γραψει επι τας πλακας τα λογια τα οποια ησαν εις τας πρωτας πλακας, τας οποιας συνετριψας, και θελεις εναποθεσει αυτας εν τη κιβωτω.
3 Και εκαμα κιβωτον εκ ξυλου σιττιμ, και ελατομησα δυο πλακας λιθινας ως τας πρωτας, και ανεβην εις το ορος, εχων τας δυο πλακας εις τας χειρας μου.
4 Και εγραψεν επι τας πλακας, κατα την γραφην την πρωτην, τας δεκα εντολας, τας οποιας ελαλησε Κυριος προς εσας εν τω ορει εκ μεσου του πυρος, εν τη ημερα της συναξεως· και εδωκεν αυτας ο Κυριος εις εμε.
5 Και επιστρεψας κατεβην απο του ορους και ενεθεσα τας πλακας εν τη κιβωτω την οποιαν εκαμον· και ειναι εκει, καθως προσεταξεν εις εμε ο Κυριος.
6 Και οι υιοι Ισραηλ εσηκωθησαν απο Βηρωθ-βενε-ιακαν εις Μοσερα. Εκει απεθανεν ο Ααρων και εκει εταφη· και ιερατευσεν Ελεαζαρ ο υιος αυτου αντ' αυτου.
7 Εκειθεν εσηκωθησαν εις Γαδγαδ και απο Γαδγαδ εις Ιοτβαθα, γην ποταμων υδατων.
8 Κατ' εκεινον τον καιρον εξεχωρισεν ο Κυριος την φυλην του Λευι, δια να βασταζη την κιβωτον της διαθηκης του Κυριου, να παρισταται ενωπιον του Κυριου δια να υπηρετη αυτον, και να ευλογη εν τω ονοματι αυτου, εως της ημερας ταυτης.
9 Δια τουτο δεν εχουσιν οι Λευιται μεριδιον η κληρονομιαν μεταξυ των αδελφων αυτων· ο Κυριος ειναι η κληρονομια αυτων, καθως Κυριος ο Θεος σου υπεσχεθη εις αυτους.
10 Και εγω εσταθην επι του ορους, ως το προτερον, τεσσαρακοντα ημερας και τεσσαρακοντα νυκτας· και εισηκουσε μου ο Κυριος και ταυτην την φοραν, και δεν ηθελησεν ο Κυριος να σε εξολοθρευση.
11 Και ειπε Κυριος προς εμε, Σηκωθητι, προπορευου του λαου, δια να εισελθωσι και κληρονομησωσι την γην, την οποιαν ωμοσα προς τους πατερας αυτων να δωσω εις αυτους.
12 Και τωρα, Ισραηλ, τι ζητει Κυριος ο Θεος σου παρα σου, ειμη να φοβησαι Κυριον τον Θεον σου, να περιπατης εις πασας τας οδους αυτου και να αγαπας αυτον, και να λατρευης Κυριον τον Θεον σου εξ ολης της καρδιας σου και εξ ολης της ψυχης σου,
13 να φυλαττης τας εντολας του Κυριου και τα διαταγματα αυτου, τα οποια εγω προσταζω εις σε σημερον δια το καλον σου;
14 Ιδου, Κυριου του Θεου σου ειναι ο ουρανος και ο ουρανος των ουρανων· η γη και παντα τα εν αυτη.
15 Και ομως τους πατερας σου προετιμησεν ο Κυριος, να αγαπα αυτους, και εξελεξε το σπερμα αυτων μετ' αυτους, εσας παρα παντας τους λαους, καθως ειναι την ημεραν ταυτην.
16 Περιτεμετε λοιπον την ακροβυστιαν της καρδιας σας και μη σκληρυνητε πλεον τον τραχηλον σας.
17 Διοτι Κυριος ο Θεος σας ειναι Θεος των θεων και Κυριος των κυριων, Θεος μεγας, ισχυρος και φοβερος, μη αποβλεπων εις προσωπον μηδε λαμβανων δωρον·
18 ποιων κρισιν εις τον ορφανον και εις την χηραν, και αγαπων τον ξενον, διδων εις αυτον τροφην και ενδυματα.
19 Αγαπατε λοιπον τον ξενον· διοτι σεις ξενοι εσταθητε εν τη γη της Αιγυπτου.
20 Κυριον τον Θεον σου θελεις φοβεισθαι αυτον θελεις λατρευει, και εις αυτον θελεις εισθαι προσηλωμενος, και εις το ονομα αυτου θελεις ομνυει.
21 Αυτος ειναι καυχημα σου, και αυτος ειναι Θεος σου, οστις εκαμε δια σε τα μεγαλα ταυτα και τρομερα, τα οποια ειδον οι οφθαλμοι σου.
22 Μετα εβδομηκοντα ψυχων κατεβησαν οι πατερες σου εις την Αιγυπτον, και τωρα Κυριος ο Θεος σου σε κατεστησεν ως τα αστρα του ουρανου κατα το πληθος.