1 Depois foi Moisés, e falou estas palavras a todo o Israel,
2 E disse-lhes: Da idade de cento e vinte anos sou eu hoje; já não poderei mais sair e entrar; além disto o Senhor me disse: Não passarás o Jordão.
3 O Senhor teu Deus passará adiante de ti; ele destruirá estas nações de diante de ti, para que as possuas; Josué passará adiante de ti, como o Senhor tem falado.
4 E o Senhor lhes fará como fez a Siom e a Ogue, reis dos amorreus, e à sua terra, os quais destruiu.
5 Quando, pois, o Senhor vo-los der diante de vós, então com eles fareis conforme a todo o mandamento que vos tenho ordenado.
6 Esforçai-vos, e animai-vos; não temais, nem vos espanteis diante deles; porque o Senhor teu Deus é o que vai contigo; não te deixará nem te desamparará.
7 E chamou Moisés a Josué, e lhe disse aos olhos de todo o Israel: Esforça-te e anima-te; porque com este povo entrarás na terra que o Senhor jurou a teus pais lhes dar; e tu os farás herdá-la.
8 O Senhor, pois, é aquele que vai adiante de ti; ele será contigo, não te deixará, nem te desamparará; não temas, nem te espantes.
9 E Moisés escreveu esta lei, e a deu aos sacerdotes, filhos de Levi, que levavam a arca da aliança do Senhor, e a todos os anciãos de Israel.
10 E ordenou-lhes Moisés, dizendo: Ao fim de cada sete anos, no tempo determinado do ano da remissão, na festa dos tabernáculos,
11 Quando todo o Israel vier a comparecer perante o Senhor teu Deus, no lugar que ele escolher, lerás esta lei diante de todo o Israel aos seus ouvidos.
12 Ajunta o povo, os homens e as mulheres, os meninos e os estrangeiros que estão dentro das tuas portas, para que ouçam e aprendam e temam ao Senhor vosso Deus, e tenham cuidado de fazer todas as palavras desta lei;
13 E que seus filhos, que não a souberem, ouçam e aprendam a temer ao Senhor vosso Deus, todos os dias que viverdes sobre a terra a qual ides, passando o Jordão, para a possuir.
14 E disse o Senhor a Moisés: Eis que os teus dias são chegados, para que morras; chama a Josué, e apresentai-vos na tenda da congregação, para que eu lhe dê ordens. Assim foram Moisés e Josué, e se apresentaram na tenda da congregação.
15 Então o Senhor apareceu na tenda, na coluna de nuvem; e a coluna de nuvem estava sobre a porta da tenda.
16 E disse o Senhor a Moisés: Eis que dormirás com teus pais; e este povo se levantará, e prostituir-se-á indo após os deuses estranhos na terra, para cujo meio vai, e me deixará, e anulará a minha aliança que tenho feito com ele.
17 Assim se acenderá a minha ira naquele dia contra ele, e desampará-lo-ei, e esconderei o meu rosto dele, para que seja devorado; e tantos males e angústias o alcançarão, que dirá naquele dia: Não me alcançaram estes males, porque o meu Deus não está no meio de mim?
18 Esconderei, pois, totalmente o meu rosto naquele dia, por todo o mal que tiver feito, por se haverem tornado a outros deuses.
19 Agora, pois, escrevei-vos este cântico, e ensinai-o aos filhos de Israel; ponde-o na sua boca, para que este cântico me seja por testemunha contra os filhos de Israel.
20 Porque introduzirei o meu povo na terra que jurei a seus pais, que mana leite e mel; e comerá, e se fartará, e se engordará; então se tornará a outros deuses, e os servirá, e me irritarão, e anularão a minha aliança.
21 E será que, quando o alcançarem muitos males e angústias, então este cântico responderá contra ele por testemunha, pois não será esquecido da boca de sua descendência; porquanto conheço a sua imaginação, o que ele faz hoje, antes que o introduza na terra que tenho jurado.
22 Assim Moisés escreveu este cântico naquele dia, e o ensinou aos filhos de Israel.
23 E ordenou a Josué, filho de Num, e disse: Esforça-te e anima-te; porque tu introduzirás os filhos de Israel na terra que lhes jurei; e eu serei contigo.
24 E aconteceu que, acabando Moisés de escrever num livro, todas as palavras desta lei,
25 Deu ordem aos levitas, que levavam a arca da aliança do Senhor, dizendo:
26 Tomai este livro da lei, e ponde-o ao lado da arca da aliança do Senhor vosso Deus, para que ali esteja por testemunha contra ti.
27 Porque conheço a tua rebelião e a tua dura cerviz; eis que, vivendo eu ainda hoje convosco, rebeldes fostes contra o Senhor; e quanto mais depois da minha morte?
28 Ajuntai perante mim todos os anciãos das vossas tribos, e vossos oficiais, e aos seus ouvidos falarei estas palavras, e contra eles por testemunhas tomarei o céu e a terra.
29 Porque eu sei que depois da minha morte certamente vos corrompereis, e vos desviareis do caminho que vos ordenei; então este mal vos alcançará nos últimos dias, quando fizerdes mal aos olhos do Senhor, para o provocar à ira com a obra das vossas mãos.
30 Então Moisés falou as palavras deste cântico aos ouvidos de toda a congregação de Israel, até se acabarem.
1 Και υπηγεν ο Μωυσης και ελαλησε τους λογους τουτους προς παντα τον Ισραηλ·
2 και ειπε προς αυτους, Εκατον εικοσι ετων ειμαι εγω σημερον· δεν δυναμαι πλεον να εισερχωμαι και να εξερχωμαι, και ο Κυριος μοι ειπε, Δεν θελεις διαβη τον Ιορδανην τουτον.
3 Κυριος ο Θεος σου, αυτος θελει διαβη εμπροσθεν σου, αυτος θελει καταστρεψει τα εθνη ταυτα απ' εμπροσθεν σου, και συ θελεις κατακληρονομησει αυτα· ο Ιησους, αυτος θελει διαβη εμπροσθεν σου, καθως ελαλησεν ο Κυριος.
4 Και θελει καμει εις αυτα ο Κυριος, ως εκαμεν εις τον Σηων και εις τον Ωγ, τους βασιλεις των Αμορραιων, και εις την γην αυτων, τους οποιους εξωλοθρευσε.
5 Και θελει παραδωσει αυτους ο Κυριος εμπροσθεν σας, δια να καμητε εις αυτους κατα πασας τας προσταγας τας οποιας προσεταξα εις εσας.
6 Ανδριζεσθε και θαρρειτε, μη φοβεισθε μηδε δειλιατε απο προσωπου αυτων· διοτι Κυριος ο Θεος σου, αυτος ειναι ο πορευομενος μετα σου· δεν θελει σε αφησει ουδε θελει σε εγκαταλειψει.
7 Και εκαλεσεν ο Μωυσης τον Ιησουν και ειπε προς αυτον ενωπιον παντος του Ισραηλ, Ανδριζου και θαρρει· διοτι συ θελεις εισαγαγει τον λαον τουτον εις την γην, την οποιαν ωμοσε Κυριος προς τους πατερας αυτων να δωση εις αυτους, και συ θελεις κληροδοτησει αυτην εις αυτους·
8 και ο Κυριος, αυτος ειναι ο προπορευομενος σου· αυτος θελει εισθαι μετα σου· δεν θελει σε αφησει ουδε θελει σε εγκαταλειψει· μη φοβου, μηδε δειλια.
9 Και εγραψεν ο Μωυσης τον νομον τουτον και παρεδωκεν αυτον εις τους ιερεις τους υιους του Λευι, τους βασταζοντας την κιβωτον της διαθηκης του Κυριου, και εις παντας τους πρεσβυτερους του Ισραηλ.
10 Και προσεταξεν εις αυτους ο Μωυσης, λεγων, Εν τω τελει εκαστου εβδομου ετους, εν τω καιρω του ετους της αφεσεως, εν τη εορτη της σκηνοπηγιας,
11 οταν πας ο Ισραηλ συναχθη δια να εμφανισθη ενωπιον Κυριου του Θεου σου, εν τω τοπω οντινα εκλεξη, θελεις αναγινωσκει τον νομον τουτον ενωπιον παντος του Ισραηλ εις επηκοον αυτων.
12 Συναξον τον λαον, τους ανδρας και τας γυναικας και τα παιδια και τον ξενον σου τον εντος των πυλων σου, δια να ακουσωσι και δια να μαθωσι και να φοβωνται Κυριον τον Θεον σας, και δια να προσεχωσι να εκτελωσι παντας τους λογους του νομου τουτου·
13 και δια να ακουσωσι τα τεκνα αυτων, τα οποια δεν εξευρουσι, και να μαθωσι να φοβωνται Κυριον τον Θεον σας πασας τας ημερας, οσας ζητε επι της γης, προς την οποιαν διαβαινετε τον Ιορδανην δια να κληρονομησητε αυτην.
14 Και ειπεν ο Κυριος προς τον Μωυσην, Ιδου, πλησιαζουσιν αι ημεραι του θανατου σου· καλεσον τον Ιησουν, και παρουσιασθητε εν τη σκηνη του μαρτυριου, δια να δωσω εις αυτον προσταγας. Και υπηγεν ο Μωυσης και ο Ιησους και παρουσιασθησαν εν τη σκηνη του μαρτυριου.
15 Και εφανη ο Κυριος εν τη σκηνη εν στυλω νεφελης· και εσταθη ο στυλος της νεφελης επι της θυρας της σκηνης.
16 Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Ιδου, συ θελεις κοιμηθη μετα των πατερων σου· και σηκωθεις ο λαος ουτος θελει πορνευσει κατοπιν των ξενων θεων της γης, εις την οποιαν αυτος εισερχεται, και θελει με εγκαταλειψει και παραβη την διαθηκην μου, την οποιαν εκαμον προς αυτους·
17 τοτε θελει εξαφθη ο θυμος μου εναντιον αυτων την ημεραν εκεινην, και θελω εγκαταλειψει αυτους και θελω κρυψει το προσωπον μου απ' αυτων, και θελουσιν εξαναλωθη· και θελουσιν ευρει αυτους πολλα κακα και θλιψεις· ωστε θελουσιν ειπει την ημεραν εκεινην, δεν ευρον ημας τα κακα ταυτα, επειδη ο Θεος ημων δεν ειναι εν μεσω ημων;
18 Και εγω εξαπαντος θελω κρυψει απ' αυτων το προσωπον μου την ημεραν εκεινην, δια πασας τας κακιας τας οποιας επραξαν, διοτι εστραφησαν προς θεους ξενους.
19 Τωρα λοιπον γραψατε εις εαυτους την ωδην ταυτην, και διδαξατε αυτην εις τους υιους Ισραηλ· βαλετε αυτην εις το στομα αυτων, δια να γεινη εις εμε ωδη αυτη εις μαρτυριον εναντιον των υιων Ισραηλ.
20 Διοτι αφου εισαγαγω αυτους εις την γην, την οποιαν ωμοσα προς τους πατερας αυτων, γην ρεουσαν γαλα και μελι, και αυτοι φαγωσι και χορτασθωσι και εμπλησθωσι, τοτε θελουσι στραφη προς θεους ξενους και θελουσι λατρευσει αυτους, και θελουσι με παροργισει και παραβη την διαθηκην μου.
21 Και αφου ευρωσιν αυτους πολλα κακα και θλιψεις, η ωδη αυτη θελει μαρτυρησει εναντιον αυτων ως μαρτυς· διοτι δεν θελει λησμονηθη απο του στοματος του σπερματος αυτων· επειδη εγω γνωριζω την πονηριαν αυτων, την οποιαν εργαζονται ετι την σημερον, πριν εισαγαγω αυτους εις την γην την οποιαν ωμοσα.
22 Και εγραψεν ο Μωυσης την ωδην ταυτην τη αυτη ημερα, και εδιδαξεν αυτην εις τους υιους Ισραηλ.
23 Και προσεταξεν εις τον Ιησουν τον υιον του Ναυη και ειπεν, Ανδριζου και θαρρει διοτι συ θελεις εισαγαγει τους υιους Ισραηλ εις την γην την οποιαν ωμοσα προς αυτους, και εγω θελω εισθαι μετα σου.
24 Και αφου ο Μωυσης ετελειωσε να γραφη τους λογους του νομου τουτου εις βιβλιον, εως τελους,
25 τοτε ο Μωυσης προσεταξεν εις τους Λευιτας, τους βασταζοντας την κιβωτον της διαθηκης του Κυριου, λεγων,
26 Λαβετε τουτο το βιβλιον του νομου, και θεσατε αυτο εις τα πλαγια της κιβωτου της διαθηκης Κυριου του Θεου σας, και θελει εισθαι εκει εις μαρτυριον κατα σου·
27 διοτι εγω εξευρω την απειθειαν σου και τον τραχηλον σου τον σκληρον. Ιδου, ενω ειμαι ζων με σας σημερον, ηπειθησατε εις τον Κυριον· ποσω δε μαλλον μετα τον θανατον μου;
28 συναξατε προς εμε παντας τους πρεσβυτερους των φυλων σας και τους αρχοντας σας, δια να λαλησω τους λογους τουτους εις επηκοον αυτων, και να επικαλεσθω τον ουρανον και την γην μαρτυρας εναντιον αυτων·
29 επειδη εξευρω οτι μετα τον θανατον μου εξαπαντος θελετε διαφθαρη και εκκλινει απο της οδου, την οποιαν προσεταξα εις εσας· και θελουσι σας ευρει τα κακα εις τας εσχατας ημερας, επειδη θελετε πραξει κακα ενωπιον του Κυριου, ωστε να παροργισητε αυτον με τα εργα των χειρων σας.
30 Και ελαλησεν ο Μωυσης, εις επηκοον πασης της συναγωγης του Ισραηλ, τους λογους της ωδης ταυτης εως τελους·