1 Estes pois são os nomes dos filhos de Israel, que entraram no Egito com Jacó; cada um entrou com sua casa:
2 Rúben, Simeão, Levi, e Judá;
3 Issacar, Zebulom, e Benjamim;
4 Dã e Naftali, Gade e Aser.
5 Todas as almas, pois, que procederam dos lombos de Jacó, foram setenta almas; José, porém, estava no Egito.
6 Faleceu José, e todos os seus irmãos, e toda aquela geração.
7 E os filhos de Israel frutificaram, aumentaram muito, e multiplicaram-se, e foram fortalecidos grandemente; de maneira que a terra se encheu deles.
8 E levantou-se um novo rei sobre o Egito, que não conhecera a José;
9 O qual disse ao seu povo: Eis que o povo dos filhos de Israel é muito, e mais poderoso do que nós.
10 Eia, usemos de sabedoria para com eles, para que não se multipliquem, e aconteça que, vindo guerra, eles também se ajuntem com os nossos inimigos, e pelejem contra nós, e subam da terra.
11 E puseram sobre eles maiorais de tributos, para os afligirem com suas cargas. Porque edificaram a Faraó cidades-armazéns, Pitom e Ramessés.
12 Mas quanto mais os afligiam, tanto mais se multiplicavam, e tanto mais cresciam; de maneira que se enfadavam por causa dos filhos de Israel.
13 E os egípcios faziam servir os filhos de Israel com dureza;
14 Assim que lhes fizeram amargar a vida com dura servidão, em barro e em tijolos, e com todo o trabalho no campo; com todo o seu serviço, em que os obrigavam com dureza.
15 E o rei do Egito falou às parteiras das hebréias (das quais o nome de uma era Sifrá, e o da outra Puá),
16 E disse: Quando ajudardes a dar à luz às hebréias, e as virdes sobre os assentos, se for filho, matai-o; mas se for filha, então viva.
17 As parteiras, porém, temeram a Deus e não fizeram como o rei do Egito lhes dissera, antes conservavam os meninos com vida.
18 Então o rei do Egito chamou as parteiras e disse-lhes: Por que fizestes isto, deixando os meninos com vida?
19 E as parteiras disseram a Faraó: É que as mulheres hebréias não são como as egípcias; porque são vivas, e já têm dado à luz antes que a parteira venha a elas.
20 Portanto Deus fez bem às parteiras. E o povo se aumentou, e se fortaleceu muito.
21 E aconteceu que, como as parteiras temeram a Deus, ele estabeleceu-lhes casas.
22 Então ordenou Faraó a todo o seu povo, dizendo: A todos os filhos que nascerem lançareis no rio, mas a todas as filhas guardareis com vida.
1 Και ταυτα ειναι τα ονοματα των υιων Ισραηλ, των εισελθοντων εις Αιγυπτον μετα του Ιακωβ· εκαστος μετα της οικογενειας αυτου εισηλθον.
2 Ρουβην, Συμεων, Λευι και Ιουδας,
3 Ισσαχαρ, Ζαβουλων και Βενιαμιν,
4 Δαν και Νεφθαλι, Γαδ και Ασηρ.
5 Και πασαι αι ψυχαι αι εξελθουσαι εκ του μηρου του Ιακωβ ησαν ψυχαι εβδομηκοντα· ο δε Ιωσηφ ητο ηδη εν Αιγυπτω.
6 Ετελευτησε δε ο Ιωσηφ και παντες οι αδελφοι αυτου, και πασα η γενεα εκεινη.
7 Και ηυξηνθησαν οι υιοι Ισραηλ και επληθυνθησαν, και επολλαπλασιασθησαν, και ενεδυναμωθησαν σφοδρα, ωστε ο τοπος εγεμισεν απ' αυτων.
8 Εσηκωθη δε νεος βασιλευς επι την Αιγυπτον, οστις δεν εγνωριζε τον Ιωσηφ.
9 Και ειπε προς τον λαον αυτου, Ιδου, ο λαος των υιων Ισραηλ ειναι πολυ πληθος και ισχυροτερος ημων·
10 ελθετε, ας σοφισθωμεν κατ' αυτων, δια να μη πολλαπλασιασθωσι, και αν συμβη πολεμος ενωθωσι και ουτοι μετα των εχθρων ημων και πολεμησωσιν ημας και αναχωρησωσιν εκ του τοπου.
11 Κατεστησαν λοιπον επ' αυτους επιστατας των εργασιων, δια να καταθλιβωσιν αυτους με τα βαρη αυτων· και ωκοδομησαν εις τον Φαραω πολεις αποθηκων, την Πιθωμ και την Ραμεσση.
12 Οσον ομως κατεθλιβον αυτους, τοσω μαλλον επληθυνοντο και ηυξανοντο. Και οι Αιγυπτιοι απεστρεφοντο τους υιους Ισραηλ.
13 Και κατεδυναστευον οι Αιγυπτιοι τους υιους Ισραηλ αυστηρως·
14 και κατεπικραινον την ζωην αυτων δια της σκληρας δουλειας εις τον πηλον και εις τας πλινθους, και εις πασας τας εργασιας των πεδιαδων· πασαι αι εργασιαι αυτων, με τας οποιας κατεδυναστευον αυτους, ησαν αυστηραι.
15 Και ελαλησεν ο βασιλευς των Αιγυπτιων προς τας μαιας των Εβραιων, εκ των οποιων η μια ωνομαζετο Σεπφωρα, και η αλλη Φουα,
16 και ειπεν, Οταν μαιευητε τας Εβραιας και ιδητε αυτας επι της γεννας, εαν μεν ηναι αρσενικον, θανατονετε αυτο· εαν δε ηναι θηλυκον, τοτε ας ζηση.
17 Εφοβηθησαν δε αι μαιαι τον Θεον και δεν εκαμνον ως ειπε προς αυτας ο βασιλευς της Αιγυπτου, αλλ' αφινον ζωντα τα αρσενικα.
18 Καλεσας δε ο βασιλευς της Αιγυπτου τας μαιας, ειπε προς αυτας, Δια τι εκαμετε το πραγμα τουτο, και αφινετε ζωντα τα αρσενικα;
19 Και απεκριθησαν αι μαιαι προς τον Φαραω, Οτι αι Εβραιαι δεν ειναι ως αι γυναικες της Αιγυπτου· διοτι ειναι ευρωστοι και γεννωσι πριν εισελθωσιν εις αυτας αι μαιαι.
20 Ο δε Θεος ηγαθοποιει τας μαιας· και επληθυνετο ο λαος και ενεδυναμουτο σφοδρα.
21 Και επειδη αι μαιαι εφοβουντο τον Θεον, εκαμεν εις αυτας οικους.
22 Ο δε Φαραω προσεταξε παντα τον λαον αυτου, λεγων, Παν αρσενικον το οποιον γεννηθη, εις τον ποταμον ριπτετε αυτο· παν δε θηλυκον, αφινετε να ζη.