1 No décimo ano, no décimo mês, no dia doze do mês, veio a mim a palavra do SENHOR, dizendo:
2 Filho do homem, dirige o teu rosto contra Faraó, rei do Egito, e profetiza contra ele e contra todo o Egito.
3 Fala, e dize: Assim diz o Senhor DEUS: Eis-me contra ti, ó Faraó, rei do Egito, grande dragão, que pousas no meio dos teus rios, e que dizes: O meu rio é meu, e eu o fiz para mim.
4 Mas eu porei anzóis em teus queixos, e farei que os peixes dos teus rios se apeguem às tuas escamas; e tirar-te-ei do meio dos teus rios, e todos os peixes dos teus rios se apegarem às tuas escamas.
5 E te deixarei no deserto, a ti e a todo o peixe dos teus rios; sobre a face do campo cairás; não serás recolhido nem ajuntado; aos animais da terra e às aves do céu te dei por mantimento.
6 E saberão todos os moradores do Egito que eu sou o Senhor, porquanto se tornaram um bordão de cana para a casa de Israel.
7 Tomando-te eles pela mão, te quebraste, e lhes rasgaste todo o ombro; e quando se apoiaram em ti, te quebraste, e lhes fazias tremer todos os seus lombos.
8 Portanto, assim diz o Senhor DEUS: Eis que eu trarei sobre ti a espada, e de ti destruirei homem e animal,
9 E a terra do Egito se tornará em desolação e deserto; e saberão que eu sou o Senhor, porquanto disse: O rio é meu, e eu o fiz.
10 Portanto, eis que eu estou contra ti, e contra os teus rios; e tornarei a terra do Egito deserta, em completa desolação, desde a torre de Syene até aos confins da Etiópia.
11 Não passará por ela pé de homem, nem pé de animal passará por ela, nem será habitada quarenta anos.
12 Porque tornarei a terra do Egito em desolação no meio das terras desoladas; e as suas cidades entre as cidades desertas se tornarão em desolação por quarenta anos; e espalharei os egípcios entre as nações, e os dispersarei pelas terras.
13 Porém, assim diz o Senhor DEUS: Ao fim de quarenta anos ajuntarei os egípcios dentre os povos entre os quais foram espalhados.
14 E removerei o cativeiro dos egípcios, e os farei voltar à terra de Patros, à terra de sua origem; e serão ali um reino humilde;
15 Mais humilde se fará do que os outros reinos, e nunca mais se exalçará sobre as nações; porque os diminuirei, para que não dominem sobre as nações.
16 E não será mais a confiança da casa de Israel, para lhes trazer à lembrança a sua iniqüidade, quando olharem para trás deles; antes saberão que eu sou o Senhor DEUS.
17 E sucedeu que, no ano vinte e sete, no primeiro mês, no primeiro dia do mês, veio a mim a palavra do Senhor, dizendo:
18 Filho do homem, Nabucodonosor, rei de babilônia, fez com que o seu exército prestasse um grande serviço contra Tiro; toda a cabeça se tornou calva, e todo o ombro se pelou; e não houve paga de Tiro para ele, nem para o seu exército, pelo serviço que prestou contra ela.
19 Portanto, assim diz o Senhor DEUS: Eis que eu darei a Nabucodonosor, rei de babilônia, a terra do Egito; e levará a sua multidão, e tomará o seu despojo, e roubará a sua presa, e isto será a recompensa para o seu exército.
20 Como recompensa do seu trabalho, com que serviu contra ela, lhe dei a terra do Egito; porquanto trabalharam por mim, diz o Senhor DEUS.
21 Naquele dia farei brotar o poder na casa de Israel, e abrirei a tua boca no meio deles; e saberão que eu sou o Senhor.
1 Εν τω δεκατω ετει τω δεκατω μηνι, τη δωδεκατη του μηνος, εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,
2 Υιε ανθρωπου, στηριξον το προσωπον σου επι Φαραω τον βασιλεα της Αιγυπτου και προφητευσον κατ' αυτου και καθ' ολης της Αιγυπτου·
3 λαλησον και ειπε, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Ιδου, εγω ειμαι εναντιον σου, Φαραω βασιλευ Αιγυπτου, μεγαλε δρακων, κοιτομενε εν μεσω των ποταμων αυτου· οστις ειπας, Ο ποταμος μου ειναι εμου και εγω εκαμον αυτον δι' εμαυτον.
4 Και θελω βαλει αγκιστρα εις τας σιαγονας σου, και θελω προσκολλησει τους ιχθυας του ποταμου σου εις τα λεπη σου, και θελω σε ανασυρει εκ μεσου των ποταμων σου· και παντες οι ιχθυες των ποταμων σου θελουσι προσκολληθη εις τα λεπη σου.
5 Και θελω σε εκριψει εν τη ερημω, σε και παντας τους ιχθυας των ποταμων σου· θελεις πεσει επι προσωπον της πεδιαδος· δεν θελεις συναχθη ουδε περισταλθη· εις τα θηρια της γης και εις τα πετεινα του ουρανου σε παρεδωκα εις βρωσιν·
6 και παντες οι κατοικουντες την Αιγυπτον θελουσι γνωρισει οτι εγω ειμαι ο Κυριος· διοτι εσταθησαν ραβδος καλαμινη εις τον οικον Ισραηλ.
7 Οτε σε επιασαν με την χειρα, συνετριβης και ετρυπησας ολον τον ωμον αυτων· και οτε εστηριχθησαν επι σε, συνεθλασθης και συνεκαμψας πασας τας οσφυας αυτων.
8 Δια τουτο ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Ιδου, θελω φερει ρομφαιαν επι σε και θελω εκκοψει απο σου ανθρωπον και κτηνος.
9 Και η γη της Αιγυπτου θελει εισθαι θαμβος και ερημια· και θελουσι γνωρισει οτι εγω ειμαι ο Κυριος· διοτι ειπεν, Ο ποταμος ειναι εμου και εγω εκαμον αυτον.
10 Δια τουτο ιδου, εγω ειμαι εναντιον σου και εναντιον των ποταμων σου· και θελω καμει την γην της Αιγυπτου ολως ερημον και θαμβος, απο Μιγδωλ μεχρι Συηνης και μεχρι των οριων της Αιθιοπιας.
11 Πους ανθρωπου δεν θελει διελθει δι' αυτης ουδε πους κτηνους θελει διελθει δι' αυτης ουδε θελει κατοικηθη τεσσαρακοντα ετη.
12 Και θελω καμει την γην της Αιγυπτου θαμβος, εν μεσω των ηρημωμενων τοπων, και αι πολεις αυτης εν μεσω των πολεων των ηρημωμενων θελουσιν εισθαι θαμβος τεσσαρακοντα ετη· και θελω διασπειρει τους Αιγυπτιους μεταξυ των εθνων και διασκορπισει αυτους εις τους τοπους.
13 Πλην ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Εν τω τελει των τεσσαρακοντα ετων θελω συναξει τους Αιγυπτιους εκ των λαων, εις τους οποιους ησαν διεσκορπισμενοι·
14 και θελω επαναγαγει τους αιχμαλωτους της Αιγυπτου και επιστρεψει αυτους εις την γην Παθρως, εις την γην της καταγωγης αυτων· και θελουσιν εισθαι εκει βασιλειον ποταπον.
15 Θελει εισθαι το ποταπωτερον των βασιλειων· και δεν θελει υψωθη πλεον επι τα εθνη· διοτι θελω ελαττωσει αυτους, δια να μη δεσποζωσιν επι τα εθνη.
16 Και δεν θελει εισθαι πλεον το θαρρος του οικου Ισραηλ, αναμιμνησκον την ανομιαν αυτων, αποβλεποντων οπισω αυτων· και θελουσι γνωρισει οτι εγω ειμαι Κυριος ο Θεος.
17 Και εν τω εικοστω εβδομω ετει, τω πρωτω μηνι, τη πρωτη του μηνος, εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,
18 Υιε ανθρωπου, Ναβουχοδονοσορ ο βασιλευς της Βαβυλωνος εδουλευσε το στρατευμα αυτου δουλειαν μεγαλην κατα της Τυρου· πασα κεφαλη εφαλακρωθη και πας ωμος εξεδαρθη· μισθον ομως δια την Τυρον δεν ελαβεν ουτε αυτος ουτε το στρατευμα αυτου δια την δουλειαν, την οποιαν εδουλευσε κατ' αυτης·
19 δια τουτο ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Ιδου, εγω διδω την γην της Αιγυπτου εις τον Ναβουχοδονοσορ βασιλεα της Βαβυλωνος· και θελει σηκωσει το πληθος αυτης και θελει λεηλατησει την λεηλασιαν αυτης και λαφυραγωγησει τα λαφυρα αυτης· και τουτο θελει εισθαι ο μισθος εις το στρατευμα αυτου.
20 Εδωκα εις αυτον την γην της Αιγυπτου δια τον κοπον αυτου, με τον οποιον εδουλευσε κατ' αυτης, επειδη ηγωνισθησαν δι' εμε, λεγει Κυριος ο Θεος.
21 Εν εκεινη τη ημερα θελω καμει να βλαστηση το κερας του οικου Ισραηλ, και θελω σε καμει να ανοιξης στομα εν μεσω αυτων· και θελουσι γνωρισει οτι εγω ειμαι ο Κυριος.