1 Naquele dia se entoará este cântico na terra de Judá: Temos uma cidade forte, a que Deus pôs a salvação por muros e antemuros.
2 Abri as portas, para que entre nelas a nação justa, que observa a verdade.
3 Tu conservarás em paz aquele cuja mente está firme em ti; porque ele confia em ti.
4 Confiai no SENHOR perpetuamente; porque o SENHOR DEUS é uma rocha eterna.
5 Porque ele abate os que habitam no alto, na cidade elevada; humilha-a, humilha-a até ao chão, e derruba-a até ao pó.
6 O pé pisá-la-á; os pés dos aflitos, e os passos dos pobres.
7 O caminho do justo é todo plano; tu retamente pesas o andar do justo.
8 Também no caminho dos teus juízos, Senhor, te esperamos; no teu nome e na tua memória está o desejo da nossa alma.
9 Com minha alma te desejei de noite, e com o meu espírito, que está dentro de mim, madrugarei a buscar-te; porque, havendo os teus juízos na terra, os moradores do mundo aprendem justiça.
10 Ainda que se mostre favor ao ímpio, nem por isso aprende a justiça; até na terra da retidão ele pratica a iniqüidade, e não atenta para a majestade do Senhor.
11 Senhor, a tua mão está exaltada, mas nem por isso a vêem; vê-la-ão, porém, e confundir-se-ão por causa do zelo que tens do teu povo; e o fogo consumirá os teus adversários.
12 Senhor, tu nos darás a paz, porque tu és o que fizeste em nós todas as nossas obras.
13 Ó Senhor Deus nosso, já outros senhores têm tido domínio sobre nós; porém, por ti só, nos lembramos de teu nome.
14 Morrendo eles, não tornarão a viver; falecendo, não ressuscitarão; por isso os visitaste e destruíste, e apagaste toda a sua memória.
15 Tu, Senhor, aumentaste a esta nação, tu aumentaste a esta nação, fizeste-te glorioso; alargaste todos os confins da terra.
16 Ó Senhor, na angústia te buscaram; vindo sobre eles a tua correção, derramaram a sua oração secreta.
17 Como a mulher grávida, quando está próxima a sua hora, tem dores de parto, e dá gritos nas suas dores, assim fomos nós diante de ti, ó Senhor!
18 Bem concebemos nós e tivemos dores de parto, porém demos à luz o vento; livramento não trouxemos à terra, nem caíram os moradores do mundo.
19 Os teus mortos e também o meu cadáver viverão e ressuscitarão; despertai e exultai, os que habitais no pó, porque o teu orvalho será como o orvalho das ervas, e a terra lançará de si os mortos.
20 Vai, pois, povo meu, entra nos teus quartos, e fecha as tuas portas sobre ti; esconde-te só por um momento, até que passe a ira.
21 Porque eis que o Senhor sairá do seu lugar, para castigar os moradores da terra, por causa da sua iniqüidade, e a terra descobrirá o seu sangue, e não encobrirá mais os seu mortos.
1 Εν εκεινη τη ημερα το ασμα τουτο θελει ψαλη εν γη Ιουδα Εχομεν πολιν οχυραν· σωτηριαν θελει βαλει ο Θεος αντι τειχων και προτειχισματων.
2 Ανοιξατε τας πυλας και θελει εισελθει το δικαιον εθνος το φυλαττον την αληθειαν.
3 Θελεις φυλαξει εν τελεια ειρηνη το πνευμα το επι σε επιστηριζομενον, διοτι επι σε θαρρει.
4 Θαρρειτε επι τον Κυριον παντοτε· διοτι εν Κυριω τω Θεω ειναι αιωνιος δυναμις.
5 Διοτι ταπεινονει τους κατοικουντας εν υψηλοις· κρημνιζει την υψηλην πολιν· κρημνιζει αυτην εως εδαφους· καταβαλλει αυτην εως χωματος.
6 Ο πους θελει καταπατησει αυτην, οι ποδες του πτωχου, τα βηματα του ενδεους.
7 Η οδος του δικαιου ειναι η ευθυτης· συ, ευθυτατε, σταθμιζεις την οδον του δικαιου.
8 Ναι, εν τη οδω, των κρισεων σου, Κυριε, σε περιεμειναμεν· ο ποθος της ψυχης ημων ειναι εις το ονομα σου και εις την ενθυμησιν σου.
9 Με την ψυχην μου σε εποθησα την νυκτα· ναι, με το πνευμα μου εντος μου σε εξεζητησα το πρωι· διοτι οταν αι κρισεις σου ηναι εν τη γη, οι κατοικοι του κοσμου θελουσι μαθει δικαιοσυνην.
10 Και αν ελεηθη ο ασεβης, δεν θελει μαθει δικαιοσυνην· εν τη γη της ευθυτητος θελει πραξει αδικως και δεν θελει εμβλεψει εις την μεγαλειοτητα του Κυριου.
11 Η χειρ σου, Κυριε, υψουται, αλλ' αυτοι δεν θελουσιν ιδει· θελουσιν ομως ιδει και καταισχυνθη· ο ζηλος ο υπερ του λαου σου, μαλιστα το πυρ το κατα των εχθρων σου θελει καταφαγει αυτους.
12 Κυριε, ειρηνην θελεις δωσει εις ημας· διοτι συ εκαμες και παντα ημων τα εργα δια ημας.
13 Κυριε ο Θεος ημων, αλλοι κυριοι, πλην σου, εξουσιασαν εφ' ημας· αλλα τωρα δια σου μονον θελομεν αναφερει το ονομα σου.
14 Απεθανον, δεν θελουσιν αναζησει· ετελευτησαν, δεν θελουσιν αναστηθη· δια τουτο επεσκεφθης και εξωλοθρευσας αυτους και εξηλειψας παν το μνημοσυνον αυτων.
15 Επληθυνας το εθνος, Κυριε, επληθυνας το εθνος· εδοξασθης· εμακρυνας αυτο εις παντα τα εσχατα της γης.
16 Κυριε, εν τη θλιψει προσετρεξαν προς σε· εξεχεαν στεναγμον, οτε η παιδεια σου ητο επ' αυτους.
17 Ως εγκυος γυνη, οταν πλησιαση εις την γενναν, κοιλοπονει, φωναζουσα εν τοις πονοις αυτης, ουτως εγειναμεν ενωπιον σου, Κυριε.
18 Συνελαβομεν, εκοιλοπονησαμεν, πλην ως να εγεννησαμεν ανεμον· ουδεμιαν ελευθερωσιν κατωρθωσαμεν εν τη γη· ουδε επεσαν οι κατοικοι του κοσμου.
19 Οι νεκροι σου θελουσι ζησει, μετα του νεκρου σωματος μου θελουσιν αναστηθη· εξεγερθητε και ψαλλετε, σεις οι κατοικουντες εν τω χωματι· διοτι η δροσος σου ειναι ως η δροσος των χορτων, και η γη θελει εκριψει τους νεκρους.
20 Ελθε, λαε μου, εισελθε εις τα ταμεια σου και κλεισον τας θυρας σου οπισω σου· κρυφθητι δια ολιγον καιρον, εωσου παρελθη η οργη.
21 Διοτι, ιδου, ο Κυριος εξερχεται απο του τοπου αυτου δια να παιδευση τους κατοικους της γης ενεκεν της ανομιας αυτων· η δε γη θελει ανακαλυψει τα αιματα αυτης και δεν θελει σκεπασει πλεον τους πεφονευμενους αυτης.