1 Calai-vos perante mim, ó ilhas, e os povos renovem as forças; cheguem-se, e então falem; cheguemo-nos juntos a juízo.
2 Quem suscitou do oriente o justo e o chamou para o seu pé? Quem deu as nações à sua face e o fez dominar sobre reis? Ele os entregou à sua espada como o pó e como pragana arrebatada pelo vento ao seu arco.
3 Ele os persegue e passa em paz, por uma vereda por onde os seus pés nunca tinham caminhado.
4 Quem operou e fez isto, chamando as gerações desde o princípio? Eu o Senhor, o primeiro, e com os últimos eu mesmo.
5 As ilhas o viram, e temeram; os fins da terra tremeram; aproximaram-se, e vieram.
6 Um ao outro ajudou, e ao seu irmão disse: Esforça-te.
7 E o artífice animou ao ourives, e o que alisa com o martelo ao que bate na bigorna, dizendo da coisa soldada: Boa é. Então com pregos a firma, para que não venha a mover-se.
8 Porém tu, ó Israel, servo meu, tu Jacó, a quem elegi descendência de Abraão, meu amigo;
9 Tu a quem tomei desde os fins da terra, e te chamei dentre os seus mais excelentes, e te disse: Tu és o meu servo, a ti escolhi e nunca te rejeitei.
10 Não temas, porque eu sou contigo; não te assombres, porque eu sou teu Deus; eu te fortaleço, e te ajudo, e te sustento com a destra da minha justiça.
11 Eis que, envergonhados e confundidos serão todos os que se indignaram contra ti; tornar-se-ão em nada, e os que contenderem contigo, perecerão.
12 Buscá-los-ás, porém não os acharás; os que pelejarem contigo, tornar-se-ão em nada, e como coisa que não é nada, os que guerrearem contigo.
13 Porque eu, o Senhor teu Deus, te tomo pela tua mão direita; e te digo: Não temas, eu te ajudo.
14 Não temas, tu verme de Jacó, povozinho de Israel; eu te ajudo, diz o Senhor, e o teu redentor é o Santo de Israel.
15 Eis que farei de ti um trilho novo, que tem dentes agudos; os montes trilharás e moerás; e os outeiros tornarás como a pragana.
16 Tu os padejarás e o vento os levará, e o redemoinho os espalhará; mas tu te alegrarás no Senhor e te gloriarás no Santo de Israel.
17 Os aflitos e necessitados buscam águas, e não há, e a sua língua se seca de sede; eu o Senhor os ouvirei, eu, o Deus de Israel não os desampararei.
18 Abrirei rios em lugares altos, e fontes no meio dos vales; tornarei o deserto em lagos de águas, e a terra seca em mananciais de água.
19 Plantarei no deserto o cedro, a acácia, e a murta, e a oliveira; porei no ermo juntamente a faia, o pinheiro e o álamo.
20 Para que todos vejam, e saibam, e considerem, e juntamente entendam que a mão do Senhor fez isto, e o Santo de Israel o criou.
21 Apresentai a vossa demanda, diz o Senhor; trazei as vossas firmes razões, diz o Rei de Jacó.
22 Tragam e anunciem-nos as coisas que hão de acontecer; anunciai-nos as coisas passadas, para que atentemos para elas, e saibamos o fim delas; ou fazei-nos ouvir as coisas futuras.
23 Anunciai-nos as coisas que ainda hão de vir, para que saibamos que sois deuses; ou fazei bem, ou fazei mal, para que nos assombremos, e juntamente o vejamos.
24 Eis que sois menos do que nada e a vossa obra é menos do que nada; abominação é quem vos escolhe.
25 Suscitei a um do norte, e ele há de vir; desde o nascimento do sol invocará o meu nome; e virá sobre os príncipes, como sobre o lodo e, como o oleiro pisa o barro, os pisará.
26 Quem anunciou isto desde o princípio, para que o possamos saber, ou desde antes, para que digamos: Justo é? Porém não há quem anuncie, nem tampouco quem manifeste, nem tampouco quem ouça as vossas palavras.
27 Eu sou o que primeiro direi a Sião: Eis que ali estão; e a Jerusalém darei um anunciador de boas novas.
28 E quando olhei, não havia ninguém; nem mesmo entre estes, conselheiro algum havia a quem perguntasse ou que me respondesse palavra.
29 Eis que todos são vaidade; as suas obras não são coisa alguma; as suas imagens de fundição são vento e confusão.
1 Σιωπατε ενωπιον μου, νησοι· οι λαοι ας ανανεωσωσι δυναμιν· και ας πλησιασωσι και τοτε ας λαλησωσιν· ας προσελθωμεν ομου εις κρισιν.
2 Τις ηγειρε τον δικαιον απο της ανατολης, προσεκαλεσεν αυτον κατα ποδας αυτου, παρεδωκεν εις αυτον τα εθνη και κατεστησεν αυτον κυριον επι τους βασιλεις; τις παρεδωκεν αυτους εις την μαχαιραν αυτου ως χωμα, και εις το τοξον αυτου ως αχυρον ωθουμενον απο ανεμου;
3 Κατεδιωξεν αυτους και διηλθεν ασφαλως δια της οδου, την οποιαν δεν ειχε περιπατησει με τους ποδας αυτου.
4 Τις ενηργησε και εκαμε τουτο, καλων τας γενεας απ' αρχης; Εγω ο Κυριος, ο πρωτος και ο μετα των εσχατων· εγω αυτος.
5 Αι νησοι ειδον και εφοβηθησαν· τα περατα της γης ετρομαξαν, επλησιασαν και ηλθον.
6 Εβοηθησαν εκαστος τον πλησιον αυτου· και ειπε προς τον αδελφον αυτου, Ισχυε.
7 Και ο ξυλουργος ενισχυε τον χρυσοχοον και ο λεπτυνων με την σφυραν, τον σφυροκοπουντα επι τον ακμονα, λεγων, Καλον ειναι δια την συγκολλησιν· και στερεονει αυτο με καρφια, δια να μη κινηται.
8 Αλλα συ, Ισραηλ, δουλε μου, Ιακωβ, εκλεκτε μου, το σπερμα Αβρααμ του αγαπητου μου,
9 συ, τον οποιον ελαβον εκ των ακρων της γης και σε εκαλεσα εκ των εσχατων αυτης και σοι ειπα, Συ εισαι ο δουλος μου· εγω σε εξελεξα και δεν θελω σε απορριψει·
10 μη φοβου· διοτι εγω ειμαι μετα σου· μη τρομαζε· διοτι εγω ειμαι ο Θεος σου· σε ενισχυσα· μαλιστα σε εβοηθησα· μαλιστα σε υπερησπισθην δια της δεξιας της δικαιοσυνης μου.
11 Ιδου, παντες οι ωργισμενοι κατα σου θελουσι καταισχυνθη και εντραπη· θελουσιν εισθαι ως μηδεν· και οι αντιδικοι σου θελουσιν αφανισθη.
12 Θελεις ζητησει αυτους και δεν θελεις ευρει αυτους, τους εναντιουμενους εις σε· οι πολεμουντες κατα σου θελουσι γεινει μηδεν και ως εξουθενημα.
13 Διοτι εγω Κυριος ο Θεος σου ειμαι ο κρατων την δεξιαν σου, λεγων προς σε, Μη φοβου· εγω θελω σε βοηθησει.
14 Μη φοβου, σκωληξ Ιακωβ, θνητοι του Ισραηλ· εγω θελω σε βοηθει, λεγει ο Κυριος· και λυτρωτης σου ειναι ο Αγιος του Ισραηλ.
15 Ιδου, εγω θελω σε καμει νεον κοπτερον αλωνιστηριον οργανον οδοντωτον· θελεις αλωνισει τα ορη και λεπτυνει αυτα, και θελεις καμει τους λοφους ως λεπτον αχυρον.
16 Θελεις ανεμισει αυτα και ο ανεμος θελει σηκωσει αυτα και ο ανεμοστροβιλος θελει διασκορπισει αυτα· συ δε θελεις ευφρανθη εις τον Κυριον και θελεις δοξασθη εν τω Αγιω του Ισραηλ.
17 Οταν οι πτωχοι και ενδεεις ζητησωσιν υδωρ και δεν υπαρχη, η γλωσσα δε αυτων ξηραινηται υπο διψης, εγω ο Κυριος θελω εισακουσει αυτους, ο Θεος του Ισραηλ δεν θελω εγκαταλειψει αυτους.
18 Θελω ανοιξει ποταμους εν υψηλοις τοποις και πηγας εν μεσω των κοιλαδων· θελω καμει την ερημον λιμνας υδατων και την ξηραν γην πηγας υδατων.
19 Εν τη ερημω θελω εμφυτευσει την κεδρον, το δενδρον της σιττης και τον μυρτον και την ελαιαν· εν τη ακατοικητω γη θελω βαλει την ελατον, την πευκην και τον πυξον ομου·
20 δια να ιδωσι και να γνωρισωσι και να στοχασθωσι και να εννοησωσιν ομου, οτι η χειρ του Κυριου εκαμε τουτο και ο Αγιος του Ισραηλ εδημιουργησεν αυτο.
21 Παραστησατε την δικην σας, λεγει Κυριος· προφερετε τα ισχυρα σας επιχειρηματα, λεγει ο βασιλευς του Ιακωβ.
22 Ας πλησιασωσι και ας δειξωσιν εις ημας τι θελει συμβη· ας αναγγειλωσι τα προτερα, τι ησαν, δια να στοχασθωμεν αυτα και να γνωρισωμεν τα εσχατα αυτων· η ας αναγγειλωσι προς ημας τα μελλοντα.
23 Αναγγειλατε τα συμβησομενα εις το μετεπειτα, δια να γνωρισωμεν οτι εισθε θεοι· καμετε ετι καλον η καμετε κακον, δια να θαυμασωμεν και να ιδωμεν ομου.
24 Ιδου, σεις εισθε ολιγωτερον παρα το μηδεν, και το εργον σας χειροτερον παρα το μηδεν· οστις σας εκλεγει, ειναι βδελυγμα.
25 Ηγειρα ενα εκ βορρα και θελει ελθει· απ' ανατολων ηλιου θελει επικαλεισθαι το ονομα μου· και θελει πατησει επι τους ηγεμονας ως επι πηλον και ως ο κεραμευς καταπατει τον αργιλον.
26 Τις ανηγγειλε ταυτα απ' αρχης, δια να γνωρισωμεν; και προ του καιρου, δια να ειπωμεν, αυτος ειναι ο δικαιος; Αλλ' ουδεις ο αναγγελλων· αλλ' ουδεις ο διακηρυττων· αλλ' ουδεις ο ακουων τους λογους σας.
27 Εγω ο πρωτος θελω ειπει προς την Σιων, Ιδου, ιδου, ταυτα· και θελω δωσει εις την Ιερουσαλημ τον ευαγγελιζομενον.
28 Διοτι εθεωρησα και δεν ητο ουδεις, ναι, μεταξυ αυτων, αλλα δεν υπηρχε συμβουλος δυναμενος να αποκριθη λογον, οτε ηρωτησα αυτους.
29 Ιδου, παντες ειναι ματαιοτης, τα εργα αυτων μηδεν· τα χωνευτα αυτων ανεμος και ματαιοτης.