1 Levanta-te, resplandece, porque vem a tua luz, e a glória do SENHOR vai nascendo sobre ti;
2 Porque eis que as trevas cobriram a terra, e a escuridão os povos; mas sobre ti o Senhor virá surgindo, e a sua glória se verá sobre ti.
3 E os gentios caminharão à tua luz, e os reis ao resplendor que te nasceu.
4 Levanta em redor os teus olhos, e vê; todos estes já se ajuntaram, e vêm a ti; teus filhos virão de longe, e tuas filhas serão criadas ao teu lado.
5 Então o verás, e serás iluminado, e o teu coração estremecerá e se alargará; porque a abundância do mar se tornará a ti, e as riquezas dos gentios virão a ti.
6 A multidão de camelos te cobrirá, os dromedários de Midiã e Efá; todos virão de Sabá; ouro e incenso trarão, e publicarão os louvores do Senhor.
7 Todas as ovelhas de Quedar se congregarão a ti; os carneiros de Nebaiote te servirão; com agrado subirão ao meu altar, e eu glorificarei a casa da minha glória.
8 Quem são estes que vêm voando como nuvens, e como pombas às suas janelas?
9 Certamente as ilhas me aguardarão, e primeiro os navios de Társis, para trazer teus filhos de longe, e com eles a sua prata e o seu ouro, para o nome do Senhor teu Deus, e para o Santo de Israel, porquanto ele te glorificou.
10 E os filhos dos estrangeiros edificarão os teus muros, e os seus reis te servirão; porque no meu furor te feri, mas na minha benignidade tive misericórdia de ti.
11 E as tuas portas estarão abertas de contínuo, nem de dia nem de noite se fecharão; para que tragam a ti as riquezas dos gentios, e, conduzidos com elas, os seus reis.
12 Porque a nação e o reino que não te servirem perecerão; sim, essas nações serão de todo assoladas.
13 A glória do Líbano virá a ti; a faia, o pinheiro, e o álamo conjuntamente, para ornarem o lugar do meu santuário, e glorificarei o lugar dos meus pés.
14 Também virão a ti, inclinando-se, os filhos dos que te oprimiram; e prostrar-se-ão às plantas dos teus pés todos os que te desprezaram; e chamar-te-ão a cidade do Senhor, a Sião do Santo de Israel.
15 Em lugar de seres deixada, e odiada, de modo que ninguém passava por ti, far-te-ei uma excelência perpétua, um gozo de geração em geração.
16 E mamarás o leite dos gentios, e alimentar-te-ás ao peito dos reis; e saberás que eu sou o Senhor, o teu Salvador, e o teu Redentor, o Poderoso de Jacó.
17 Por cobre trarei ouro, e por ferro trarei prata, e por madeira, bronze, e por pedras, ferro; e farei pacíficos os teus oficiais e justos os teus exatores.
18 Nunca mais se ouvirá de violência na tua terra, desolação nem destruição nos teus termos; mas aos teus muros chamarás Salvação, e às tuas portas Louvor.
19 Nunca mais te servirá o sol para luz do dia nem com o seu resplendor a lua te iluminará; mas o Senhor será a tua luz perpétua, e o teu Deus a tua glória.
20 Nunca mais se porá o teu sol, nem a tua lua minguará; porque o Senhor será a tua luz perpétua, e os dias do teu luto findarão.
21 E todos os do teu povo serão justos, para sempre herdarão a terra; serão renovos por mim plantados, obra das minhas mãos, para que eu seja glorificado.
22 O menor virá a ser mil, e o mínimo uma nação forte; eu, o Senhor, ao seu tempo o farei prontamente.
1 Σηκωθητι, φωτιζου· διοτι το φως σου ηλθε, και η δοξα του Κυριου ανετειλεν επι σε.
2 Διοτι ιδου, σκοτος θελει σκεπασει την γην και ζοφος τα εθνη· επι σε ομως θελει ανατειλει ο Κυριος και η δοξα αυτου θελει φανερωθη επι σε.
3 Και τα εθνη θελουσιν ελθει εις το φως σου και οι βασιλεις εις την λαμψιν της ανατολης σου.
4 Υψωσον κυκλω τους οφθαλμους σου και ιδε· παντες ουτοι συναθροιζονται, ερχονται προς σε· οι υιοι σου θελουσιν ελθει μακροθεν και αι θυγατερες σου θελουσι τραφη εις τα πλευρα σου.
5 Τοτε θελεις ιδει και χαρη, και η καρδια σου θελει εκπλαγη και πλατυνθη· διοτι η αφθονια της θαλασσης θελει στραφη προς σε· αι δυναμεις των εθνων θελουσιν ελθει προς σε.
6 Πληθος καμηλων θελει σε σκεπασει, αι δρομαδες του Μαδιαμ και του Γεφα· παντες οι απο Σεβα βελουσιν ελθει· χρυσιον και λιβανον θελουσι φερει· και θελουσιν ευαγγελιζεσθαι τους επαινους του Κυριου.
7 Παντα τα προβατα του Κηδαρ θελουσι συναχθη προς σε· οι κριοι του Νεβαιωθ θελουσιν εισθαι εις χρησιν σου· θελουσι προσφερθη επι το θυσιαστηριον μου ευπροσδεκτοι, και εγω θελω δοξασει τον οικον της δοξης μου.
8 Τινες ειναι οι πετωμενοι ως νεφη και ως περιστεραι εις τας θυριδας αυτων;
9 Αι νησοι βεβαιως θελουσι προσμεινει εμε και εν πρωτοις τα πλοια της Θαρσεις, δια να φερωσι μακροθεν τους υιους σου, το αργυριον αυτων και το χρυσιον αυτων μετ' αυτων, δια το ονομα Κυριου του Θεου σου και δια τον Αγιον του Ισραηλ, διοτι σε εδοξασε.
10 Και οι υιοι των αλλογενων θελουσιν ανοικοδομησει τα τειχη σου, και οι βασιλεις αυτων θελουσι σε υπηρετησει· διοτι εν τη οργη μου σε επαταξα, πλην δια την ευνοιαν μου σε ηλεησα.
11 Και αι πυλαι σου θελουσιν εισθαι παντοτε ανοικται· δεν θελουσι κλεισθη ημεραν και νυκτα, δια να εισαγωσιν εις σε τας δυναμεις των εθνων και να εισφερωνται οι βασιλεις αυτων.
12 Διοτι το εθνος και η βασιλεια, τα οποια δεν ηθελον σε δουλευσει, θελουσιν αφανισθη· ναι, τα εθνη εκεινα θελουσιν ολοκληρως ερημωθη.
13 Η δοξα του Λιβανου θελει η ελθει εις σε, η ελατος, η πευκη και ο πυξος ομου, δια να στολισωσι τον τοπον του αγιαστηριου μου· και θελω δοξασει τον τοπον των ποδων μου.
14 Και τα τεκνα των λυπησαντων σε θελουσιν ελθει υποκλινοντα προς σε· και παντες οι καταφρονησαντες σε θελουσι προσκυνησει τα ιχνη των ποδων σου· και θελουσι σε ονομαζει, Η πολις του Κυριου, Η Σιων του Αγιου του Ισραηλ.
15 Αντι του οτι εγκατελειφθης και εμισηθης, ωστε ουδεις διεβαινε δια μεσου σου, θελω σε καταστησει αιωνιον αγαλλιαμα, ευφροσυνην εις γενεας γενεων.
16 Και θελεις θηλασει το γαλα των εθνων και θελεις θηλασει τους μαστους των βασιλεων· και θελεις γνωρισει οτι εγω ο Κυριος ειμαι ο Σωτηρ σου και ο Λυτρωτης σου, ο Ισχυρος του Ιακωβ.
17 Αντι χαλκου θελω φερει χρυσιον και αντι σιδηρου θελω φερει αργυριον και αντι ξυλου χαλκον και αντι λιθων σιδηρον· και θελω καταστησει τους αρχηγους σου ειρηνην και τους επιστατας σου δικαιοσυνην.
18 Δεν θελει πλεον ακουεσθαι βια εν τη γη σου, ερημωσις και καταστροφη εν τοις οριοις σου· αλλα θελεις ονομαζει τα τειχη σου Σωτηριαν και τας πυλας σου Αινεσιν.
19 Δεν θελει εισθαι πλεον εν σοι ο ηλιος φως της ημερας, ουδε η σεληνη δια της λαμψεως αυτης θελει σε φωτιζει· αλλ' ο Κυριος θελει εισθαι εις σε φως αιωνιον και ο Θεος σου η δοξα σου.
20 Ο ηλιος σου δεν θελει δυει πλεον ουδε θελει λειψει η σεληνη σου· διοτι ο Κυριος θελει εισθαι το αιωνιον σου φως, και αι ημεραι του πενθους σου θελουσι τελειωθη.
21 Και ο λαος σου θελουσιν εισθαι παντες δικαιοι· θελουσι κληρονομησει την γην διαπαντος, ο κλαδος του φυτευματος μου, το εργον των χειρων μου, δια να δοξαζωμαι.
22 Το ελαχιστον θελει γεινει χιλια· και το ολιγοστον ισχυρον εθνος· εγω ο Κυριος θελω επιταχυνει τουτο κατα τον καιρον αυτου.