15 E disse-lhes: Acautelai-vos e guardai-vos da avareza; porque a vida de qualquer não consiste na abundância do que possui.
16 E propôs-lhe uma parábola, dizendo: A herdade de um homem rico tinha produzido com abundância;
17 E ele arrazoava consigo mesmo, dizendo: Que farei? Não tenho onde recolher os meus frutos.
18 E disse: Farei isto: Derrubarei os meus celeiros, e edificarei outros maiores, e ali recolherei todas as minhas novidades e os meus bens;
19 E direi a minha alma: Alma, tens em depósito muitos bens para muitos anos; descansa, come, bebe e folga.
20 Mas Deus lhe disse: Louco! Esta noite te pedirão a tua alma; e o que tens preparado, para quem será?
21 Assim é aquele que para si ajunta tesouros, e não é rico para com Deus.
15 Και ειπε προς αυτους· Προσεχετε και φυλαττεσθε απο της πλεονεξιας· διοτι εαν τις εχη περισσα, η ζωη αυτου δεν συνισταται εκ των υπαρχοντων αυτου.
16 Ειπε δε προς αυτους παραβολην, λεγων· Ανθρωπου τινος πλουσιου ηυτυχησαν τα χωραφια·
17 Και διελογιζετο εν εαυτω λεγων· Τι να καμω, διοτι δεν εχω που να συναξω τους καρπους μου;
18 Και ειπε· Τουτο θελω καμει· θελω χαλασει τας αποθηκας μου και θελω οικοδομησει μεγαλητερας και συναξει εκει παντα τα γεννηματα μου και τα αγαθα μου,
19 και θελω ειπει προς την ψυχην μου· Ψυχη, εχεις πολλα αγαθα εναποτεταμιευμενα δι' ετη πολλα· αναπαυου, φαγε, πιε, ευφραινου.
20 Ειπε δε προς αυτον ο Θεος· Αφρον, ταυτην την νυκτα την ψυχην σου απαιτουσιν απο σου· οσα δε ητοιμασας, τινος θελουσιν εισθαι;
21 Ουτω θελει εισθαι οστις θησαυριζει εις εαυτον και δεν πλουτει εις Θεον.