10 E, regressando os apóstolos, contaram-lhe tudo o que tinham feito. E, tomando-os consigo, retirou-se, em particular, para um lugar deserto de uma cidade chamada Betsaida.
11 E, sabendo-o a multidão, o seguiu; e ele os recebeu, e falava-lhes do reino de Deus, e sarava os que necessitavam de cura.
12 E já o dia começava a declinar; então, chegando-se a ele os doze, disseram-lhe: Despede a multidão, para que, indo aos lugares e aldeias em redor, se agasalhem, e achem o que comer; porque aqui estamos em lugar deserto.
13 Mas ele lhes disse: Dai-lhes vós de comer. E eles disseram: Não temos senão cinco pães e dois peixes, salvo se nós próprios formos comprar comida para todo este povo.
14 Porquanto estavam ali quase cinco mil homens. Disse, então, aos seus discípulos: Fazei-os assentar, em ranchos de cinquenta em cinquenta.
15 E assim o fizeram, fazendo-os assentar a todos.
16 E, tomando os cinco pães e os dois peixes, e olhando para o céu, abençoou-os, e partiu-os, e deu-os aos seus discípulos para os porem diante da multidão.
17 E comeram todos, e saciaram-se; e levantaram, do que lhes sobejou, doze cestos de pedaços.
10 Και υποστρεψαντες οι αποστολοι, διηγηθησαν προς αυτον οσα επραξαν. Και παραλαβων αυτους απεσυρθη κατ' ιδιαν εις τοπον ερημον πολεως τινος ονομαζομενης Βηθσαιδα.
11 Οι δε οχλοι νοησαντες ηκολουθησαν αυτον, και δεχθεις αυτους ελαλει προς αυτους περι της βασιλειας του Θεου, και τους εχοντας χρειαν θεραπειας ιατρευεν.
12 Η δε ημερα ηρχισε να κλινη· και προσελθοντες οι δωδεκα, ειπον προς αυτον· Απολυσον τον οχλον, δια να υπαγωσιν εις τας περιξ κωμας και τους αγρους και να καταλυσωσι και να ευρωσι τροφας, διοτι εδω ειμεθα εν ερημω τοπω.
13 Και ειπε προς αυτους· Δοτε σεις εις αυτους να φαγωσιν. Οι δε ειπον· ημεις δεν εχομεν πλειοτερον παρα πεντε αρτους και δυο ιχθυας, εκτος εαν υπαγωμεν ημεις και αγορασωμεν τροφας δι' ολον τον λαον τουτον·
14 διοτι ησαν ως πεντακισχιλιοι ανδρες· και ειπε προς τους μαθητας αυτου· Καθισατε αυτους κατα αθροισματα ανα πεντηκοντα.
15 Και επραξαν ουτω, και εκαθησαν απαντας.
16 Λαβων δε τους πεντε αρτους και τους δυο ιχθυας, ανεβλεψεν εις τον ουρανον και ευλογησεν αυτους και κατεκοψε, και εδιδεν εις τους μαθητας δια να βαλλωσιν εμπροσθεν του οχλου.
17 Και εφαγον και εχορτασθησαν παντες, και εσηκωθη το περισσευσαν εις αυτους εκ των κλασματων δωδεκα κοφινια.