1 E os filhos de Arão, Nadabe e Abiú, tomaram cada um o seu incensário e puseram neles fogo, e colocaram incenso sobre ele, e ofereceram fogo estranho perante o SENHOR, o que não lhes ordenara.
2 Então saiu fogo de diante do Senhor e os consumiu; e morreram perante o Senhor.
3 E disse Moisés a Arão: Isto é o que o Senhor falou, dizendo: Serei santificado naqueles que se chegarem a mim, e serei glorificado diante de todo o povo. Porém Arão calou-se.
4 E Moisés chamou a Misael e a Elzafã, filhos de Uziel, tio de Arão, e disse-lhes: Chegai, levai a vossos irmãos de diante do santuário, para fora do arraial.
5 Então chegaram, e os levaram nas suas túnicas para fora do arraial, como Moisés lhes dissera.
6 E Moisés disse a Arão, e a seus filhos Eleazar e Itamar: Não descobrireis as vossas cabeças, nem rasgareis vossas vestes, para que não morrais, nem venha grande indignação sobre toda a congregação; mas vossos irmãos, toda a casa de Israel, lamentem este incêndio que o Senhor acendeu.
7 Nem saireis da porta da tenda da congregação, para que não morrais; porque está sobre vós o azeite da unção do Senhor. E fizeram conforme à palavra de Moisés.
8 E falou o Senhor a Arão, dizendo:
9 Não bebereis vinho nem bebida forte, nem tu nem teus filhos contigo, quando entrardes na tenda da congregação, para que não morrais; estatuto perpétuo será isso entre as vossas gerações;
10 E para fazer diferença entre o santo e o profano e entre o imundo e o limpo,
11 E para ensinar aos filhos de Israel todos os estatutos que o Senhor lhes tem falado por meio de Moisés.
12 E disse Moisés a Arão, e a Eleazar e a Itamar, seus filhos, que lhe ficaram: Tomai a oferta de alimentos, restante das ofertas queimadas do Senhor, e comei-a sem levedura junto ao altar, porquanto é coisa santíssima.
13 Portanto a comereis no lugar santo; porque isto é a tua porção, e a porção de teus filhos, das ofertas queimadas do Senhor; porque assim me foi ordenado.
14 Também o peito da oferta movida e a espádua da oferta alçada, comereis em lugar limpo, tu, e teus filhos e tuas filhas contigo; porque foram dados por tua porção, e por porção de teus filhos, dos sacrifícios pacíficos dos filhos de Israel.
15 A espádua da oferta alçada e o peito da oferta movida trarão com as ofertas queimadas de gordura, para oferecer por oferta movida perante o Senhor; o que será por estatuto perpétuo, para ti e para teus filhos contigo, como o Senhor tem ordenado.
16 E Moisés diligentemente buscou o bode da expiação, e eis que já fora queimado; portanto indignou-se grandemente contra Eleazar e contra Itamar, os filhos de Arão que ficaram, dizendo:
17 Por que não comestes a expiação do pecado no lugar santo, pois é coisa santíssima e Deus a deu a vós, para que levásseis a iniqüidade da congregação, para fazer expiação por eles diante do Senhor?
18 Eis que não se trouxe o seu sangue para dentro do santuário; certamente devíeis ter comido no santuário, como tenho ordenado.
19 Então disse Arão a Moisés: Eis que hoje ofereceram a sua expiação pelo pecado e o seu holocausto perante o Senhor, e tais coisas me sucederam; se hoje tivesse comido da oferta da expiação pelo pecado, seria isso porventura aceito aos olhos do Senhor?
20 E Moisés, ouvindo isto, deu-se por satisfeito.
1 Και λαβοντες οι υιοι του Ααρων, Ναδαβ και Αβιουδ, εκαστος το θυμιατηριον αυτου, εβαλον πυρ εις αυτο, και επ' αυτο εβαλον θυμιαμα και προσεφεραν ενωπιον του Κυριου πυρ ξενον, το οποιον δεν προσεταξεν εις αυτους.
2 Και εξηλθε πυρ παρα του Κυριου και κατεφαγεν αυτους· και απεθανον εμπροσθεν του Κυριου.
3 Τοτε ειπεν ο Μωυσης προς τον Ααρων, Τουτο ειναι το οποιον ειπεν ο Κυριος, λεγων, Εγω θελω αγιασθη εις τους πλησιαζοντας εις εμε, και εμπροσθεν παντος του λαου θελω δοξασθη. Και ο Ααρων εσιωπησε.
4 Και εκαλεσεν ο Μωυσης τον Μισαηλ και τον Ελισαφαν, υιους του Οζιηλ, θειου του Ααρων, και ειπε προς αυτους, Πλησιασατε, σηκωσατε τους αδελφους σας απ' εμπροσθεν του αγιαστηριου εξω του στρατοπεδου.
5 Και επλησιασαν και εσηκωσαν αυτους με τους χιτωνας αυτων εξω του στρατοπεδου, καθως ειπεν ο Μωυσης.
6 Και ειπεν ο Μωυσης προς τον Ααρων και προς τον Ελεαζαρ και προς τον Ιθαμαρ, τους υιους αυτου, Τας κεφαλας σας μη αποκαλυψητε, και τα ιματια σας μη διασχισητε, δια να μη αποθανητε και ελθη οργη εφ' ολην την συναγωγην· αλλ' οι αδελφοι σας, πας ο οικος του Ισραηλ, ας κλαυσωσι το καυσιμον το οποιον εκαμεν ο Κυριος·
7 και δεν θελετε εξελθει εκ της θυρας της σκηνης του μαρτυριου, δια να μη αποθανητε· διοτι το ελαιον του χρισματος του Κυριου ειναι εφ' υμας. Και εκαμον κατα τον λογον του Μωυσεως.
8 Και ελαλησε Κυριος προς τον Ααρων, λεγων,
9 Οινον και σικερα δεν θελετε πιει, συ, και οι υιοι σου μετα σου, οταν εισερχησθε εις την σκηνην του μαρτυριου, δια να μη αποθανητε· τουτο θελει εισθαι νομιμον αιωνιον εις τας γενεας σας·
10 και δια να διακρινητε μεταξυ αγιου και βεβηλου και μεταξυ ακαθαρτου και καθαρου·
11 και δια να διδασκητε τους υιους Ισραηλ παντα τα διαταγματα, οσα ελαλησε Κυριος προς αυτους δια χειρος του Μωυσεως.
12 Και ειπεν ο Μωυσης προς τον Ααρων και προς τον Ελεαζαρ και προς τον Ιθαμαρ, τους υιους αυτου τους εναπολειφθεντας, Λαβετε την εξ αλφιτων προσφοραν την εναπολειφθεισαν απο των δια πυρος γινομενων θυσιων του Κυριου και φαγετε αυτην αζυμον πλησιον του θυσιαστηριου· διοτι ειναι αγιωτατον·
13 και θελετε φαγει αυτην εν τοπω αγιω· επειδη ειναι το δικαιον σου και το δικαιον των υιων σου εκ των δια πυρος γινομενων θυσιων του Κυριου· διοτι ουτω προσεταχθην·
14 και το κινητον στηθος και τον υψουμενον ωμον θελετε φαγει εν καθαρω τοπω, συ και οι υιοι σου και αι θυγατερες σου μετα σου· διοτι ειναι το δικαιον σου και το δικαιον των υιων σου, δοθεντα εκ των θυσιων της ειρηνικης προσφορας των υιων του Ισραηλ·
15 τον υψουμενον ωμον και το κινητον στηθος θελουσι φερει μετα των δια πυρος γινομενων προσφορων του στεατος, δια να κινησωσιν αυτα εις κινητην προσφοραν ενωπιον του Κυριου· και θελει εισθαι εις σε και εις τους υιους σου μετα σου εις νομιμον αιωνιον, καθως προσεταξεν ο Κυριος.
16 Και εζητησεν επιμελως ο Μωυσης τον τραγον της περι αμαρτιας προσφορας· και ιδου, ητο κατακεκαυμενος· και εθυμωθη κατα του Ελεαζαρ και κατα του Ιθαμαρ, των υιων του Ααρων των εναπολειφθεντων, λεγων,
17 Δια τι δεν εφαγετε την περι αμαρτιας προσφοραν εν τοπω αγιω; διοτι ειναι αγιωτατον· και εδωκεν αυτο εις εσας Κυριος δια να σηκονητε την ανομιαν της συναγωγης, ωστε να καμνητε εξιλεωσιν υπερ αυτων ενωπιον του Κυριου·
18 ιδου, το αιμα αυτου δεν εφερθη εις το αγιαστηριον· πρεπει εξαπαντος να φαγητε αυτο εν τω αγιαστηριω, καθως προσεταξα.
19 Και ειπεν ο Ααρων προς τον Μωυσην, Ιδου, αυτοι προσεφεραν σημερον την περι αμαρτιας προσφοραν αυτων και το ολοκαυτωμα αυτων ενωπιον του Κυριου και συνεβησαν εις εμε τοιαυτα· εαν λοιπον ηθελον φαγει την περι αμαρτιας προσφοραν σημερον, τουτο ηθελεν εισθαι αρεστον εις τους οφθαλμους του Κυριου;
20 Και ηκουσεν ο Μωυσης και ηρεσεν εις αυτον.