1 Sucedeu que, ouvindo Sambalate, Tobias, Gesém, o árabe, e o resto dos nossos inimigos, que eu tinha edificado o muro, e que nele já não havia brecha alguma, ainda que até este tempo não tinha posto as portas nos portais,
2 Sambalate e Gesém mandaram dizer-me: Vem, e congreguemo-nos juntamente nas aldeias, no vale de Ono. Porém intentavam fazer-me mal.
3 E enviei-lhes mensageiros a dizer: Faço uma grande obra, de modo que não poderei descer; por que cessaria esta obra, enquanto eu a deixasse, e fosse ter convosco?
4 E do mesmo modo enviaram a mim quatro vezes; e da mesma forma lhes respondi.
5 Então Sambalate ainda pela quinta vez me enviou seu servo com uma carta aberta na sua mão;
6 E na qual estava escrito: Entre os gentios se ouviu, e Gasmu diz: Tu e os judeus intentais rebelar-vos, então edificas o muro; e tu te farás rei deles segundo estas palavras;
7 E que puseste profetas, para pregarem de ti em Jerusalém, dizendo: Este é rei em Judá; de modo que o rei o ouvirá, segundo estas palavras; vem, pois, agora, e consultemos juntamente.
8 Porém eu mandei dizer-lhe: De tudo o que dizes coisa nenhuma sucedeu; mas tu, do teu coração, o inventas.
9 Porque todos eles procuravam atemorizar-nos, dizendo: As suas mãos largarão a obra, e não se efetuará. Agora, pois, ó Deus, fortalece as minhas mãos.
10 E, entrando eu em casa de Semaías, filho de Delaías, o filho de Meetabel (que estava encerrado), disse ele: Vamos juntamente à casa de Deus, ao meio do templo, e fechemos as portas do templo; porque virão matar-te; sim, de noite virão matar-te.
11 Porém eu disse: Um homem como eu fugiria? E quem há, como eu, que entre no templo para que viva? De maneira nenhuma entrarei.
12 E percebi que não era Deus quem o enviara; mas esta profecia falou contra mim, porquanto Tobias e Sambalate o subornaram.
13 Para isto o subornaram, para me atemorizar, e para que assim fizesse, e pecasse, para que tivessem alguma causa para me infamarem, e assim me vituperarem.
14 Lembra-te, meu Deus, de Tobias e de Sambalate, conforme a estas suas obras, e também da profetisa Noadia, e dos mais profetas que procuraram atemorizar-me.
15 Acabou-se, pois, o muro aos vinte e cinco do mês de Elul; em cinqüenta e dois dias.
16 E sucedeu que, ouvindo-o todos os nossos inimigos, todos os povos que havia em redor de nós temeram, e abateram-se muito a seus próprios olhos; porque reconheceram que o nosso Deus fizera esta obra.
17 Também naqueles dias alguns nobres de Judá escreveram muitas cartas que iam para Tobias; e as cartas de Tobias vinham para eles.
18 Porque muitos em Judá lhe eram ajuramentados, porque era genro de Secanias filho de Ará; e seu filho Joanã se casara com a filha de Mesulão, filho de Berequias.
19 Também as suas boas ações contavam perante mim, e as minhas palavras transmitiam a ele; portanto Tobias escrevia cartas para me atemorizar.
1 Καθως δε ηκουσαν ο Σαναβαλλατ και ο Τωβιας και ο Γησεμ ο Αραψ και οι λοιποι εκ των εχθρων ημων, οτι εγω ωκοδομησα το τειχος και δεν εμεινε πλεον χαλασμα εις αυτο, αν και μεχρις εκεινου του καιρου θυρας δεν εστησα επι των πυλων,
2 ο Σαναβαλλατ και ο Γησεμ απεστειλαν προς εμε, λεγοντες, Ελθετε, και ας συναχθωμεν ομου εις τινα εκ των κωμων εν τη πεδιαδι Ωνω. Εβουλευοντο δε να καμωσιν εις εμε κακον.
3 Και απεστειλα μηνυτας προς αυτους, λεγων, Εργον μεγα καμνω και δεν δυναμαι να καταβω· δια τι να παυση το εργον, οταν εγω αφησας αυτο καταβω προς εσας;
4 Και απεστειλαν προς εμε τετρακις κατα τον τροπον τουτον· και εγω απεκριθην προς αυτους κατα τον αυτον τροπον.
5 Τοτε ο Σαναβαλλατ απεστειλε προς εμε τον δουλον αυτου κατα τον αυτον τροπον, πεμπτην φοραν, με ανοικτην επιστολην εις την χειρα αυτου·
6 εν η ητο γεγραμμενον, Ηκουσθη μεταξυ των εθνων, και ο Γασμου λεγει, οτι συ και οι Ιουδαιοι βουλευεσθε να επαναστατησητε· δια τουτο συ οικοδομεις το τειχος, δια να γεινης βασιλευς αυτων, κατα τους λογους τουτους·
7 ετι διωρισας προφητας, να κηρυττωσι περι σου εν Ιερουσαλημ, λεγοντες, Ειναι βασιλευς εν Ιουδα· και τωρα θελει απαγγελθη προς τον βασιλεα κατα τους λογους τουτους· ελθε λοιπον τωρα, και ας συμβουλευθωμεν ομου.
8 Τοτε απεστειλα προς αυτον, λεγων, Δεν ειναι τοιαυτα πραγματα καθως συ λεγεις, αλλα συ πλαττεις αυτα εκ της καρδιας σου.
9 Διοτι παντες ουτοι εφοβεριζον ημας, λεγοντες, Θελουσιν εξασθενησει αι χειρες αυτων απο του εργου, και δεν θελει εκτελεσθη. Τωρα λοιπον, Θεε, κραταιωσον τας χειρας μου.
10 Και εγω υπηγα εις την οικιαν του Σεμαια, υιου του Δαλαια, υιου του Μεεταβεηλ, οστις ητο κεκλεισμενος· και ειπεν, Ας συνελθωμεν ομου εις τον οικον του Θεου, εντος του ναου, και ας κλεισωμεν τας θυρας του ναου· διοτι αυτοι ερχονται να σε φονευσωσι· ναι, την νυκτα ερχονται να σε φονευσωσιν.
11 Αλλ' εγω απεκριθην, Ανθρωπος οποιος εγω ηθελον φυγει; και τις, οποιος εγω, ηθελεν εισελθει εις τον ναον δια να σωση την ζωην αυτου; δεν θελω εισελθει.
12 Και ιδου, εγνωρισα οτι ο Θεος δεν απεστειλεν αυτον να προφερη την προφητειαν ταυτην εναντιον μου· αλλ' οτι ο Τωβιας και ο Σαναβαλλατ εμισθωσαν αυτον.
13 Δια τουτο ητο μεμισθωμενος, δια να φοβηθω και να καμω ουτω και να αμαρτησω, και να εχωσιν αφορμην να κακολογησωσι, δια να με ονειδισωσι.
14 Μνησθητι, Θεε μου, του Τωβια και του Σαναβαλλατ κατα τα εργα αυτων ταυτα, και ετι της προφητισσης Νωαδιας και των λοιπων προφητων, οιτινες με εφοβεριζον.
15 Ουτω συνετελεσθη το τειχος κατα την εικοστην πεμπτην του μηνος Ελουλ, εν πεντηκοντα δυο ημεραις.
16 Και οτε ηκουσαν παντες οι εχθροι ημων, τοτε εφοβηθησαν παντα τα εθνη τα περιξ ημων, και εταπεινωθησαν σφοδρα εις τους οφθαλμους εαυτων· διοτι εγνωρισαν οτι παρα του Θεου ημων εγεινε το εργον τουτο.
17 Προσετι εν ταις ημεραις εκειναις οι προκριτοι του Ιουδα επεμπον συνεχως τας επιστολας αυτων προς τον Τωβιαν, και αι του Τωβια ηρχοντο προς αυτους.
18 Διοτι ησαν εν τω Ιουδα πολλοι ωρκισμενοι εις αυτον, επειδη ητο γαμβρος του Σεχανια, υιου του Αραχ· και Ιωαναν ο υιος αυτου ειχε λαβει την θυγατερα του Μεσουλλαμ, υιου του Βαραχιου.
19 Μαλιστα διηγουντο ενωπιον μου τας αγαθοεργιας αυτου, και ανεφερον προς αυτον τους λογους μου. Και ο Τωβιας εστελλεν επιστολας δια να με φοβεριζη.