1 Na minha angústia clamei ao SENHOR, e me ouviu.
2 Senhor, livra a minha alma dos lábios mentirosos e da língua enganadora.
3 Que te será dado, ou que te será acrescentado, língua enganadora?
4 Flechas agudas do poderoso, com brasas vivas de zimbro.
5 Ai de mim, que peregrino em Meseque, e habito nas tendas de Quedar.
6 A minha alma bastante tempo habitou com os que detestam a paz.
7 Pacífico sou, mas quando eu falo já eles procuram a guerra.
1 Εν τη θλιψει μου εκραξα προς τον Κυριον, και εισηκουσε μου.
2 Κυριε, λυτρωσον την ψυχην μου απο χειλεων ψευδων, απο γλωσσης δολιας.
3 Τι θελει σοι δωσει η τι θελει σοι προσθεσει, η δολια γλωσσα;
4 Τα ηκονημενα βελη του δυνατου, μετα ανθρακων αρκευθου.
5 Ουαι εις εμε, διοτι παροικω εν Μεσεχ, κατοικω εν ταις σκηναις του Κηδαρ·
6 Πολυν καιρον κατωκησεν η ψυχη μου μετα των μισουντων την ειρηνην.
7 Εγω αγαπω την ειρηνην· αλλ' οταν ομιλω, αυτοι ετοιμαζονται δια πολεμον.