1 Ouve, SENHOR, a justiça; atende ao meu clamor; dá ouvidos à minha oração, que não é feita com lábios enganosos.
2 Saia a minha sentença de diante do teu rosto; atendam os teus olhos à razão.
3 Provaste o meu coração; visitaste-me de noite; examinaste-me, e nada achaste; propus que a minha boca não transgredirá.
4 Quanto ao trato dos homens, pela palavra dos teus lábios me guardei das veredas do destruidor.
5 Dirige os meus passos nos teus caminhos, para que as minhas pegadas não vacilem.
6 Eu te invoquei, ó Deus, pois me queres ouvir; inclina para mim os teus ouvidos, e escuta as minhas palavras.
7 Faze maravilhosas as tuas beneficências, ó tu que livras aqueles que em ti confiam dos que se levantam contra a tua destra.
8 Guarda-me como à menina do olho; esconde-me debaixo da sombra das tuas asas,
9 Dos ímpios que me oprimem, dos meus inimigos mortais que me andam cercando.
10 Na sua gordura se encerram, com a boca falam soberbamente.
11 Têm-nos cercado agora nossos passos; e baixaram os seus olhos para a terra;
12 Parecem-se com o leão que deseja arrebatar a sua presa, e com o leãozinho que se põe em esconderijos.
13 Levanta-te, Senhor, detém-no, derriba-o, livra a minha alma do ímpio, com a tua espada;
14 Dos homens com a tua mão, Senhor, dos homens do mundo, cuja porção está nesta vida, e cujo ventre enches do teu tesouro oculto. Estão fartos de filhos e dão os seus sobejos às suas crianças.
15 Quanto a mim, contemplarei a tua face na justiça; eu me satisfarei da tua semelhança quando acordar.
1 Ακουσον, Κυριε, το δικαιον· προσεξον εις την δεησιν μου· ακροασθητι την προσευχην μου, την γινομενην ουχι με χειλη δολια.
2 Ας εξελθη η κρισις μου παρα του προσωπου σου· οι οφθαλμοι σου ας ιδωσι την ευθυτητα.
3 Ηρευνησας την καρδιαν μου· επεσκεφθης αυτην εν καιρω νυκτος· εδοκιμασας με και δεν ηυρες ουδεν εν εμοι· ο στοχασμος μου δεν ειναι διαφορος των λογων μου.
4 Ως προς τα εργα των ανθρωπων, εγω δια των λογων των χειλεων σου εφυλαχθην απο των οδων των παρανομων.
5 Στηριξον τα διαβηματα μου εν ταις οδοις σου, δια να μη σαλευθωσιν οι ποδες μου.
6 Εγω σε επεκαλεσθην, Θεε, διοτι θελεις μου εισακουσει· Κλινον εις εμε το ωτιον σου, ακουσον τους λογους μου.
7 Θαυμαστωσον τα ελεη σου, συ ο σωζων τους ελπιζοντας επι σε εκ των επανισταμενων κατα της δεξιας σου.
8 Φυλαξον με ως κορην οφθαλμου· κρυψον με υπο την σκιαν των πτερυγων σου
9 απ' εμπροσθεν των ασεβων των ταλαιπωρουντων με· οι εχθροι της ψυχης μου με περιεκυκλωσαν.
10 Υπερεπαχυναν· το στομα αυτων λαλει υπερηφανα.
11 Τωρα περιεκυκλωσαν τα διαβηματα ημων· προσηλωσαν τους οφθαλμους αυτων δια να κρημνισωσιν ημας κατα γης·
12 Ως λεων επιθυμων να κατασπαραξη· και ως σκυμνος, καθημενος εν αποκρυφοις.
13 Αναστηθι, Κυριε· προφθασον αυτον, υποσκελισον αυτον· ελευθερωσον την ψυχην μου απο του ασεβους, οστις ειναι η ρομφαια σου·
14 Απο ανθρωπων, Κυριε, της χειρος σου· απο ανθρωπων του κοσμου, οιτινες λαμβανουσι την μεριδα αυτων εν ταυτη τη ζωη, και των οποιων την κοιλιαν γεμιζεις απο των θησαυρων σου· εχορτασαν τους υιους, και αφινουσι τα υπολοιπα αυτων εις τους εγγονους αυτων.
15 Εγω δε εν δικαιοσυνη θελω ιδει το προσωπον σου· θελω χορτασθη απο της θεωριας σου, οταν εξεγερθω.