1 Ouve-me quando eu clamo, ó Deus da minha justiça, na angústia me deste largueza; tem misericórdia de mim e ouve a minha oração.

2 Filhos dos homens, até quando convertereis a minha glória em infâmia? Até quando amareis a vaidade e buscareis a mentira? (Selá.)

3 Sabei, pois, que o Senhor separou para si aquele que é piedoso; o Senhor ouvirá quando eu clamar a ele.

4 Perturbai-vos e não pequeis; falai com o vosso coração sobre a vossa cama, e calai-vos. (Selá.)

5 Oferecei sacrifícios de justiça, e confiai no Senhor.

6 Muitos dizem: Quem nos mostrará o bem? Senhor, exalta sobre nós a luz do teu rosto.

7 Puseste alegria no meu coração, mais do que no tempo em que se lhes multiplicaram o trigo e o vinho.

8 Em paz também me deitarei e dormirei, porque só tu, Senhor, me fazes habitar em segurança.

1 Οταν επικαλωμαι, εισακουε μου Θεε της δικαιοσυνης μου· εν στενοχωρια με επλατυνας· ελεησον με και εισακουσον της προσευχης μου.

2 Υιοι ανθρωπων, εως ποτε μετατρεπετε την δοξαν μου εις καταισχυνην, αγαπατε ματαιοτητα και ζητειτε ψευδος; Διαψαλμα.

3 Αλλα μαθετε οτι εξελεξεν ο Κυριος τον οσιον αυτου· ο Κυριος θελει ακουσει, οταν κραζω προς αυτον.

4 Οργιζεσθε και μη αμαρτανετε· λαλειτε εν ταις καρδιαις υμων επι της κλινης υμων και ησυχαζετε. Διαψαλμα.

5 Θυσιασατε θυσιας δικαιοσυνης και ελπισατε επι τον Κυριον.

6 Πολλοι λεγουσι, Τις θελει δειξει εις ημας το αγαθον; Υψωσον εφ' ημας το φως του προσωπου σου, Κυριε.

7 Εδωκας μεγαλητεραν ευφροσυνην εις την καρδιαν μου, παρ' οσην απολαμβανουσιν αυτοι, οταν πληθυνηται ο σιτος αυτων και ο οινος αυτων.

8 Εν ειρηνη θελω και πλαγιασει και κοιμηθη· διοτι συ μονος, Κυριε, με κατοικιζεις εν ασφαλεια.