1 Και ιδου, ηλθεν ανθρωπος του Θεου εξ Ιουδα εις Βαιθηλ με λογον του Κυριου· ο δε Ιεροβοαμ ιστατο επι του θυσιαστηριου, δια να θυμιαση.
2 Και εφωνησε προς το θυσιαστηριον με λογον του Κυριου, και ειπε, Θυσιαστηριον, θυσιαστηριον, ουτω λεγει Κυριος· Ιδου, υιος θελει γεννηθη εις τον οικον του Δαβιδ, Ιωσιας το ονομα αυτου, και θελει θυσιασει επι σε τους ιερεις των υψηλων τοπων, τους θυμιαζοντας επι σε, και οστα ανθρωπων θελουσι καυθη επι σε.
3 Και εδωκε σημειον την αυτην ημεραν, λεγων, Τουτο ειναι το σημειον, το οποιον ελαλησεν ο Κυριος· Ιδου, το θυσιαστηριον θελει διασχισθη, και η στακτη η επ' αυτου θελει εκχυθη.
4 Και οτε ηκουσεν ο βασιλευς Ιεροβοαμ τον λογον του ανθρωπου του Θεου, τον οποιον εφωνησε προς το θυσιαστηριον εν Βαιθηλ, εξετεινε την χειρα αυτου απο του θυσιαστηριου, λεγων, Συλλαβετε αυτον. Και εξηρανθη η χειρ αυτου, την οποιαν εξετεινεν επ' αυτον, ωστε δεν ηδυνηθη να επιστρεψη αυτην προς εαυτον.
5 Και διεσχισθη το θυσιαστηριον και εξεχυθη η στακτη απο του θυσιαστηριου, κατα το σημειον το οποιον εδωκεν ο ανθρωπος του Θεου δια του λογου του Κυριου.
6 Και απεκριθη ο βασιλευς και ειπε προς τον ανθρωπον του Θεου, Δεηθητι, παρακαλω, Κυριου του Θεου σου και προσευχηθητι υπερ εμου, δια να επιστρεψη η χειρ μου προς εμε. Και εδεηθη ο ανθρωπος του Θεου προς τον Κυριον, και επεστρεψεν η χειρ του βασιλεως προς αυτον και αποκατεσταθη ως το προτερον.
7 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον ανθρωπον του Θεου, Εισελθε μετ' εμου εις τον οικον και λαβε τροφην, και θελω σοι δωσει δωρα.
8 Αλλ' ο ανθρωπος του Θεου ειπε προς τον βασιλεα, Το ημισυ του οικου σου αν μοι δωσης, δεν θελω εισελθει μετα σου· ουδε θελω φαγει αρτον ουδε θελω πιει υδωρ εν τω τοπω τουτω·
9 διοτι ουτως ειναι προστεταγμενον εις εμε δια του λογου του Κυριου, λεγοντος, Μη φαγης αρτον και μη πιης υδωρ και μη επιστρεψης δια της οδου, δια της οποιας ηλθες.
10 Και ανεχωρησε δι' αλλης οδου και δεν επεστρεψε δια της οδου, δια της οποιας ηλθεν εις Βαιθηλ.
11 Κατωκει δε εν Βαιθηλ γερων τις προφητης· και ηλθον οι υιοι αυτου και διηγηθησαν προς αυτον παντα τα εργα, τα οποια εκαμεν ο ανθρωπος του Θεου την ημεραν εκεινην εν Βαιθηλ· διηγηθησαν δε προς τον πατερα αυτων και τους λογους, τους οποιους ελαλησε προς τον βασιλεα.
12 Και ειπε προς αυτους ο πατηρ αυτων, Δια τινος οδου ανεχωρησεν; ειχον δε ιδει οι υιοι αυτου δια τινος οδου ανεχωρησεν ο ανθρωπος του Θεου ο ελθων εξ Ιουδα.
13 Και ειπε προς τους υιους αυτου, Ετοιμασατε μοι την ονον. Και ητοιμασαν εις αυτον την ονον· και εκαθησεν επ' αυτην,
14 και υπηγε κατοπιν του ανθρωπου του Θεου και ευρηκεν αυτον καθημενον υπο δρυν· και ειπε προς αυτον, συ εισαι ο ανθρωπος του Θεου ο ελθων εξ Ιουδα; Ο δε ειπεν, Εγω.
15 Και ειπε προς αυτον, Ελθε μετ' εμου εις την οικιαν και φαγε αρτον.
16 Ο δε ειπε, Δεν δυναμαι να επιστρεψω μετα σου ουδε να ελθω μετα σου· ουδε θελω φαγει αρτον ουδε θελω πιει υδωρ μετα σου εν τω τοπω τουτω·
17 διοτι ελαληθη προς εμε δια του λογου του Κυριου, Μη φαγης αρτον μηδε πιης υδωρ εκει, μηδε επιστρεψης υπαγων δια της οδου δια της οποιας ηλθες.
18 Ειπε δε προς αυτον, Και εγω προφητης ειμαι, καθως συ· και αγγελος ελαλησε προς εμε δια του λογου του Κυριου, λεγων, Επιστρεψον αυτον μετα σου εις την οικιαν σου, δια να φαγη αρτον και να πιη υδωρ. Εψευσθη δε προς αυτον.
19 Και επεστρεψε μετ' αυτου και εφαγεν αρτον εν τω οικω αυτου και επιεν υδωρ.
20 Και ενω εκαθηντο εις την τραπεζαν, ηλθεν ο λογος του Κυριου προς τον προφητην τον επιστρεψαντα αυτον·
21 και εφωνησε προς τον ανθρωπον του Θεου τον ελθοντα εξ Ιουδα, λεγων, Ουτω λεγει Κυριος. Επειδη παρηκουσας της φωνης του Κυριου και δεν εφυλαξας την εντολην, την οποιαν Κυριος ο Θεος σου προσεταξεν εις σε,
22 αλλ' επεστρεψας και εφαγες αρτον και επιες υδωρ εν τω τοπω, περι του οποιου ειπε προς σε, Μη φαγης αρτον μηδε πιης υδωρ· το σωμα σου δεν θελει εισελθει εις τον ταφον των πατερων σου.
23 Και αφου εφαγεν αρτον και αφου επιεν, ητοιμασεν εκεινος την ονον εις αυτον, εις τον προφητην τον οποιον επεστρεψε.
24 Και ανεχωρησεν· ευρε δε αυτον λεων καθ' οδον και εθανατωσεν αυτον· και το σωμα αυτου ητο ερριμμενον εν τη οδω· η δε ονος ιστατο πλησιον αυτου και ο λεων ιστατο πλησιον του σωματος.
25 Και ιδου, ανδρες διαβαινοντες ειδον το σωμα ερριμμενον εν τη οδω και τον λεοντα ισταμενον πλησιον του σωματος· και ελθοντες απηγγειλαν τουτο εν τη πολει, οπου κατωκει ο προφητης ο γερων.
26 Και οτε ηκουσεν ο προφητης ο επιστρεψας αυτον εκ της οδου, ειπεν, Ουτος ειναι ο ανθρωπος του Θεου, οστις παρηκουσε της φωνης του Κυριου· δια τουτο παρεδωκεν αυτον ο Κυριος εις τον λεοντα, και διεσπαραξεν αυτον και εθανατωσεν αυτον, κατα τον λογον του Κυριου, τον οποιον ελαλησε προς αυτον.
27 Και ελαλησε προς τους υιους αυτου, λεγων, Στρωσατε εις εμε την ονον. Και εστρωσαν.
28 Και υπηγε και ευρηκε το σωμα αυτου ερριμμενον εν τη οδω, και την ονον και τον λεοντα ισταμενους πλησιον του σωματος· ο λεων δεν εφαγε το σωμα ουδε διεσπαραξε την ονον.
29 Και εσηκωσεν ο προφητης το σωμα του ανθρωπου του Θεου, και επεθεσεν αυτο επι την ονον, και ανεφερεν αυτον· και ηλθεν εις την πολιν ο προφητης ο γερων, δια να πενθηση και να θαψη αυτον.
30 Και εθεσε το σωμα αυτου εν τω ταφω αυτου· και επενθησαν επ' αυτον, λεγοντες, Φευ αδελφε μου
31 Και αφου εθαψεν αυτον, ελαλησε προς τους υιους αυτου, λεγων, Αφου αποθανω, θαψατε και εμε εν τω ταφω, οπου εταφη ο ανθρωπος του Θεου· θεσατε τα οστα μου πλησιον των οστεων αυτου·
32 διοτι θελει εξαπαντος εκτελεσθη το πραγμα, το οποιον εφωνησε δια του λογου του Κυριου κατα του θυσιαστηριου εν Βαιθηλ και κατα παντων των οικων των υψηλων τοπων, οιτινες ειναι εις τας πολεις της Σαμαρειας.
33 Μετα το πραγμα τουτο δεν επεστρεψεν ο Ιεροβοαμ εκ της οδου αυτου της κακης, αλλ' εκαμε παλιν εκ των εσχατων του λαου ιερεις των υψηλων τοπων· οστις ηθελε, καθιερονεν αυτον, και εγινετο ιερευς των υψηλων τοπων.
34 Και εγεινε το πραγμα τουτο αιτια αμαρτιας εις τον οικον του Ιεροβοαμ, ωστε να εξολοθρευση και να αφανιση αυτον απο προσωπου της γης.
1 Por ordem do Senhor um homem de Deus foi de Judá a Betel, quando Jeroboão estava de pé junto ao altar para queimar incenso.
2 Ele clamou contra o altar, segundo a ordem do Senhor: "Ó altar, ó altar! Assim diz o Senhor: ‘Um filho nascerá na família de Davi e se chamará Josias. Sobre você ele sacrificará os sacerdotes dos altares idólatras que agora queimam incenso aqui, e ossos humanos serão queimados sobre você’ ".
3 Naquele mesmo dia o homem de Deus deu um sinal: "Este é o sinal que o Senhor declarou: O altar se fenderá, e as cinzas que estão sobre ele se derramarão".
4 Quando o rei Jeroboão ouviu o que o homem de Deus proclamava contra o altar de Betel, apontou para ele e ordenou: "Prendam-no! " Mas o braço que ele tinha estendido ficou paralisado, e não voltava ao normal.
5 Além disso, o altar se fendeu, e as suas cinzas se derramaram, conforme o sinal dado pelo homem de Deus por ordem do Senhor.
6 Então o rei disse ao homem de Deus: "Interceda junto ao Senhor, o seu Deus, e ore por mim para que meu braço se recupere". O homem de Deus intercedeu junto ao Senhor, e o braço do rei recuperou-se e voltou ao normal.
7 O rei disse ao homem de Deus: "Venha à minha casa e coma algo, e eu o recompensarei".
8 Mas o homem de Deus respondeu ao rei: "Mesmo que me desse a metade dos seus bens, eu não iria com você, nem comeria nem beberia nada neste lugar.
9 Pois recebi estas ordens pela palavra do Senhor: ‘Não coma pão nem beba água nem volte pelo mesmo caminho por onde veio’ ".
10 Por isso, quando ele voltou, não foi pelo caminho pelo qual tinha vindo a Betel.
11 Ora, havia um certo profeta, já idoso, morando em Betel. Seus filhos lhe contaram tudo o que o homem de Deus havia feito naquele dia e também o que ele dissera ao rei.
12 O pai lhes perguntou: "Por qual caminho ele foi? " E os seus filhos lhe mostraram por onde tinha ido o homem de Deus que viera de Judá.
13 Então disse aos filhos: "Selem o jumento para mim". E, depois de selarem o jumento, ele montou
14 e cavalgou à procura do homem de Deus, até que o encontrou sentado embaixo da Grande Árvore. E lhe perguntou: "Você é o homem de Deus que veio de Judá? " "Sou", respondeu.
15 Então o profeta lhe disse: "Venha à minha casa, comer alguma coisa".
16 O homem de Deus disse: "Não posso ir com você, nem posso comer pão ou beber água neste lugar.
17 A palavra do Senhor deu-me esta ordem: ‘Não coma pão nem beba água lá, nem volte pelo mesmo caminho por onde você foi’ ".
18 O profeta idoso respondeu: "Eu também sou profeta como você. E um anjo me disse por ordem do Senhor: ‘Faça-o voltar com você para a sua casa para que coma pão e beba água’ ". Mas ele estava mentindo.
19 E o homem de Deus voltou com ele e foi comer e beber em sua casa.
20 Enquanto ainda estavam sentados à mesa, a palavra do Senhor veio ao profeta idoso que o havia feito voltar.
21 Ele bradou ao homem de Deus que tinha vindo de Judá: "Assim diz o Senhor: ‘Você desafiou a palavra do Senhor e não obedeceu à ordem que o Senhor, o seu Deus, lhe deu.
22 Você voltou e comeu pão e bebeu água no lugar onde ele lhe falou que não comesse nem bebesse. Por isso o seu corpo não será sepultado no túmulo dos seus antepassados’ ".
23 Quando o homem de Deus acabou de comer e beber, o outro profeta selou seu jumento para ele.
24 No caminho, um leão o atacou e o matou, e o seu corpo ficou estendido no chão, ao lado do leão e do jumento.
25 Algumas pessoas que passaram viram o cadáver estendido ali, com o leão ao lado, e foram dar a notícia na cidade onde o profeta idoso vivia.
26 Quando o outro profeta soube disso, exclamou: "É o homem de Deus que desafiou a palavra do Senhor! O Senhor o entregou ao leão, que o feriu e o matou, conforme a palavra do Senhor o tinha advertido".
27 O profeta disse aos seus filhos: "Selem o jumento para mim", e eles o fizeram.
28 Ele foi e encontrou o cadáver caído no caminho, com o jumento e o leão ao seu lado. O leão não tinha comido o corpo nem ferido o jumento.
29 O profeta apanhou o corpo do homem de Deus, colocou-o sobre o jumento, e o levou de volta para Betel, a fim de chorar por ele e sepultá-lo.
30 Ele o pôs no seu próprio túmulo, e lamentaram por ele, exclamando: "Ah, meu irmão! "
31 Depois de sepultá-lo, disse aos seus filhos: "Quando eu morrer, enterrem-me no túmulo onde está sepultado o homem de Deus; ponham os meus ossos ao lado dos ossos dele.
32 Pois a mensagem que declarou por ordem do Senhor contra o altar de Betel e contra todos os altares idólatras das cidades de Samaria certamente se cumprirá".
33 Mesmo depois disso Jeroboão não mudou o seu mau procedimento, mas continuou a nomear dentre o povo sacerdotes para os altares idólatras. Ele consagrava para esses altares todo aquele que quisesse tornar-se sacerdote.
34 Esse foi o pecado da família de Jeroboão, que levou à sua queda e à sua eliminação da face da terra.