1 Οι δε Φιλισταιοι ελαβον την κιβωτον του Θεου και εφεραν αυτην απο Εβεν-εζερ εις Αζωτον.
2 Και ελαβον οι Φιλισταιοι την κιβωτον του Θεου και εφεραν αυτην εις τον οικον του Δαγων, και εθεσαν αυτην πλησιον του Δαγων.
3 Και οτε οι Αζωτιοι εσηκωθησαν ενωρις την επαυριον, ιδου, ο Δαγων πεσμενος κατα προσωπον αυτου επι της γης ενωπιον της κιβωτου του Κυριου. Και λαβοντες τον Δαγων, κατεστησαν αυτον εις τον τοπον αυτου.
4 Και την επαυριον οτε εσηκωθησαν ενωρις το πρωι, ιδου, ο Δαγων πεσμενος κατα προσωπον αυτου επι της γης ενωπιον της κιβωτου του Κυριου· και η κεφαλη του Δαγων και αι δυο παλαμαι των χειρων αυτου αποκεκομμεναι επι του κατωφλιου· μονον ο κορμος του Δαγων εναπεμεινεν εις αυτον.
5 Δια τουτο εν τη Αζωτω οι ιερεις του Δαγων, και πας ο εισερχομενος εις τον οικον του Δαγων, δεν πατουσιν εις το κατωφλιον του Δαγων εως της ημερας ταυτης.
6 Και επεβαρυνθη η χειρ του Κυριου επι τους Αζωτιους, και εξωλοθρευσεν αυτους και επαταξεν αυτους με αιμορροιδας, την Αζωτον και τα ορια αυτης.
7 Και οτε ειδον οι ανδρες της Αζωτου οτι εγεινεν ουτως, ειπον, Η κιβωτος του Θεου του Ισραηλ δεν θελει κατοικει μεθ' ημων· διοτι η χειρ αυτου εσκληρυνθη εφ' ημας και επι τον Δαγων τον θεον ημων.
8 Οθεν αποστειλαντες εσυναξαν προς εαυτους παντας τους σατραπας των Φιλισταιων και ειπον, Τι θελομεν καμει εις την κιβωτον του Θεου του Ισραηλ; οι δε ειπον, Η κιβωτος του Θεου του Ισραηλ ας μετακομισθη εις Γαθ. Και μετεκομισαν την κιβωτον του Θεου του Ισραηλ.
9 Αφου δε μετεκομισαν αυτην, η χειρ του Κυριου ητο εναντιον της πολεως με ολεθρον μεγαν σφοδρα· και επαταξε τους ανδρας της πολεως, απο μικρου εως μεγαλου, και εξεφυησαν εις αυτους αιμορροιδες.
10 Δια τουτο απεστειλαν την κιβωτον του Θεου εις Ακκαρων. Και ως ηλθεν η κιβωτος του Θεου εις Ακκαρων, οι Ακκαρωνιται εβοησαν, λεγοντες, Εφεραν την κιβωτον του Θεου του Ισραηλ εις ημας, δια να θανατωση ημας και τον λαον ημων.
11 Και αποστειλαντες εσυναξαν παντας τους σατραπας των Φιλισταιων και ειπον, Αποπεμψατε την κιβωτον του Θεου του Ισραηλ, και ας επιστρεψη εις τον τοπον αυτης, δια να μη θανατωση ημας και τον λαον ημων· διοτι ητο τρομος θανατου εφ' ολην την πολιν· η χειρ του Θεου ητο εκει βαρεια σφορα.
12 Και οι ανδρες οσοι δεν απεθανον, εκτυπηθησαν απο αιμορροιδας· και η κραυγη της πολεως ανεβη εις τον ουρανον.
1 Depois que os filisteus tomaram a arca de Deus, eles a levaram de Ebenézer para Asdode.
2 E a colocaram dentro do templo de Dagom, ao lado de sua estátua.
3 Quando o povo de Asdode se levantou na madrugada do dia seguinte, lá estava Dagom caído, rosto em terra, diante da arca do Senhor! Eles levantaram Dagom e o colocaram de volta em seu lugar.
4 Mas, na manhã seguinte, quando se levantaram de madrugada, lá estava Dagom caído, rosto em terra, diante da arca do Senhor! Sua cabeça e mãos tinham sido quebradas e estavam sobre a soleira; só o seu corpo ficou no lugar.
5 Por isso, até hoje, os sacerdotes de Dagom e todos os que entram em seu templo, em Asdode, não pisam na soleira.
6 Depois disso a mão do Senhor pesou sobre o povo de Asdode e dos arredores, trazendo devastação sobre eles e afligindo-os com tumores.
7 Quando os homens de Asdode viram o que estava acontecendo, disseram: "A arca do deus de Israel não deve ficar aqui conosco, pois a mão dele pesa sobre nós e sobre nosso deus Dagom".
8 Então reuniram todos os governantes dos filisteus e lhes perguntaram: "O que faremos com a arca do deus de Israel? " Eles responderam: "Levem a arca do deus de Israel para Gate". E então levaram a arca do Deus de Israel.
9 Mas, quando a arca chegou, a mão do Senhor castigou aquela cidade, e trouxe-lhe grande pânico. Ele afligiu o povo da cidade, jovens e velhos, com uma epidemia de tumores.
10 Então enviaram a arca de Deus para Ecrom. Quando a arca de deus estava entrando na cidade de Ecrom, o povo começou a gritar: "Eles trouxeram a arca do deus de Israel para cá afim de matar a nós e a nosso povo".
11 Então reuniram todos os governantes dos filisteus e disseram: "Levem embora a arca do deus de Israel; que ela volte ao seu lugar; caso contrário ela matará a nós e a nosso povo". Pois havia pânico mortal em toda a cidade; a mão de Deus pesava muito sobre ela.
12 Aqueles que não morreram foram afligidos com tumores, e o clamor da cidade subiu até o céu.