1 Και ηλθον οι ανδρες της Κιριαθ-ιαρειμ, και ανεβιβασαν την κιβωτον του Κυριου και εφεραν αυτην εις τον οικον του Αβιναδαβ επι τον λοφον, και Ελεαζαρ τον υιον αυτου καθιερωσαν, δια να φυλαττη την κιβωτον του Κυριου.
2 Και αφ' ης ημερας ετεθη η κιβωτος εν Κιριαθ-ιαρειμ, παρηλθε καιρος πολυς· και εγειναν εικοσι ετη· και πας ο οικος Ισραηλ εστεναζεν, αναζητων τον Κυριον.
3 Και ειπε Σαμουηλ προς παντα τον οικον Ισραηλ, λεγων, Εαν σεις επιστρεφητε εξ ολης υμων της καρδιας προς τον Κυριον, αποβαλετε εκ μεσου υμων τους Θεους τους αλλοτριους και τας Ασταρωθ, και ετοιμασατε τας καρδιας υμων προς τον Κυριον και αυτον μονον λατρευετε· και θελει ελευθερωσει υμας εκ χειρος των Φιλισταιων.
4 Τοτε απεβαλον οι υιοι Ισραηλ τους Βααλειμ και τας Ασταρωθ και ελατρευσαν τον Κυριον μονον.
5 Και ειπε Σαμουηλ, Συναξατε παντα τον Ισραηλ εις Μισπα, και θελω προσευχηθη υπερ υμων προς τον Κυριον.
6 Και συνηχθησαν ομου εις Μισπα, και ηντλησαν υδωρ και εξεχεαν ενωπιον του Κυριου, και ενηστευσαν την ημεραν εκεινην και ειπον εκει, Ημαρτησαμεν εις τον Κυριον. Και εκρινεν ο Σαμουηλ τους υιους Ισραηλ εν Μισπα.
7 Οτε δε ηκουσαν οι Φιλισταιοι οτι συνηθροισθησαν οι υιοι Ισραηλ εις Μισπα ανεβησαν οι σατραπαι των Φιλισταιων κατα του Ισραηλ. Και ακουσαντες οι υιοι Ισραηλ, εφοβηθησαν απο προσωπου των Φιλισταιων.
8 Και ειπον οι υιοι Ισραηλ προς τον Σαμουηλ, Μη παυσης βοων υπερ ημων προς Κυριον τον Θεον ημων, δια να σωση ημας εκ χειρος των Φιλισταιων.
9 Και ελαβεν ο Σαμουηλ εν αρνιον γαλαθηνον, και προσεφερεν ολοκληρον ολοκαυτωμα εις τον Κυριον· και εβοησεν ο Σαμουηλ προς τον Κυριον υπερ του Ισραηλ· και επηκουσεν αυτου ο Κυριος.
10 Και ενω προσεφερεν ο Σαμουηλ το ολοκαυτωμα, επλησιασαν οι Φιλισταιοι δια να πολεμησωσι κατα του Ισραηλ· και εβροντησεν ο Κυριος εν φωνη μεγαλη την ημεραν εκεινην επι τους Φιλισταιους και κατετροπωσεν αυτους· και εκτυπηθησαν εμπροσθεν του Ισραηλ.
11 Και εξηλθον οι ανδρες Ισραηλ εκ Μισπα, και κατεδιωξαν τους Φιλισταιους και επαταξαν αυτους, εως υποκατω της Βαιθ-χαρ.
12 Τοτε ελαβεν ο Σαμουηλ ενα λιθον και εστησε μεταξυ Μισπα και Σεν και εκαλεσε το ονομα αυτου Εβεν-εζερ, λεγων, Μεχρι τουδε εβοηθησεν ημας ο Κυριος.
13 Και εταπεινωθησαν οι Φιλισταιοι και δεν ηλθον πλεον εις τα ορια του Ισραηλ· και ητο η χειρ του Κυριου κατα των Φιλισταιων πασας τας ημερας του Σαμουηλ.
14 Και αι πολεις, τας οποιας οι Φιλισταιοι ειχον λαβει απο του Ισραηλ, απεδοθησαν εις τον Ισραηλ, απο Ακκαρων εως Γαθ· και ηλευθερωσεν ο Ισραηλ τα ορια αυτων εκ χειρος των Φιλισταιων. Και ητο ειρηνη μεταξυ Ισραηλ και Αμορραιων.
15 Και εκρινεν ο Σαμουηλ τον Ισραηλ πασας τας ημερας της ζωης αυτου·
16 και επορευετο κατ' ετος περιερχομενος εις Βαιθηλ και Γαλγαλα και Μισπα και εκρινε τον Ισραηλ εν πασι τοις τοποις τουτοις·
17 η δε επιστροφη αυτου ητο εις Ραμα· διοτι εκει ητο ο οικος αυτου και εκει εκρινε τον Ισραηλ· εκει προσετι ωκοδομησε θυσιαστηριον εις τον Κυριον.
1 Então, os homens de Quiriate-Jearim vieram para levar a arca do Senhor. Eles a levaram para a casa de Abinadabe, na colina, e consagraram seu filho Eleazar para guardar a arca do Senhor.
2 A arca permaneceu em Quiriate-Jearim muito tempo; foram vinte anos. E todo o povo de Israel buscava o Senhor com súplicas.
3 E Samuel disse a toda a nação de Israel: "Se vocês querem voltar-se para o Senhor de todo o coração, livrem-se então dos deuses estrangeiros e dos postes sagrados, consagrem-se ao Senhor e prestem culto somente a ele, e ele os libertará das mãos dos filisteus".
4 Assim, os israelitas se livraram dos baalins e dos postes sagrados, e começaram a prestar culto somente ao Senhor.
5 E Samuel prosseguiu: "Reúnam todo Israel em Mispá, e eu intercederei ao Senhor a favor de vocês".
6 Quando eles se reuniram em Mispá, tiraram água e a derramaram perante o Senhor. Naquele dia jejuaram e disseram ali: "Temos pecado contra o Senhor". E foi em Mispá que Samuel liderou os israelitas como juiz.
7 Quando os filisteus souberam que os israelitas estavam reunidos em Mispá, os governantes dos filisteus saíram para atacá-los. Quando os israelitas souberam disso, ficaram com medo dos filisteus.
8 E disseram a Samuel: "Não pare de clamar por nós ao Senhor nosso Deus, para que nos salve das mãos dos filisteus".
9 Então Samuel pegou um cordeiro ainda não desmamado e o ofereceu inteiro como holocausto ao Senhor. Ele clamou ao Senhor em favor de Israel, e o Senhor lhe respondeu.
10 Enquanto Samuel oferecia o holocausto, os filisteus se aproximaram para combater Israel. Naquele dia, porém, o Senhor trovejou com fortíssimo estrondo contra os filisteus e os colocou em pânico. Então foram derrotados por Israel.
11 Os soldados de Israel saíram de Mispá e perseguiram os filisteus até um lugar abaixo de Bete-Car, matando-os pelo caminho.
12 Então Samuel pegou uma pedra e a ergueu entre Mispá e Sem; e deu-lhe o nome de Ebenézer, dizendo: "Até aqui o Senhor nos ajudou".
13 Assim os filisteus foram dominados e não voltaram a invadir o território israelita. A mão do Senhor opôs-se aos filisteus durante toda a vida de Samuel.
14 As cidades que os filisteus haviam conquistado, foram devolvidas a Israel, desde Ecrom até Gate. Israel libertou os territórios ao redor delas do poder dos filisteus. E houve também paz entre Israel e os amorreus.
15 Samuel continuou como juiz de Israel durante todos os dias de sua vida.
16 A cada ano percorria Betel, Gilgal, e Mispá, decidindo as questões de Israel em todos esses lugares.
17 Mas sempre retornava a Ramá, onde ficava sua casa; ali ele liderava Israel como juiz e naquele lugar construiu um altar em honra do Senhor.