1 Μετα τα πραγματα ταυτα εμεγαλυνεν ο βασιλευς Ασσουηρης τον Αμαν, τον υιον του Αμμεδαθα του Αγαγιτου, και υψωσεν αυτον και εθεσε τον θρονον αυτου υπερανω παντων των αρχοντων των περι αυτον.
2 Και παντες οι δουλοι του βασιλεως, οι εν τη βασιλικη πυλη, εκλινον και προσεκυνουν τον Αμαν· διοτι ουτω προσεταξεν ο βασιλευς περι αυτου. Ο Μαροδοχαιος ομως δεν εκλινε και δεν προσεκυνει αυτον.
3 Και ειπον οι δουλοι του βασιλεως, οι εν τη βασιλικη πυλη, προς τον Μαροδοχαιον, Δια τι συ παραβαινεις την προσταγην του βασιλεως;
4 Αφου δε καθ' ημεραν ελεγον προς αυτον, και εκεινος δεν υπηκουεν εις αυτους, απηγγειλαν τουτο προς τον Αμαν, δια να ιδωσιν αν οι λογοι του Μαροδοχαιου ησαν στερεοι· διοτι ειχε φανερωσει προς αυτους οτι ητο Ιουδαιος.
5 Και οτε ο Αμαν ειδεν οτι ο Μαροδοχαιος δεν εκλινε και δεν προσεκυνει αυτον, ενεπλησθη θυμου ο Αμαν.
6 Και εστοχασθη ταπεινον να βαλη χειρα επι μονον τον Μαροδοχαιον· διοτι ειχον φανερωσει προς αυτον τον λαον του Μαροδοχαιου· οθεν εζητει ο Αμαν να αφανιση παντας τους Ιουδαιους τους εν παντι τω βασιλειω του Ασσουηρου, τον λαον του Μαροδοχαιου.
7 Και εν τω πρωτω μηνι, ουτος ειναι ο μην Νισαν, εν τω δωδεκατω ετει του βασιλεως Ασσουηρου, ερριψαν φουρ, ηγουν κληρον, ενωπιον του Αμαν, απο ημερας εις ημεραν και απο μηνος εις μηνα, μεχρι του δωδεκατου μηνος, ουτος ειναι ο μην Αδαρ.
8 Και ειπεν ο Αμαν προς τον βασιλεα Ασσουηρην, Υπαρχει τις λαος διεσπαρμενος και διακεχωρισμενος μεταξυ των λαων κατα πασας τας επαρχιας του βασιλειου σου· και οι νομοι αυτων διαφοροι των νομων παντων των λαων, και δεν φυλαττουσι τους νομους του βασιλεως· οθεν δεν αρμοζει εις τον βασιλεα να υποφερη αυτους·
9 εαν ηναι αρεστον εις τον βασιλεα, ας γραφη να εξολοθρευθωσι και εγω θελω μετρησει δεκα χιλιαδας ταλαντων αργυριου εις τας χειρας των οικονομων δια να φερωσιν εις τα θησαυροφυλακια του βασιλεως.
10 Και εκβαλων ο βασιλευς το δακτυλιδιον αυτου απο της χειρος αυτου, εδωκεν αυτο εις τον Αμαν τον υιον του Αμμεδαθα του Αγαγιτου, τον εχθρον των Ιουδαιων,
11 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Αμαν· το αργυριον διδεται εις σε, και ο λαος, δια να καμης εις αυτον οπως σοι αρεσκει.
12 Και προσεκληθησαν οι γραμματεις του βασιλεως την δεκατην τριτην ημεραν του πρωτου μηνος, και εγραφη κατα παντα οσα προσεταξεν ο Αμαν, προς τους σατραπας του βασιλεως και προς τους διοικητας τους κατα πασαν επαρχιαν και προς τους αρχοντας εκαστου λαου πασης επαρχιας κατα το γραφειν αυτων, και προς εκαστον λαον κατα την γλωσσαν αυτων· εν ονοματι του βασιλεως Ασσουηρου εγραφη και εσφραγισθη με το δακτυλιδιον του βασιλεως.
13 Και εσταλησαν γραμματα δια ταχυδρομων εις πασας τας επαρχιας του βασιλεως, δια να αφανισωσι, να φονευσωσι και να εξολοθρευσωσι παντας τους Ιουδαιους, νεους και γεροντας, νηπια και γυναικας, εν μια ημερα, την δεκατην τριτην του δωδεκατου μηνος, ουτος ειναι ο μην Αδαρ, και να διαρπασωσι τα υπαρχοντα αυτων.
14 Το αντιγραφον της επιστολης, το προς διαδοσιν του προσταγματος κατα πασαν επαρχιαν, εδημοσιευθη προς παντας τους λαους, δια να ηναι ετοιμοι εν εκεινη τη ημερα.
15 Οι ταχυδρομοι εξηλθον, σπευδοντες δια την προσταγην του βασιλεως, και η διαταγη εξεδοθη εν Σουσοις τη βασιλευουση. Ο δε βασιλευς και ο Αμαν εκαθησαν να συμποσιασωσιν· η δε πολις Σουσα ητο εν αμηχανια.
1 Depois desses acontecimentos, o rei Xerxes honrou a Hamã, filho de Hamedata, descendente de Agague, promovendo-o e dando-lhe uma posição mais elevada do que a de todos os demais nobres.
2 Todos os oficiais do palácio real curvavam-se e prostravam-se diante de Hamã, conforme as ordens do rei. Mardoqueu, porém, não se curvava nem se prostrava diante dele.
3 Então os oficiais do palácio real perguntaram a Mardoqueu: "Por que você desobedece à ordem do rei? "
4 Dia após dia eles lhe falavam, mas ele não lhes dava atenção e dizia que era judeu. Então contaram tudo a Hamã para ver se o comportamento de Mardoqueu seria tolerado.
5 Quando Hamã viu que Mardoqueu não se curvava nem se prostrava, ficou muito irado.
6 Contudo, sabendo quem era o povo de Mardoqueu, achou que não bastava matá-lo. Em vez disso, Hamã procurou uma forma de exterminar todos os judeus, o povo de Mardoqueu, em todo o império de Xerxes.
7 No primeiro mês do décimo segundo ano do reinado do rei Xerxes, no mês de nisã, lançaram o pur, isto é a sorte, na presença de Hamã para escolher um dia e um mês para executar o plano, e foi sorteado o décimo segundo mês, o mês de adar.
8 Então Hamã disse ao rei Xerxes: "Existe certo povo disperso e espalhado entre os povos de todas as províncias de teu império, cujos costumes são diferentes dos de todos os outros povos e que não obedecem às leis do rei; não convém ao rei tolerá-los.
9 Se for do agrado do rei, que se decrete a destruição deles; e colocarei trezentas e cinqüenta toneladas de prata na tesouraria real à disposição para que se execute esse trabalho".
10 Então o rei tirou seu anel-selo do dedo, deu-o a Hamã, o inimigo dos judeus, filho de Hamedata, descendente de Agague, e lhe disse:
11 "Fique com a prata e faça com o povo o que você achar melhor".
12 Assim, no décimo terceiro dia do primeiro mês os secretários do rei foram convocados. Hamã ordenou que escrevessem cartas na língua e na escrita de cada povo aos sátrapas do rei, aos governadores das várias províncias e aos chefes de cada povo. Tudo foi escrito em nome do rei Xerxes e selado com o seu anel.
13 As cartas foram enviadas por mensageiros a todas as províncias do império com a ordem de exterminar e aniquilar completamente todos os judeus, jovens e idosos, mulheres e crianças, num único dia, o décimo terceiro dia do décimo segundo mês, o mês de adar, e de saquear os seus bens.
14 Uma cópia do decreto deveria ser publicada como lei em cada província e levada ao conhecimento do povo de cada nação, a fim de que estivessem prontos para aquele dia.
15 Por ordem do rei, os mensageiros saíram às pressas, e o decreto foi publicado na cidadela de Susã. O rei e Hamã assentaram-se para beber, mas a cidade de Susã estava confusa.