1 Μετα ταυτα ειπε προς τον Μωυσην, Αναβα προς τον Κυριον, συ και Ααρων, Ναδαβ και Αβιουδ, και εβδομηκοντα εκ των πρεσβυτερων του Ισραηλ, και προσκυνησατε μακροθεν·
2 και ο Μωυσης μονος θελει πλησιασει προς τον Κυριον, αυτοι ομως δεν θελουσι πλησιασει ουδε ο λαος θελει αναβη μετ' αυτου.
3 Και ηλθεν ο Μωυσης και διηγηθη προς τον λαον παντας τους λογους του Κυριου και παντα τα δικαιωματα αυτου· απεκριθη δε πας ο λαος ομοφωνως και ειπε, Παντας τους λογους, τους οποιους ελαλησεν ο Κυριος, θελομεν καμει.
4 Και εγραψεν ο Μωυσης παντας τους λογους του Κυριου· και σηκωθεις ενωρις το πρωι, ωκοδομησε θυσιαστηριον υπο το ορος, και εστησε δωδεκα στηλας κατα τας δωδεκα φυλας του Ισραηλ.
5 Και απεστειλε τους νεανισκους των υιων Ισραηλ, και προσεφεραν ολοκαυτωματα και εθυσιασαν θυσιας ειρηνικας εις τον Κυριον, μοσχαρια.
6 Λαβων δε ο Μωυσης το ημισυ του αιματος, εβαλεν εις λεκανας· και το ημισυ του αιματος ερραντισεν επι το θυσιαστηριον.
7 Επειτα λαβων το βιβλιον της διαθηκης, ανεγνωσεν εις τα ωτα του λαου· οι δε ειπον, Παντα οσα ελαλησεν ο Κυριος, θελομεν καμνει και θελομεν υπακουει.
8 Και λαβων ο Μωυσης το αιμα, ερραντισεν επι τον λαον, και ειπεν, Ιδου, το αιμα της διαθηκης, την οποιαν ο Κυριος εκαμε προς εσας κατα παντας τουτους τους λογους.
9 Τοτε ανεβη Μωυσης και Ααρων, Ναδαβ και Αβιουδ και εβδομηκοντα εκ των πρεσβυτερων του Ισραηλ·
10 και ειδον τον Θεον του Ισραηλ· και υπο τους ποδας αυτου ως εδαφος εστρωμενον εκ λιθου σαπφειρου και ως το στερεωμα του ουρανου κατα την καθαροτητα·
11 και επι τους εκλεκτους των υιων Ισραηλ δεν εβαλε την χειρα αυτου· και ειδον τον Θεον, και εφαγον και επιον.
12 Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Αναβα προς εμε εις το ορος και εσο εκει· και θελω σοι δωσει τας πλακας τας λιθινας, και τον νομον, και τας εντολας τας οποιας εγραψα, δια να διδασκης αυτους.
13 Και εσηκωθη ο Μωυσης μετα Ιησου του θεραποντος αυτου, και ανεβη ο Μωυσης επι το ορος του Θεου.
14 Προς δε τους πρεσβυτερους ειπε, Περιμενετε ημας εδω, εωσου επιστρεψωμεν προς εσας· και ιδου, Ααρων και Ωρ ειναι μεθ' υμων· εαν τις εχη υποθεσιν, ας ερχηται προς αυτους.
15 Ο Μωυσης λοιπον ανεβη επι το ορος, και η νεφελη εσκεπασε το ορος.
16 Και εκαθησεν η δοξα του Κυριου επι του ορους Σινα, και η νεφελη εσκεπασεν αυτο εξ ημερας· και την εβδομην ημεραν εκαλεσεν ο Κυριος τον Μωυσην εκ μεσου της νεφελης.
17 Και η θεα της δοξης του Κυριου ητο, εις τους οφθαλμους των υιων Ισραηλ, ως πυρ κατατρωγον επι της κορυφης του ορους.
18 Και εισηλθεν ο Μωυσης εις το μεσον της νεφελης και ανεβη επι το ορος· και εσταθη ο Μωυσης επι του ορους τεσσαρακοντα ημερας και τεσσαρακοντα νυκτας.
1 Depois Deus disse a Moisés: "Subam o monte para encontrar-se com o Senhor, você e Arão, Nadabe e Abiú, e setenta autoridades de Israel. Adorem à distância.
2 Somente Moisés se aproximará do Senhor; os outros não. O povo também não subirá com ele".
3 Quando Moisés se dirigiu ao povo e transmitiu-lhes todas as palavras e ordenanças do Senhor, eles responderam em uníssono: "Faremos tudo o que o Senhor ordenou".
4 Moisés, então, escreveu tudo o que o Senhor dissera. Na manhã seguinte Moisés levantou-se, construiu um altar ao pé do monte e ergueu doze colunas de pedra, representando as doze tribos de Israel.
5 Em seguida enviou jovens israelitas, que ofereceram holocaustos e novilhos como sacrifícios de comunhão ao Senhor.
6 Moisés colocou metade do sangue em tigelas e a outra metade derramou sobre o altar.
7 Em seguida, leu o Livro da Aliança para o povo, e eles disseram: "Faremos fielmente tudo o que o Senhor ordenou".
8 Depois Moisés aspergiu o sangue sobre o povo, dizendo: "Este é o sangue da aliança que o Senhor fez com vocês de acordo com todas essas palavras".
9 Moisés, Arão, Nadabe, Abiú e setenta autoridades de Israel subiram
10 e viram o Deus de Israel, sob cujos pés havia algo semelhante a um pavimento de safira, como o céu em seu esplendor.
11 Deus, porém, não estendeu a mão para punir esses líderes do povo de Israel; eles viram a Deus, e depois comeram e beberam.
12 Disse o Senhor a Moisés: "Suba a mim, ao monte, e fique aqui; e lhe darei as tábuas de pedra com a lei e os mandamentos que escrevi para a instrução do povo".
13 Moisés partiu com Josué, seu auxiliar, e subiu ao monte de Deus.
14 Disse ele às autoridades de Israel: "Esperem-nos aqui, até que retornemos. Arão e Hur ficarão com vocês; quem tiver alguma questão para resolver, poderá procurá-los".
15 Quando Moisés subiu, a nuvem cobriu o monte,
16 e a glória do Senhor permaneceu sobre o monte Sinai. Durante seis dias a nuvem cobriu o monte. No sétimo dia o Senhor chamou Moisés do interior da nuvem.
17 Aos olhos dos israelitas a glória do Senhor parecia um fogo consumidor no topo do monte.
18 Moisés entrou na nuvem e foi subindo o monte. E permaneceu no monte quarenta dias e quarenta noites.