1 Εν εκεινη τη ημερα θελει παιδευσει ο Κυριος, δια της μαχαιρας αυτου της σκληρας και μεγαλης και δυνατης, τον Λευιαθαν, τον λοξοβατην οφιν, ναι, τον Λευιαθαν, τον σκολιον οφιν· και θελει αποκτεινει τον δρακοντα τον εν τη θαλασση.
2 Εν εκεινη τη ημερα ψαλλετε προς αυτην, Αμπελος αγαπητη·
3 εγω ο Κυριος θελω φυλαττει αυτην· κατα πασαν στιγμην θελω ποτιζει αυτην· δια να μη βλαψη αυτην μηδεις, νυκτα και ημεραν θελω φυλαττει αυτην·
4 οργη δεν ειναι εν εμοι· τις ηθελεν αντιταξει εναντιον μου τριβολους και ακανθας εν τη μαχη; ηθελον περασει δια μεσου αυτων, ηθελον κατακαυσει ταυτα ομου·
5 η ας πιασθη απο της δυναμεως μου, δια να καμη ειρηνην μετ' εμου· και θελει καμει μετ' εμου ειρηνην.
6 Εις το ερχομενον θελει ριζωσει τον Ιακωβ· ο Ισραηλ θελει ανθησει και βλαστησει και γεμισει το προσωπον της οικουμενης απο καρπων.
7 Μηπως επαταξεν αυτον, καθως επαταξε τους παταξαντας αυτον; η εθανατωθη κατα τον θανατον των θανατωθεντων υπ' αυτου;
8 Με μετρον θελεις διαμαχησει μετ' αυτης, οταν αποβαλης αυτην· συμμετρει τον σφοδρον αυτου ανεμον εν τη ημερα του ανατολικου ανεμου.
9 Οθεν με τουτο θελει καθαρισθη η ανομια του Ιακωβ· και τουτο θελει εισθαι απας ο καρπος, να εξαλειφθη η αμαρτια αυτου, οταν κατασυντριψη παντας τους λιθους των βωμων ως λεπτον κονιορτον ασβεστου, και τα αλση και τα ειδωλα δεν μενωσι πλεον ορθια.
10 Διοτι η ωχυρωμενη πολις θελει ερημωθη, η κατοικια θελει παραιτηθη και εγκαταλειφθη ως ερημος· εκει θελει βοσκηθη το μοσχαριον και εκει θελει αναπαυθη και καταφαγει τους κλαδους αυτης.
11 Οταν οι κλαδοι αυτης ξηρανθωσι, θελουσιν αποκοπη· αι γυναικες θελουσιν ελθει και κατακαυσει αυτους· διοτι ειναι λαος ασυνετος· οθεν ο ποιησας αυτον δεν θελει οικτειρει αυτον και ο πλασας αυτον δεν θελει ελεησει αυτον.
12 Και εν εκεινη τη ημερα ο Κυριος θελει εκτιναξει απο της διωρυγος του ποταμου εως του ρευματος της Αιγυπτου, και σεις θελετε συναχθη καθ' ενα εκαστος, σεις υιοι Ισραηλ.
13 Και εν εκεινη τη ημερα θελει σαλπιγχθη μεγαλη σαλπιγξ, και θελουσιν ελθει οι καταφθειρομενοι εν τη γη της Ασσυριας και οι αποδεδιωγμενοι εν τη γη της Αιγυπτου, και θελουσι λατρευσει τον Κυριον επι του ορους του αγιου εν Ιερουσαλημ.
1 Naquele dia, o Senhor com sua espada severa, longa e forte, castigará o Leviatã, serpente veloz, o Leviatã, serpente tortuosa; matará no mar a serpente aquática.
2 Naquele dia, cantem sobre a vinha frutífera:
3 "Eu, o Senhor, sou o seu vigia, rego-a constantemente e a protejo dia e noite para impedir que lhe façam dano.
4 Não estou irado. Se espinheiros e roseiras bravas me enfrentassem, eu marcharia contra eles em combate e poria fogo neles todos.
5 Se não, que venham buscar refúgio em mim; que façam as pazes comigo. Sim, que façam as pazes comigo".
6 Nos dias vindouros Jacó lançará raízes, Israel terá botões e flores e encherá o mundo de frutos.
7 Acaso o Senhor o feriu como feriu aqueles que o feriram? Acaso ele foi morto como foram mortos os que o feriram?
8 Pelo desterro e pelo exílio o julga, com seu sopro violento ele o expulsa, como num dia de rajadas do vento oriental.
9 Assim será perdoada a maldade de Jacó, e será este o fruto da remoção do seu pecado: Quando ele fizer com que as pedras do altar sejam esmigalhadas e fiquem como pó de giz, os postes sagrados e os altares de incenso não ficarão de pé.
10 A cidade fortificada está abandonada, desabitada e esquecida como o deserto; ali os bezerros pastam e se deitam, e desfolham os seus ramos.
11 Quando os seus ramos estão secos e quebram-se, as mulheres fazem fogo com eles, pois esse é um povo sem entendimento. Por isso aquele que o fez não tem compaixão dele, aquele que o formou não lhe mostra misericórdia.
12 Naquele dia o Senhor debulhará desde as margens do Eufrates até o ribeiro do Egito, e vocês, israelitas, serão ajuntados um a um.
13 E naquele dia soará uma grande trombeta. Os que estavam perecendo na Assíria e os que estavam exilados no Egito virão e adorarão o Senhor no monte santo, em Jerusalém.