1 Και εγεινε λογος Κυριου προς τον Ιερεμιαν εκ δευτερου, ενω αυτος ητο ετι κεκλεισμενος εν τη αυλη της φυλακης, λεγων,
2 Ουτω λεγει Κυριος ο κτισας αυτην, Κυριος ο πλασας αυτην δια να στερεωση αυτην· Κυριος το ονομα αυτου·
3 Κραξον προς εμε και θελω σοι αποκριθη και σοι δειξει μεγαλα και αποκρυφα, τα οποια δεν γνωριζεις.
4 Διοτι ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ περι των οικιων της πολεως ταυτης και περι των οικιων των βασιλεων του Ιουδα, αιτινες θελουσι καταστραφη απο χαρακωματων και απο μαχαιρας,
5 των ερχομενων δια να πολεμησωσι προς τους Χαλδαιους και δια να εμπλησωσιν αυτας με τα πτωματα των ανθρωπων, τους οποιους εγω θελω παταξει εν τη οργη μου και εν τω θυμω μου και δια πασας τας κακιας των οποιων εκρυψα το προσωπον μου απο της πολεως ταυτης·
6 ιδου, εγω θελω φερει εις αυτην υγιειαν και ιασιν και θελω ιατρευσει αυτους, και θελω καμει αυτους να ιδωσιν αφθονιαν ειρηνης και αληθειας.
7 Και θελω επιστρεψει την αιχμαλωσιαν του Ιουδα και την αιχμαλωσιαν του Ισραηλ, και θελω οικοδομησει αυτους ως το προτερον·
8 και θελω καθαρισει αυτους απο πασης της ανομιας αυτων, με την οποιαν ημαρτησαν εις εμε· και θελω συγχωρησει πασας τας ανομιας αυτων, με τας οποιας ημαρτησαν εις εμε και με τας οποιας απεστατησαν απ' εμου.
9 Και η πολις αυτη θελει εισθαι εις εμε ονομα ευφροσυνης, αινεσις και δοξα εμπροσθεν παντων των εθνων της γης, τα οποια θελουσιν ακουσει παντα τα αγαθα, τα οποια εγω καμνω εις αυτους· και θελουσιν εκπλαγη και τρομαξει δια παντα τα αγαθα και δια πασαν την ειρηνην, την οποιαν θελω καμει εις αυτην.
10 Ουτω λεγει Κυριος· Παλιν θελει ακουσθη εν τω τοπω τουτω, περι του οποιου σεις λεγετε, Ειναι ερημος, χωρις ανθρωπου και χωρις κτηνους εν ταις πολεσι του Ιουδα και εν ταις πλατειαις της Ιερουσαλημ, αιτινες ειναι ερημοι, χωρις ανθρωπου και χωρις κατοικου και χωρις κτηνους,
11 η φωνη της χαρας και η φωνη της ευφροσυνης, η φωνη του νυμφιου και η φωνη της νυμφης, φωνη των λεγοντων, Αινειτε τον Κυριον των δυναμεων, διοτι αγαθος ο Κυριος, διοτι το ελεος αυτου μενει εις τον αιωνα· και των προσφεροντων ευχαριστηριους προσφορας εις τον οικον του Κυριου· διοτι θελω επιστρεψει την αιχμαλωσιαν της γης, ως το προτερον, λεγει Κυριος.
12 Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων· Παλιν εν τω τοπω τουτω οστις ειναι ερημος, χωρις ανθρωπου και χωρις κτηνους, και εν πασαις ταις πολεσιν αυτου, θελουσιν εισθαι μανδραι ποιμενων δια να αναπαυωσι τα ποιμνια.
13 Εν ταις πολεσι της ορεινης, εν ταις πολεσι της πεδινης και εν ταις πολεσι του νοτου και εν τη γη Βενιαμιν και εν τοις περιξ της Ιερουσαλημ και εν ταις πολεσι του Ιουδα θελουσι περασει παλιν τα ποιμνια υπο την χειρα του αριθμουντος, λεγει Κυριος.
14 Ιδου, ερχονται ημεραι, λεγει Κυριος, και θελω εκτελεσει τον αγαθον εκεινον λογον, τον οποιον ελαλησα περι του οικου Ισραηλ και περι του οικου Ιουδα.
15 Εν ταις ημεραις εκειναις και εν τω καιρω εκεινω θελω αναβλαστησει εις τον Δαβιδ βλαστον δικαιοσυνης, και θελει εκτελεσει κρισιν και δικαιοσυνην εν τη γη.
16 Εν εκειναις ταις ημεραις ο Ιουδας θελει σωθη και η Ιερουσαλημ θελει κατοικησει εν ασφαλεια· και τουτο ειναι το ονομα, με το οποιον θελει ονομασθη, Ο Κυριος η δικαιοσυνη ημων.
17 Διοτι ουτω λεγει Κυριος· Δεν θελει λειψει απο του Δαβιδ ανθρωπος καθημενος επι τον θρονον του οικου Ισραηλ·
18 ουτε απο των ιερεων των Λευιτων θελει λειψει ανθρωπος ενωπιον μου, δια να προσφερη ολοκαυτωματα και να καιη προσφορας εξ αλφιτων και να καμνη θυσιας πασας τας ημερας.
19 Και εγεινε λογος Κυριου προς τον Ιερεμιαν λεγων,
20 Ουτω λεγει Κυριος· Εαν ηναι δυνατον να καταλυσητε την διαθηκην μου της ημερας και την διαθηκην μου της νυκτος, ωστε να μη ηναι πλεον ημερα και νυξ εν τω καιρω αυτων,
21 τοτε θελει δυνηθη να καταλυθη και η διαθηκη μου η προς τον Δαβιδ τον δουλον μου, ωστε να μη εχη υιον δια να βασιλευη επι του θρονου αυτου, και η προς τους Λευιτας τους ιερεις, τους λειτουργους μου.
22 Καθως η στρατια του ουρανου δεν δυναται να αριθμηθη ουδε η αμμος της θαλασσης να μετρηθη, ουτω θελω πληθυνει το σπερμα Δαβιδ του δουλου μου και τους Λευιτας τους λειτουργουντας εις εμε.
23 Και εγεινε λογος Κυριου προς τον Ιερεμιαν, λεγων,
24 Δεν ειδες τι ελαλησεν ο λαος ουτος, λεγων, Τας δυο οικογενειας, τας οποιας ο Κυριος εξελεξεν, απερριψεν αυτας; ουτως αυτοι κατεφρονησαν τον λαον μου, ωστε δεν λογιζεται πλεον εθνος εις αυτους.
25 Ουτω λεγει Κυριος· Εαν δεν εκαμον την διαθηκην μου της ημερας και της νυκτος, και εαν δεν διεταξα τους νομους του ουρανου και της γης,
26 τοτε θελω απορριψει το σπερμα του Ιακωβ και του Δαβιδ του δουλου μου, ωστε να μη λαβω εκ του σπερματος αυτου κυβερνητας επι το σπερμα του Αβρααμ, του Ισαακ και του Ιακωβ· διοτι θελω επιστρεψει την αιχμαλωσιαν αυτων και θελω οικτειρει αυτους.
1 Jeremias ainda estava preso no pátio da guarda quando o Senhor lhe dirigiu a palavra pela segunda vez:
2 "Assim diz o Senhor que fez a terra, o Senhor que a formou e a firmou; seu nome é Senhor:
3 ‘Clame a mim e eu responderei e lhe direi coisas grandiosas e insondáveis que você não conhece’.
4 Porque assim diz o Senhor, o Deus de Israel, a respeito das casas desta cidade e dos palácios reais de Judá, que foram derrubados para servirem de defesa contra as rampas de cerco e a espada,
5 na luta contra os babilônios: ‘Elas ficarão cheias de cadáveres dos homens que matarei no meu furor. Ocultarei desta cidade o meu rosto por causa de toda a sua maldade.
6 " ‘Todavia, trarei restauração e cura para ela; curarei o meu povo e lhe darei muita prosperidade e segurança.
7 Mudarei a sorte de Judá e de Israel e os reconstruirei como antigamente.
8 Eu os purificarei de todo o pecado que cometeram contra mim e perdoarei todos os seus pecados de rebelião contra mim.
9 Então Jerusalém será para mim uma fonte de alegria, de louvor e de glória, diante de todas as nações da terra que ouvirem acerca de todos os benefícios que faço por ela. Elas temerão e tremerão diante da paz e da prosperidade que eu lhe concedo’.
10 "Assim diz o Senhor: ‘Vocês dizem que este lugar está devastado, e ficará sem homens nem animais. Contudo, nas cidades de Judá e nas ruas de Jerusalém, que estão devastadas, desabitadas, sem homens nem animais, mais uma vez se ouvirão
11 as vozes de júbilo e de alegria, do noivo e da noiva, e as vozes daqueles que trazem ofertas de ação de graças para o templo do Senhor, dizendo: "Dêem graças ao Senhor dos Exércitos, pois ele é bom; o seu amor leal dura para sempre". Porque eu mudarei a sorte desta terra como antigamente’, declara o Senhor.
12 "Assim diz o Senhor dos Exércitos: ‘Neste lugar desolado, sem homens nem animais, haverá novamente pastagens onde os pastores farão descansar os seus rebanhos, em todas as suas cidades.
13 Tanto nas cidades dos montes, da Sefelá, do Neguebe e do território de Benjamim, como nos povoados ao redor de Jerusalém e nas cidades de Judá, novamente passarão ovelhas sob as mãos daquele que as conta’, diz o Senhor.
14 " ‘Dias virão’, declara o Senhor, ‘em que cumprirei a promessa que fiz à comunidade de Israel e à comunidade de Judá.
15 " ‘Naqueles dias e naquela época farei brotar um Renovo justo da linhagem de Davi; ele fará o que é justo e certo na terra.
16 Naqueles dias Judá será salva e Jerusalém viverá em segurança, e este é o nome pelo qual ela será chamada: O Senhor é a Nossa Justiça’.
17 "Porque assim diz o Senhor: ‘Davi jamais deixará de ter um descendente que se assente no trono de Israel,
18 nem os sacerdotes, que são levitas, deixarão de ter descendente que esteja diante de mim para oferecer, continuamente, holocaustos, queimar ofertas de cereal e apresentar sacrifícios’ ".
19 O Senhor dirigiu a palavra a Jeremias:
20 "Assim diz o Senhor: ‘Se vocês puderem romper a minha aliança com o dia e a minha aliança com a noite, de modo que nem o dia nem a noite aconteçam no tempo que lhes está determinado,
21 então poderá ser quebrada a minha aliança com o meu servo Davi, e neste caso ele não mais terá um descendente que reine no seu trono; e também será quebrada a minha aliança com os levitas que são sacerdotes e que me servem.
22 Farei os descendentes do meu servo Davi e os levitas, que me servem, tão numerosos como as estrelas do céu e incontáveis como a areia das praias do mar’ ".
23 O Senhor dirigiu a palavra a Jeremias:
24 "Você reparou que essas pessoas estão dizendo que o Senhor rejeitou os dois reinos que tinha escolhido? Por isso desprezam o meu povo e não mais o considera como nação.
25 Assim diz o Senhor: ‘Se a minha aliança com o dia e com a noite não mais vigorasse, se eu não tivesse estabelecido as leis fixas do céu e da terra,
26 então eu rejeitaria os descendentes de Jacó e do meu servo Davi, e não escolheria um dos seus descendentes para que governasse os descendentes de Abraão, de Isaque e de Jacó. Mas eu restaurarei a sorte deles e lhes manifestarei a minha compaixão’ ".