1 Ο Κυριος ειναι ο ποιμην μου· δεν θελω στερηθη ουδενος.
2 Εις βοσκας χλοερας με ανεπαυσεν· εις υδατα αναπαυσεως με ωδηγησεν.
3 Ηνωρθωσε την ψυχην μου· με ωδηγησε δια τριβων δικαιοσυνης ενεκεν του ονοματος αυτου.
4 Και εν κοιλαδι σκιας θανατου εαν περιπατησω, δεν θελω φοβηθη κακον· διοτι συ εισαι μετ' εμου· η ραβδος σου και η βακτηρια σου, αυται με παρηγορουσιν.
5 Ητοιμασας εμπροσθεν μου τραπεζαν απεναντι των εχθρων μου· ηλειψας εν ελαιω την κεφαλην μου· το ποτηριον μου υπερχειλιζει.
6 Βεβαιως χαρις και ελεος θελουσι με ακολουθει πασας τας ημερας της ζωης μου· και θελω κατοικει εν τω οικω του Κυριου εις μακροτητα ημερων.
1 O Senhor é o meu pastor; de nada terei falta.
2 Em verdes pastagens me faz repousar e me conduz a águas tranqüilas;
3 restaura-me o vigor. Guia-me nas veredas da justiça por amor do seu nome.
4 Mesmo quando eu andar por um vale de trevas e morte, não temerei perigo algum, pois tu estás comigo; a tua vara e o teu cajado me protegem.
5 Preparas um banquete para mim à vista dos meus inimigos. Tu me honras, ungindo a minha cabeça com óleo e fazendo transbordar o meu cálice.
6 Sei que a bondade e a fidelidade me acompanharão todos os dias da minha vida, e voltarei à casa do Senhor enquanto eu viver.