1 Επι σε, Κυριε, ηλπισα ας μη καταισχυνθω εις τον αιωνα· εν τη δικαιοσυνη σου σωσον με.
2 Κλινον εις εμε το ωτιον σου· ταχυνον να με ελευθερωσης· γενου εις εμε ισχυρος βραχος· οικος καταφυγης, δια να με σωσης.
3 Διοτι πετρα μου και φρουριον μου εισαι· και ενεκεν του ονοματος σου οδηγησον με και διαθρεψον με.
4 Εκβαλε με εκ της παγιδος, την οποιαν εκρυψαν δι' εμε· διοτι εισαι η δυναμις μου.
5 Εις τας χειρας σου παραδιδω το πνευμα μου· συ με ελυτρωσας, Κυριε ο Θεος της αληθειας.
6 Εμισησα τους προσεχοντας εις τας ματαιοτητας του ψευδους· εγω δε επι τον Κυριον ελπιζω.
7 Θελω αγαλλεσθαι και ευφραινεσθαι εις το ελεος σου· διοτι ειδες την θλιψιν μου, εγνωρισας την ψυχην μου εν στενοχωριαις,
8 και δεν με συνεκλεισας εις την χειρα του εχθρου· εστησας εν ευρυχωρια τους ποδας μου.
9 Ελεησον με, Κυριε, διοτι ειμαι εν θλιψει· εμαρανθη απο της λυπης ο οφθαλμος μου, η ψυχη μου και η κοιλια μου.
10 Διοτι εξελιπεν εν οδυνη η ζωη μου και τα ετη μου εν στεναγμοις· ησθενησεν απο ταλαιπωριας μου η δυναμις μου, και τα οστα μου κατεφθαρησαν.
11 Εις παντας τους εχθρους μου εγεινα ονειδος και εις τους γειτονας μου σφοδρα, και φοβος εις τους γνωστους μου· οι βλεποντες με εξω εφευγον απ' εμου.
12 Ελησμονηθην απο της καρδιας ως νεκρος· εγεινα ως σκευος συντετριμμενον.
13 Διοτι ηκουσα τον ονειδισμον πολλων· φοβος ητο πανταχοθεν· οτε συνεβουλευθησαν κατ' εμου· εμηχανευθησαν να αφαιρεσωσι την ζωην μου.
14 Αλλ' εγω επι σε, Κυριε, ηλπισα· ειπα, συ εισαι ο Θεος μου.
15 Εις τας χειρας σου ειναι οι καιροι μου· λυτρωσον με εκ χειρος των εχθρων μου και εκ των καταδιωκοντων με.
16 Επιφανον το προσωπον σου επι τον δουλον σου· σωσον με εν τω ελεει σου.
17 Κυριε, ας μη καταισχυνθω, διοτι σε επεκαλεσθην· ας καταισχυνθωσιν οι ασεβεις, ας σιωπησωσιν εν τω αδη.
18 Αλαλα ας γεινωσι τα χειλη τα δολια, τα λαλουντα σκληρως κατα του δικαιου εν υπερηφανια και καταφρονησει.
19 Ποσον μεγαλη ειναι η αγαθοτης σου, την οποιαν εφυλαξας εις τους φοβουμενους σε και ενηργησας εις τους ελπιζοντας επι σε εμπροσθεν των υιων των ανθρωπων.
20 Θελεις κρυψει αυτους εν αποκρυφω του προσωπου σου απο της αλαζονειας των ανθρωπων· θελεις κρυψει αυτους εν σκηνη απο της αντιλογιας των γλωσσων.
21 Ευλογητος ο Κυριος, διοτι εθαυμαστωσε το ελεος αυτου προς εμε εν πολει οχυρα.
22 Εγω δε ειπα εν τη εκπληξει μου, Απερριφθην απ' εμπροσθεν των οφθαλμων σου· πλην συ ηκουσας της φωνης των δεησεων μου, οτε εβοησα προς σε.
23 Αγαπησατε τον Κυριον, παντες οι οσιοι αυτου· ο Κυριος φυλαττει τους πιστους, και ανταποδιδει περισσως εις τους πραττοντας την υπερηφανιαν.
24 Ανδριζεσθε, και ας κραταιωθη η καρδια σας, παντες οι ελπιζοντες επι Κυριον.
1 Em ti, Senhor, me refugio; nunca permitas que eu seja humilhado; livra-me pela tua justiça.
2 Inclina os teus ouvidos para mim, vem livrar-me depressa! Sê minha rocha de refúgio, uma fortaleza poderosa para me salvar.
3 Sim, tu és a minha rocha e a minha fortaleza; por amor do teu nome, conduze-me e guia-me.
4 Tira-me da armadilha que me prepararam, pois tu és o meu refúgio.
5 Nas tuas mãos entrego o meu espírito; resgata-me, Senhor, Deus da verdade.
6 Odeio aqueles que se apegam a ídolos inúteis; eu, porém, confio no Senhor.
7 Exultarei com grande alegria por teu amor, pois viste a minha aflição e conheceste a angústia da minha alma.
8 Não me entregaste nas mãos dos meus inimigos; deste-me segurança e liberdade.
9 Misericórdia, Senhor! Estou em desespero! A tristeza me consome a vista, o vigor e o apetite.
10 Minha vida é consumida pela angústia, e os meus anos pelo gemido; falta-me a força devido à minha aflição, e os meus ossos se enfraquecem.
11 Por causa de todos os meus adversários, sou motivo de ultraje para os meus vizinhos e de medo para os meus amigos; os que me vêem na rua fogem de mim.
12 Sou esquecido por eles como se estivesse morto; tornei-me como um pote quebrado.
13 Ouço muitos cochicharem a meu respeito; o pavor me domina, pois conspiram contra mim, tramando tirar-me a vida.
14 Mas eu confio em ti, Senhor, e digo: "Tu és o meu Deus".
15 O meu futuro está nas tuas mãos; livra-me dos meus inimigos e daqueles que me perseguem.
16 Faze o teu rosto resplandecer sobre o teu servo; salva-me por teu amor leal.
17 Não permitas que eu seja humilhado, Senhor, pois tenho clamado a ti; mas que os ímpios sejam humilhados e calados fiquem no Sheol.
18 Sejam emudecidos os seus lábios mentirosos, pois com arrogância e desprezo humilham os justos.
19 Como é grande a tua bondade, que reservaste para aqueles que te temem, e que, à vista dos homens, concedes àqueles que se refugiam em ti!
20 No abrigo da tua presença os escondes das intrigas dos homens; na tua habitação os proteges das línguas acusadoras.
21 Bendito seja o Senhor, pois mostrou o seu maravilhoso amor para comigo quando eu estava numa cidade cercada.
22 Alarmado, eu disse: "Fui excluído da tua presença! " Contudo, ouviste as minhas súplicas quando clamei a ti por socorro.
23 Amem o Senhor, todos vocês, os seus santos! O Senhor preserva os fiéis, mas aos arrogantes dá o que merecem.
24 Sejam fortes e corajosos, todos vocês que esperam no Senhor!