1 Δος ακροασιν, Θεε, εις την προσευχην μου, και μη αποσυρθης απο της δεησεως μου.
2 Προσεξον εις εμε και εισακουσον μου· λυπουμαι εν τη μελετη μου και ταραττομαι,
3 απο της φωνης του εχθρου, απο της καταθλιψεως του ασεβους· διοτι ριπτουσιν επ' εμε ανομιαν και μετ' οργης με μισουσιν.
4 Η καρδια μου καταθλιβεται εντος μου, και φοβος θανατου επεσεν επ' εμε.
5 Φοβος και τρομος ηλθεν επ' εμε, και φρικη με εκαλυψε.
6 Και ειπα, Τις να μοι εδιδε πτερυγας ως περιστερας· ηθελον πεταξει και αναπαυθη.
7 Ιδου, ηθελον απομακρυνθη φευγων, ηθελον διατριβει εν τη ερημω. Διαψαλμα.
8 Ηθελον ταχυνει την φυγην μου απο της ορμης του ανεμου, απο της θυελλης.
9 Καταποντισον αυτους, Κυριε· διαιρεσον τας γλωσσας αυτων· διοτι ειδον καταδυναστειαν και εριδα εν τη πολει.
10 Ημεραν και νυκτα περικυκλουσιν αυτην περι τα τειχη αυτης· και ανομια και υβρις ειναι εν τω μεσω αυτης·
11 πονηρια εν τω μεσω αυτης· και απατη και δολος δεν λειπουσιν απο των πλατειων αυτης.
12 Επειδη δεν με ωνειδισεν εχθρος, το οποιον ηθελον υποφερει· δεν ηγερθη επ' εμε ο μισων με· τοτε ηθελον κρυφθη απ' αυτου·
13 Αλλα συ, ανθρωπε ομοψυχε, οδηγε μου και γνωστε μου·
14 οιτινες συνωμιλουμεν μετα γλυκυτητος, συνεπορευομεθα εις τον οικον του Θεου.
15 Ας ελθη θανατος επ' αυτους· ας καταβωσι ζωντες εις τον αδην· διοτι μεταξυ αυτων, εν ταις κατοικιαις αυτων, ειναι κακιαι.
16 Εγω προς τον Θεον θελω κραζει, και ο Κυριος θελει με σωσει.
17 Εσπερας και πρωι και μεσημβριαν θελω παρακαλει και φωναζει· και θελει ακουσει της φωνης μου.
18 Θελει λυτρωσει εν ειρηνη την ψυχην μου απο της μαχης της κατ' εμου· διοτι πολλοι ειναι εναντιον μου.
19 Ο Θεος, ο υπαρχων προ των αιωνων, θελει εισακουσει και θελει ταπεινωσει αυτους· Διαψαλμα· διοτι δεν μεταβαλλουσι τροπον ουδε φοβουνται τον Θεον.
20 Εκαστος εκτεινει τας χειρας αυτου επι τους ειρηνευοντας μετ' αυτου· αθετει την συνθηκην αυτου.
21 Το στομα αυτου ειναι απαλωτερον βουτυρου, αλλ' εν τη καρδια αυτου ειναι πολεμος· τα λογια αυτου ειναι μαλακωτερα ελαιου, πλην ειναι ξιφη γυμνα.
22 Επιρριψον επι τον Κυριον το φορτιον σου, και αυτος θελει σε ανακουφισει· δεν θελει ποτε συγχωρησει να σαλευθη ο δικαιος.
23 Αλλα συ, Θεε, θελεις καταβιβασει αυτους εις φρεαρ απωλειας· ανδρες αιματων και δολιοτητος δεν θελουσι φθασει εις το ημισυ των ημερων αυτων· αλλ' εγω θελω ελπιζει επι σε.
1 Escuta a minha oração, ó Deus, não ignores a minha súplica;
2 ouve-me e responde-me! Os meus pensamentos me perturbam, e estou atordoado
3 diante do barulho do inimigo, diante da gritaria dos ímpios; pois aumentam o meu sofrimento e, irados, mostram seu rancor.
4 O meu coração está acelerado; os pavores da morte me assaltam.
5 Temor e tremor me dominam; o medo tomou conta de mim.
6 Então eu disse: "Quem dera eu tivesse asas como a pomba; voaria até encontrar repouso!
7 Sim, eu fugiria para bem longe, e no deserto eu teria o meu abrigo. Pausa
8 Eu me apressaria em achar refúgio longe do vendaval e da tempestade".
9 Destrói os ímpios, Senhor, confunde a língua deles, pois vejo violência e brigas na cidade.
10 Dia e noite eles rondam por seus muros; nela permeiam o crime e a maldade.
11 A destruição impera na cidade; a opressão e a fraude jamais deixam suas ruas.
12 Se um inimigo me insultasse, eu poderia suportar; se um adversário se levantasse contra mim, eu poderia defender-me;
13 mas logo você, meu colega, meu companheiro, meu amigo chegado,
14 você, com quem eu partilhava agradável comunhão enquanto íamos com a multidão festiva para a casa de Deus!
15 Que a morte apanhe os meus inimigos de surpresa! Desçam eles vivos para a sepultura, pois entre eles o mal acha guarida.
16 Eu, porém, clamo a Deus, e o Senhor me salvará.
17 À tarde, pela manhã e ao meio-dia choro angustiado, e ele ouve a minha voz.
18 Ele me guarda ileso na batalha, ainda que muitos estejam contra mim.
19 Deus, que reina desde a eternidade, me ouvirá e os castigará. Pausa Pois jamais mudam sua conduta e não têm temor de Deus.
20 Aquele homem se voltou contra os seus aliados, violando o seu acordo.
21 Macia como manteiga é a sua fala, mas a guerra está no seu coração; suas palavras são mais suaves que o óleo, mas são afiadas como punhais.
22 Entregue suas preocupações ao Senhor, e ele o susterá; jamais permitirá que o justo venha a cair.
23 Mas tu, ó Deus, farás descer à cova da destruição aqueles assassinos e traidores, os quais não viverão a metade dos seus dias. Quanto a mim, porém, confio em ti.