1 Οφειλομεν δε ημεις οι δυνατοι να βασταζωμεν τα ασθενηματα των αδυνατων, και να μη αρεσκωμεν εις εαυτους.
38 διδετε, και θελει δοθη εις εσας· μετρον καλον, πεπιεσμενον και συγκεκαθισμενον και υπερεκχυνομενον θελουσι δωσει εις τον κολπον σας. Διοτι με το αυτο μετρον, με το οποιον μετρειτε, θελει αντιμετρηθη εις εσας.
13 Μεγαλητεραν ταυτης αγαπην δεν εχει ουδεις, του να βαλη τις την ψυχην αυτου υπερ των φιλων αυτου.
2 Αλληλων τα βαρη βασταζετε και ουτως εκπληρωσατε τον νομον του Χριστου.
12 Αυτη ειναι η εντολη μου, να αγαπατε αλληλους, καθως σας ηγαπησα.
16 Ουτως ας λαμψη το φως σας εμπροσθεν των ανθρωπων, δια να ιδωσι τα καλα σας εργα και δοξασωσι τον Πατερα σας τον εν τοις ουρανοις.
13 εις τας χρειας των αγιων μεταδιδοντες, την φιλοξενιαν ακολουθουντες.
35 Διοτι επεινασα, και μοι εδωκατε να φαγω, εδιψησα, και με εποτισατε, ξενος ημην, και με εφιλοξενησατε,
36 γυμνος, και με ενεδυσατε, ησθενησα, και με επεσκεφθητε, εν φυλακη ημην, και ηλθετε προς εμε.
37 Τοτε θελουσιν αποκριθη προς αυτον οι δικαιοι, λεγοντες· Κυριε, ποτε σε ειδομεν πεινωντα και εθρεψαμεν, η διψωντα και εποτισαμεν;
38 ποτε δε σε ειδομεν ξενον και εφιλοξενησαμεν, η γυμνον και ενεδυσαμεν;
39 ποτε δε σε ειδομεν ασθενη η εν φυλακη και ηλθομεν προς σε;
40 Και αποκριθεις ο Βασιλευς θελει ειπει προς αυτους· Αληθως σας λεγω, καθ' οσον εκαμετε εις ενα τουτων των αδελφων μου των ελαχιστων, εις εμε εκαμετε.
11 Διοτι δεν θελει λειψει πτωχος εκ μεσου της γης σου· δια τουτο εγω προσταζω εις σε, λεγων, Θελεις εξαπαντος ανοιγει την χειρα σου προς τον αδελφον σου, προς τον πτωχον σου και προς τον ενδεη σου επι της γης σου.
14 Τι το οφελος, αδελφοι μου, εαν λεγη τις οτι εχει πιστιν, και εργα δεν εχη; μηπως η πιστις δυναται να σωση αυτον;
15 Εαν δε αδελφος η αδελφη γυμνοι υπαρχωσι και στερωνται της καθημερινης τροφης,
16 και ειπη τις εξ υμων προς αυτους, Υπαγετε εν ειρηνη, θερμαινεσθε και χορταζεσθε, και δεν δωσητε εις αυτους τα αναγκαια του σωματος, τι το οφελος;
17 Ουτω και η πιστις, εαν δεν εχη εργα, νεκρα ειναι καθ' εαυτην.
35 Κατα παντα υπεδειξα εις εσας οτι ουτω κοπιαζοντες πρεπει να βοηθητε τους ασθενεις και να ενθυμησθε τους λογους του Κυριου Ιησου, οτι αυτος ειπε· Μακαριον ειναι να διδη τις μαλλον παρα να λαμβανη.
36 Και αφου ειπε ταυτα, γονατισας προσηυχηθη μετα παντων αυτων.
37 Εγεινε δε πολυς κλαυθμος παντων, και πεσοντες επι τον τραχηλον του Παυλου κατεφιλουν αυτον,
38 υπερλυπουμενοι μαλιστα δια τον λογον τον οποιον ειπεν, οτι δεν θελουσιν ιδει πλεον το προσωπον αυτου. Και προεπεμπον αυτον εις το πλοιον.
4 Μη αποβλεπετε εκαστος τα εαυτου, αλλ' εκαστος και τα των αλλων.
28 Ο κλεπτων ας μη κλεπτη πλεον, μαλλον δε ας κοπιαζη εργαζομενος το καλον με τας χειρας αυτου, δια να εχη να μεταδιδη εις τον χρειαν εχοντα.
42 Εις τον ζητουντα παρα σου διδε και τον θελοντα να δανεισθη απο σου μη αποστραφης.
10 Και ηρωτων αυτον οι οχλοι, λεγοντες· Τι λοιπον θελομεν καμει;
11 Αποκριθεις δε λεγει προς αυτους. Ο εχων δυο χιτωνας ας μεταδωση εις τον μη εχοντα, και ο εχων τροφας ας καμη ομοιως.
17 Οστις ομως εχη τον βιον του κοσμου και θεωρη τον αδελφον αυτου οτι εχει χρειαν και κλειση τα σπλαγχνα αυτου απ' αυτου, πως η αγαπη του Θεου μενει εν αυτω;
17 Ο ελεων πτωχον δανειζει εις τον Κυριον· και θελει γεινει εις αυτον η ανταποδοσις αυτου.
33 Πωλησατε τα υπαρχοντα σας και δοτε ελεημοσυνην. Καμετε εις εαυτους βαλαντια τα οποια δεν παλαιουνται, θησαυρον εν τοις ουρανοις οστις δεν εκλειπει, οπου κλεπτης δεν πλησιαζει ουδε ο σκωληξ διαφθειρει·
34 διοτι οπου ειναι ο θησαυρος σας, εκει θελει εισθαι και η καρδια σας.