34 Μη μεριμνησητε λοιπον περι της αυριον· διοτι η αυριον θελει μεριμνησει τα εαυτης· αρκετον ειναι εις την ημεραν το κακον αυτης.
18 Διοτι εν πολλη σοφια ειναι πολλη λυπη· και οστις προσθετει γνωσιν, προσθετει πονον.
25 Η λυπη εν τη καρδια του ανθρωπου ταπεινονει αυτην· ο δε καλος λογος ευφραινει αυτην.
19 Εν τω πληθει των αμηχανιων της καρδιας μου, αι παρηγοριαι σου ευφραναν την ψυχην μου.
20 Τοτε σηκωθεις ο Ιωβ διεσχισε το επενδυμα αυτου και εξυρισε την κεφαλην αυτου και επεσεν επι την γην και προσεκυνησε,
21 και ειπε, Γυμνος εξηλθον εκ κοιλιας μητρος μου και γυμνος θελω επιστρεψει εκει· ο Κυριος εδωκε και ο Κυριος αφηρεσεν· ειη το ονομα Κυριου ευλογημενον.
27 Ειρηνην αφινω εις εσας, ειρηνην την εμην διδω εις εσας· ουχι καθως ο κοσμος διδει, σας διδω εγω. Ας μη ταραττηται η καρδια σας μηδε ας δειλια.
10 Και αφαιρεσον τον θυμον απο της καρδιας σου, και απομακρυνον την πονηριαν απο της σαρκος σου· διοτι η νεοτης και η παιδικη ηλικια ειναι ματαιοτης.
7 και πασαν την μεριμναν υμων ριψατε επ' αυτον, διοτι αυτος φροντιζει περι υμων.
9 Κυριε, ενωπιον σου ειναι πασα η επιθυμια μου, και ο στεναγμος μου δεν κρυπτεται απο σου.
3 Και ηκουσα φωνην μεγαλην εκ του ουρανου, λεγουσαν· Ιδου, η σκηνη του Θεου μετα των ανθρωπων, και θελει σκηνωσει μετ' αυτων, και αυτοι θελουσιν εισθαι λαοι αυτου, και αυτος ο Θεος θελει εισθαι μετ' αυτων Θεος αυτων·
4 και θελει εξαλειψει ο Θεος παν δακρυον απο των οφθαλμων αυτων, και ο θανατος δεν θελει υπαρχει πλεον, ουτε πενθος ουτε κραυγη ουτε πονος δεν θελουσιν υπαρχει πλεον· διοτι τα πρωτα παρηλθον.
11 Οταν δε σας φερωσι δια να σας παραδωσωσι, μη προμεριμνατε τι θελετε λαλησει, μηδε μελετατε, αλλ' ο, τι δοθη εις εσας εν εκεινη τη ωρα, τουτο λαλειτε· διοτι δεν εισθε σεις οι λαλουντες, αλλα το Πνευμα το Αγιον.
8 Δυνατος δε ειναι ο Θεος να περισσευση πασαν χαριν εις εσας, ωστε εχοντες παντοτε εν παντι πασαν αυταρκειαν να περισσευητε εις παν εργον αγαθον,
10 μη φοβου· διοτι εγω ειμαι μετα σου· μη τρομαζε· διοτι εγω ειμαι ο Θεος σου· σε ενισχυσα· μαλιστα σε εβοηθησα· μαλιστα σε υπερησπισθην δια της δεξιας της δικαιοσυνης μου.
1 Εν τω μεταξυ αφου συνηθροισθησαν αι μυριαδες του οχλου, ωστε κατεπατουν αλληλους, ηρχισε να λεγη προς τους μαθητας αυτου πρωτον· Προσεχετε εις εαυτους απο της ζυμης των Φαρισαιων, ητις ειναι υποκρισις.
2 Αλλα δεν ειναι ουδεν κεκαλυμμενον, το οποιον δεν θελει ανακαλυφθη, και κρυπτον, το οποιον δεν θελει γνωρισθη·
3 οθεν οσα ειπετε εν τω σκοτει εν τω φωτι θελουσιν ακουσθη, και ο, τι ελαλησατε προς το ωτιον εν τοις ταμειοις θελει κηρυχθη επι των δωματων.
4 Λεγω δε προς εσας τους φιλους μου· Μη φοβηθητε απο των αποκτεινοντων το σωμα και μετα ταυτα μη δυναμενων περισσοτερον τι να πραξωσι.
5 Θελω δε σας δειξει ποιον να φοβηθητε· Φοβηθητε εκεινον, οστις αφου αποκτεινη, εχει εξουσιαν να ριψη εις την γεενναν· ναι, σας λεγω, τουτον φοβηθητε.
6 Δεν πωλουνται πεντε στρουθια δια δυο ασσαρια; και εν εξ αυτων δεν ειναι λελησμονημενον ενωπιον του Θεου·
7 αλλα και αι τριχες της κεφαλης υμων ειναι πασαι ηριθμημεναι. Μη φοβεισθε λοιπον· απο πολλων στρουθιων διαφερετε.
8 Σας λεγω δε· Πας οστις με ομολογηση εμπροσθεν των ανθρωπων, και ο Υιος του ανθρωπου θελει ομολογησει αυτον εμπροσθεν των αγγελων του Θεου·
9 οστις δε με αρνηθη ενωπιον των ανθρωπων, και ο Υιος του ανθρωπου θελει αρνηθη αυτον ενωπιον των αγγελων του Θεου.
10 Και πας οστις θελει ειπει λογον κατα του Υιου του ανθρωπου, θελει συγχωρηθη εις αυτον· οστις ομως βλασφημηση κατα του Αγιου Πνευματος, εις αυτον δεν θελει συγχωρηθη.
11 Οταν δε σας φερωσιν εις τας συναγωγας και τας αρχας και τας εξουσιας, μη μεριμνατε πως η τι να απολογηθητε, η τι να ειπητε·
12 διοτι το Αγιον Πνευμα θελει σας διδαξει εν αυτη τη ωρα τι πρεπει να ειπητε.
13 Ειπε δε τις προς αυτον εκ του οχλου· Διδασκαλε, ειπε προς τον αδελφον μου να μοιρασθη μετ' εμου την κληρονομιαν.
14 Ο δε ειπε προς αυτον· Ανθρωπε, τις με κατεστησε δικαστην η μεριστην εφ' υμας;
15 Και ειπε προς αυτους· Προσεχετε και φυλαττεσθε απο της πλεονεξιας· διοτι εαν τις εχη περισσα, η ζωη αυτου δεν συνισταται εκ των υπαρχοντων αυτου.
16 Ειπε δε προς αυτους παραβολην, λεγων· Ανθρωπου τινος πλουσιου ηυτυχησαν τα χωραφια·
17 Και διελογιζετο εν εαυτω λεγων· Τι να καμω, διοτι δεν εχω που να συναξω τους καρπους μου;
18 Και ειπε· Τουτο θελω καμει· θελω χαλασει τας αποθηκας μου και θελω οικοδομησει μεγαλητερας και συναξει εκει παντα τα γεννηματα μου και τα αγαθα μου,
19 και θελω ειπει προς την ψυχην μου· Ψυχη, εχεις πολλα αγαθα εναποτεταμιευμενα δι' ετη πολλα· αναπαυου, φαγε, πιε, ευφραινου.
20 Ειπε δε προς αυτον ο Θεος· Αφρον, ταυτην την νυκτα την ψυχην σου απαιτουσιν απο σου· οσα δε ητοιμασας, τινος θελουσιν εισθαι;
21 Ουτω θελει εισθαι οστις θησαυριζει εις εαυτον και δεν πλουτει εις Θεον.
22 Ειπε δε προς τους μαθητας αυτου· Δια τουτο λεγω προς εσας, Μη μεριμνατε δια την ζωην σας, τι να φαγητε, μηδε δια το σωμα, τι να ενδυθητε.
23 Η ζωη ειναι τιμιωτερον της τροφης και το σωμα του ενδυματος.
24 Παρατηρησατε τους κορακας, οτι δεν σπειρουσιν ουδε θεριζουσιν, οιτινες δεν εχουσι ταμειον ουδε αποθηκην, και ο Θεος τρεφει αυτους· ποσω μαλλον σεις διαφερετε των πτηνων.
25 Και τις εξ υμων μεριμνων δυναται να προσθεση εις το αναστημα αυτου μιαν πηχυν;
26 Εαν λοιπον ουδε το ελαχιστον δυνασθε, τι μεριμνατε περι των λοιπων;
27 Παρατηρησατε τα κρινα πως αυξανουσι· δεν κοπιαζουσιν ουδε κλωθουσι· σας λεγω ομως, ουδε ο Σολομων εν παση τη δοξη αυτου ενεδυθη ως εν τουτων.
28 Αλλ' εαν τον χορτον, οστις σημερον ειναι εν τω αγρω και αυριον ριπτεται εις κλιβανον, ο Θεος ενδυη ουτω, ποσω μαλλον εσας, ολιγοπιστοι.
29 Και σεις μη ζητειτε τι να φαγητε η τι να πιητε, και μη ησθε μετεωροι·
30 διοτι ταυτα παντα ζητουσι τα εθνη του κοσμου· υμων δε ο Πατηρ εξευρει οτι εχετε χρειαν τουτων·
31 πλην ζητειτε την βασιλειαν του Θεου, και ταυτα παντα θελουσι σας προστεθη.
32 Μη φοβου, μικρον ποιμνιον· διοτι ο Πατηρ σας ηυδοκησε να σας δωση την βασιλειαν.
33 Πωλησατε τα υπαρχοντα σας και δοτε ελεημοσυνην. Καμετε εις εαυτους βαλαντια τα οποια δεν παλαιουνται, θησαυρον εν τοις ουρανοις οστις δεν εκλειπει, οπου κλεπτης δεν πλησιαζει ουδε ο σκωληξ διαφθειρει·
34 διοτι οπου ειναι ο θησαυρος σας, εκει θελει εισθαι και η καρδια σας.
35 Ας ηναι αι οσφυες σας περιεζωσμεναι και οι λυχνοι καιομενοι·
36 και σεις ομοιοι με ανθρωπους, οιτινες προσμενουσι τον κυριον αυτων, ποτε θελει επιστρεψει εκ των γαμων, δια να ανοιξωσιν ευθυς εις αυτον οταν ελθη και κρουση.
37 Μακαριοι οι δουλοι εκεινοι, τους οποιους ελθων ο κυριος θελει ευρει αγρυπνουντας. Αληθως σας λεγω, οτι θελει περιζωσθη και καθισει αυτους εις την τραπεζαν, και ελθων εις το μεσον θελει υπηρετησει αυτους.
38 Και εαν ελθη εν τη δευτερα φυλακη και εν τη τριτη φυλακη ελθη και ευρη ουτω, μακαριοι ειναι οι δουλοι εκεινοι.
39 Τουτο δε γινωσκετε, οτι εαν ηξευρεν ο οικοδεσποτης ποιαν ωραν ο κλεπτης ερχεται, ηθελεν αγρυπνησει και δεν ηθελεν αφησει να διορυχθη ο οικος αυτου.
40 Και σεις λοιπον γινεσθε ετοιμοι· διοτι καθ' ην ωραν δεν στοχαζεσθε, ερχεται ο Υιος του ανθρωπου.
41 Ειπε δε προς αυτον ο Πετρος· Κυριε, προς ημας λεγεις την παραβολην ταυτην η και προς παντας;
42 Και ο Κυριος ειπε· Τις λοιπον ειναι ο πιστος οικονομος και φρονιμος, τον οποιον θελει καταστησει ο κυριος αυτου επι των υπηρετων αυτου, δια να διδη εν καιρω την διωρισμενην τροφην;
43 Μακαριος ο δουλος εκεινος, τον οποιον ελθων ο κυριος αυτου θελει ευρει πραττοντα ουτως.
44 Αληθως σας λεγω, οτι θελει καταστησει αυτον επι παντων των υπαρχοντων αυτου.
45 Εαν δε ειπη ο δουλος εκεινος εν τη καρδια αυτου, Βραδυνει να ελθη ο κυριος μου· και αρχιση να δερη τους δουλους και τας δουλας, και να τρωγη και να πινη και να μεθυη,
46 θελει ελθει ο κυριος του δουλου εκεινου, καθ' ην ημεραν δεν προσμενει και καθ' ην ωραν δεν εξευρει, και θελει αποχωρισει αυτον, και το μερος αυτου θελει θεσει μετα των απιστων.
47 Εκεινος δε ο δουλος, οστις γνωρισας το θελημα του κυριου αυτου δεν ητοιμασεν ουδε εκαμε κατα το θελημα αυτου, θελει δαρθη πολυ·
48 οστις ομως μη γνωρισας επραξεν αξια δαρμων, θελει δαρθη ολιγον· εις παντα δε, εις τον οποιον εδοθη πολυ, πολυ θελει ζητηθη παρ' αυτου, και εις οντινα ενεπιστευθη πολυ, περισσοτερον θελουσιν απαιτησει παρ' αυτου.
49 Πυρ ηλθον να βαλω εις την γην, και τι θελω, εαν ηδη ανηφθη;
50 Βαπτισμα δε εχω να βαπτισθω, και πως στενοχωρουμαι εωσου εκτελεσθη.
51 Νομιζετε οτι ηλθον να δωσω ειρηνην εν τη γη; ουχι, σας λεγω, αλλα διαχωρισμον.
52 Διοτι απο του νυν θελουσιν εισθαι πεντε εν οικω ενι διακεχωρισμενοι, οι τρεις κατα των δυο και οι δυο κατα των τριων·
53 Θελει διαχωρισθη πατηρ κατα υιου και υιος κατα πατρος, μητηρ κατα θυγατρος και θυγατηρ κατα μητρος, πενθερα κατα της νυμφης αυτης και νυμφη κατα της πενθερας αυτης.
54 Ελεγε και προς τους οχλους· Οταν ιδητε την νεφελην ανυψουμενην απο δυσμων, ευθυς λεγετε, Βροχη ερχεται, και γινεται ουτω·
55 και οταν νοτον πνεοντα, λεγετε οτι καυσων θελει εισθαι, και γινεται.
56 Υποκριται, το προσωπον της γης και του ουρανου εξευρετε να διακρινητε, τον δε καιρον τουτον πως δεν διακρινετε;
57 Δια τι δε και αφ' εαυτων δεν κρινετε το δικαιον;
58 Ενω λοιπον υπαγεις μετα του αντιδικου σου προς τον αρχοντα, προσπαθησον καθ' οδον να απαλλαχθης απ' αυτου, μηποτε σε συρη προς τον κριτην, και ο κριτης σε παραδωση εις τον υπηρετην, και ο υπηρετης σε βαλη εις φυλακην.
59 Σοι λεγω, δεν θελεις εξελθει εκειθεν, εωσου αποδωσης και το εσχατον λεπτον.
25 Δια τουτο σας λεγω, μη μεριμνατε περι της ζωης σας τι να φαγητε και τι να πιητε, μηδε περι του σωματος σας τι να ενδυθητε· δεν ειναι η ζωη τιμιωτερον της τροφης και το σωμα του ενδυματος;
1 Ας μη ταραττηται η καρδια σας· πιστευετε εις τον Θεον, και εις εμε πιστευετε.
22 Ο δε εις τας ακανθας σπαρθεις, ουτος ειναι ο ακουων τον λογον, επειτα η μεριμνα του αιωνος τουτου και η απατη του πλουτου συμπνιγει τον λογον, και γινεται ακαρπος.
6 Μη μεριμνατε περι μηδενος, αλλ' εν παντι πραγματι ας γνωριζωνται τα ζητηματα σας προς τον Θεον μετ' ευχαριστιας δια της προσευχης και της δεησεως.
7 Και η ειρηνη του Θεου η υπερεχουσα παντα νουν θελει διαφυλαξει τας καρδιας σας και τα διανοηματα σας δια του Ιησου Χριστου.