10 Διοτι και οτε ημεθα παρ' υμιν, τουτο σας παρηγγελλομεν, οτι εαν τις δεν θελη να εργαζηται, μηδε ας τρωγη.
11 Επειδη ακουομεν τινας οτι περιπατουσι μεταξυ σας ατακτως, μη εργαζομενοι μηδεν, αλλα περιεργαζομενοι·
12 παραγγελλομεν δε εις τους τοιουτους και προτρεπομεν δια του Κυριου ημων Ιησου Χριστου, να τρωγωσι τον αρτον αυτων εργαζομενοι μετα ησυχιας.
31 Ειτε λοιπον τρωγετε ειτε πινετε ειτε πραττετε τι, παντα πραττετε εις δοξαν Θεου.
6 Υπαγε προς τον μυρμηκα, ω οκνηρε· παρατηρησον τας οδους αυτου και γινου σοφος·
7 οστις μη εχων αρχοντα, επιστατην η κυβερνητην,
8 ετοιμαζει την τροφην αυτου το θερος, συναγει τας τροφας αυτου εν τω θερισμω.
9 Εως ποτε θελεις κοιμασθαι, οκνηρε; ποτε θελεις σηκωθη εκ του υπνου σου;
10 Ολιγος υπνος, ολιγος νυσταγμος, ολιγη συμπλοκη των χειρων εις τον υπνον·
11 Επειτα η πτωχεια σου ερχεται ως ταχυδρομος, και η ενδεια σου ως ανηρ ενοπλος.
17 Και παν ο, τι αν πραττητε εν λογω η εν εργω, παντα εν τω ονοματι του Κυριου Ιησου πραττετε, ευχαριστουντες δι' αυτου τον Θεον και Πατερα.
14 Παντα τα εργα υμων ας γινωνται εν αγαπη.
4 Η οκνηρα χειρ πτωχειαν φερει· πλουτιζει δε η χειρ του επιμελους.
3 Αφιερονε τα εργα σου εις τον Κυριον, και αι βουλαι σου θελουσι στερεωθη.
3 Αφιερονε τα εργα σου εις τον Κυριον, και αι βουλαι σου θελουσι στερεωθη.
13 Μη αγαπα τον υπνον, δια να μη ελθης εις πτωχειαν· ανοιξον τους οφθαλμους σου και θελεις χορτασθη αρτου.
16 Ολη η γραφη ειναι θεοπνευστος και ωφελιμος προς διδασκαλιαν, προς ελεγχον, προς επανορθωσιν, προς εκπαιδευσιν την μετα της δικαιοσυνης,
17 δια να ηναι τελειος ο ανθρωπος του Θεου, ητοιμασμενος εις παν εργον αγαθον.
8 Προσεχετε εις εαυτους, δια να μη χασωμεν εκεινα, τα οποια ειργασθημεν, αλλα να απολαβωμεν πληρη τον μισθον.
4 Προσετι εγω εθεωρησα παντα μοχθον και πασαν επιτευξιν εργου, οτι δια τουτο ο ανθρωπος φθονειται υπο του πλησιον αυτου· και τουτο ματαιοτης και θλιψις πνευματος.
7 μετ' ευνοιας δουλευοντες εις τον Κυριον και ουχι εις ανθρωπους,
8 εξευροντες οτι εκαστος ο, τι καλον πραξη, τουτο θελει λαβει παρα του Κυριου, ειτε δουλος ειτε ελευθερος.
13 Και τις θελει σας κακοποιησει, εαν γεινητε μιμηται του αγαθου;
23 Και παν ο, τι αν πραττητε, εκ ψυχης εργαζεσθε, ως εις τον Κυριον και ουχι εις ανθρωπους,
9 Ο οκνηρος εις το εργον αυτου ειναι βεβαιως αδελφος του ασωτου.
23 Εν παντι κοπω υπαρχει κερδος· η δε φλυαρια των χειλεων φερει μονον εις ενδειαν.
12 Αληθως, αληθως σας λεγω, οστις πιστευει εις εμε, τα εργα τα οποια καμνω και εκεινος θελει καμει, και μεγαλητερα τουτων θελει καμει, διοτι εγω υπαγω προς τον Πατερα μου,
24 Η χειρ των επιμελων θελει εξουσιαζει· οι δε οκνηροι θελουσιν εισθαι υποτελεις.
24 Η χειρ των επιμελων θελει εξουσιαζει· οι δε οκνηροι θελουσιν εισθαι υποτελεις.
12 Εγνωρισα οτι δεν ειναι αλλο καλον δι' αυτους, ειμη να ευφραινηται τις και να καμνη καλον εν τη ζωη αυτου.
13 Και ετι το να τρωγη πας ανθρωπος και να πινη και να απολαμβανη καλον εκ παντος του μοχθου αυτου, ειναι χαρισμα Θεου.
14 Πραττετε τα παντα χωρις γογγυσμων και αμφισβητησεων,
15 δια να γινησθε αμεμπτοι και ακεραιοι, τεκνα Θεου αμωμητα εν μεσω γενεας σκολιας και διεστραμμενης, μεταξυ των οποιων λαμπετε ως φωστηρες εν τω κοσμω,
22 Η ευλογια του Κυριου πλουτιζει, και λυπη δεν θελει προστεθη εις αυτην.
15 Σπουδασον να παραστησης σεαυτον δοκιμον εις τον Θεον, εργατην ανεπαισχυντον, ορθοτομουντα τον λογον της αληθειας.
15 Σπουδασον να παραστησης σεαυτον δοκιμον εις τον Θεον, εργατην ανεπαισχυντον, ορθοτομουντα τον λογον της αληθειας.
8 Δυνατος δε ειναι ο Θεος να περισσευση πασαν χαριν εις εσας, ωστε εχοντες παντοτε εν παντι πασαν αυταρκειαν να περισσευητε εις παν εργον αγαθον,
9 Καλητεροι οι δυο υπερ τον ενα· επειδη αυτοι εχουσι καλην αντιμισθιαν εν τω κοπω αυτων.
19 Και εις οντινα ανθρωπον ο Θεος δοσας πλουτη και υπαρχοντα, εδωκεν εις αυτον και εξουσιαν να τρωγη απ' αυτων και να λαμβανη το μεριδιον αυτου και να ευφραινεται εις τον κοπον αυτου, τουτο ειναι δωρον Θεου·
10 Παντα οσα ευρη η χειρ σου να καμη, καμε κατα την δυναμιν σου· διοτι δεν ειναι πραξις ουτε λογισμος ουτε γνωσις ουτε σοφια εν τω αδη οπου υπαγεις.
9 Αρα μενει καταπαυσις εις τον λαον του Θεου.
10 Διοτι ο εισελθων εις την καταπαυσιν αυτου και αυτος κατεπαυσεν απο των εργων αυτου, καθως ο Θεος απο των εαυτου.
11 και να φιλοτιμησθε εις το να ησυχαζητε και να καταγινησθε εις τα ιδια και να εργαζησθε με τας ιδιας υμων χειρας, καθως σας παρηγγειλαμεν,
12 δια να περιπατητε με ευσχημοσυνην προς τους εξω και να μη εχητε χρειαν μηδενος.
17 και ας ηναι η λαμπροτης Κυριου του Θεου ημων εφ' ημας· και το εργον των χειρων ημων στερεονε εφ' ημας· ναι, το εργον των χειρων ημων, στερεονε αυτο.
23 Και παν ο, τι αν πραττητε, εκ ψυχης εργαζεσθε, ως εις τον Κυριον και ουχι εις ανθρωπους,
24 εξευροντες οτι απο του Κυριου θελετε λαβει την ανταποδοσιν της κληρονομιας· διοτι εις τον Κυριον Χριστον δουλευετε.
18 Ιδου, τι ειδον εγω αγαθον· ειναι καλον να τρωγη τις και να πινη και να απολαμβανη τα αγαθα ολου του κοπου αυτου, τον οποιον κοπιαζει υπο τον ηλιον, κατα τον αριθμον των ημερων της ζωης αυτου, οσας εδωκεν ο Θεος εις αυτον· διοτι τουτο ειναι η μερις αυτου.
26 Εμβλεψατε εις τα πετεινα του ουρανου, οτι δεν σπειρουσιν ουδε θεριζουσιν ουδε συναγουσιν εις αποθηκας, και ο Πατηρ σας ο ουρανιος τρεφει αυτα· σεις δεν εισθε πολυ ανωτεροι αυτων;
58 Ωστε, αδελφοι μου αγαπητοι, γινεσθε στερεοι, αμετακινητοι, περισσευοντες παντοτε εις το εργον του Κυριου, γινωσκοντες οτι ο κοπος σας δεν ειναι ματαιος εν Κυριω.
24 Δεν φροντιζω ομως περι ουδενος τουτων ουδε εχω πολυτιμον την ζωην μου, ως το να τελειωσω τον δρομον μου μετα χαρας και την διακονιαν, την οποιαν ελαβον παρα του Κυριου Ιησου, να διακηρυξω το ευαγγελιον της χαριτος του Θεου.
8 υπαρχει τις και δεν εχει δευτερον· ναι, δεν εχει ουτε υιον ουτε αδελφον· και ομως δεν παυει απο παντος του μοχθου αυτου· μαλιστα ο οφθαλμος αυτου δεν χορταινει πλουτου· και δεν λεγει, δια τινα εγω κοπιαζω και στερω την ψυχην μου απο αγαθων; και τουτο ειναι ματαιοτης και περισπασμος λυπηρος.
11 Τα εκ ματαιοτητος πλουτη θελουσιν ελαττωθη· ο δε συναγων με την χειρα αυτου θελει αυξηνθη.
28 Ο κλεπτων ας μη κλεπτη πλεον, μαλλον δε ας κοπιαζη εργαζομενος το καλον με τας χειρας αυτου, δια να εχη να μεταδιδη εις τον χρειαν εχοντα.