1 Ζητειτε παρα του Κυριου υετον εν τω καιρω της οψιμου βροχης· και ο Κυριος θελει καμει αστραπας και θελει δωσει εις αυτους βροχας ομβρου, εις εκαστον βοτανην εν τω αγρω.
2 Διοτι τα ειδωλα ελαλησαν ματαιοτητα και οι μαντεις ειδον ορασεις ψευδεις και ελαλησαν ενυπνια ματαια· παρηγορουν ματαιως· δια τουτο μετετοπισθησαν ως ποιμνιον· εταραχθησαν, διοτι δεν υπηρχε ποιμην.
3 Ο θυμος μου εξηφθη κατα των ποιμενων και θελω τιμωρησει τους τραγους· διοτι ο Κυριος των δυναμεων επεσκεφθη το ποιμνιον αυτου, τον οικον Ιουδα, και εκαμεν αυτους ως ιππον αυτου ενδοξον εν μαχη.
4 Απ' αυτου εξηλθεν η γωνια, απ' αυτου ο πασσαλος, απ' αυτου το πολεμικον τοξον, απ' αυτου πας ηγεμων ομου.
5 Και θελουσιν εισθαι ως ισχυροι, καταπατουντες τους πολεμιους εν τω πηλω των οδων, εν τη μαχη· και θελουσι πολεμησει, διοτι ο Κυριος ειναι μετ' αυτων, και οι αναβαται των ιππων θελουσι καταισχυνθη.
6 Και θελω ενισχυσει τον οικον Ιουδα και τον οικον Ιωσηφ θελω σωσει, και θελω επαναφερει αυτους, διοτι ηλεησα αυτους· και θελουσιν εισθαι ως εαν δεν ειχον αποβαλει αυτους· διοτι εγω ειμαι Κυριος ο Θεος αυτων και θελω εισακουσει αυτων.
7 Και οι Εφραιμιται θελουσιν εισθαι ως ισχυρος και η καρδια αυτων θελει χαρη ως απο οινου· και τα τεκνα αυτων θελουσιν ιδει και χαρη· η καρδια αυτων θελει ευφρανθη εις τον Κυριον.
8 Θελω συριξει εις αυτους και θελω συναξει αυτους· διοτι εγω ελυτρωσα αυτους· και θελουσι πληθυνθη καθως ποτε επληθυνθησαν.
9 Και θελω σπειρει αυτους μεταξυ των λαων· και θελουσι με ενθυμηθη εν απομεμακρυσμενοις τοποις· και θελουσι ζησει μετα των τεκνων αυτων και θελουσιν επιστρεψει.
10 Και θελω επαναφερει αυτους εκ γης Αιγυπτου και συναξει αυτους εκ της Ασσυριας· και θελω φερει αυτους εις την γην Γαλααδ και εις τον Λιβανον, και δεν θελει εξαρκεσει εις αυτους.
11 Και θελει περασει δια της θαλασσης εν θλιψει και θελει παταξει τα κυματα εν τη θαλασση και παντα τα βαθη του ποταμου θελουσι ξηρανθη, και η υπερηφανια της Ασσυριας θελει καταβληθη και το σκηπτρον της Αιγυπτου θελει αφαιρεθη.
12 Και θελω ενισχυσει αυτους εις τον Κυριον, και θελουσι περιπατει εν τω ονοματι αυτου, λεγει Κυριος.
1 Peça ao Senhor a chuva de primavera, pois, é o Senhor quem faz o trovão, quem manda a chuva e lhes dá as plantas do campo.
2 Porque os ídolos falam mentiras, os adivinhadores têm falsas visões, e contam sonhos enganadores; o consolo que trazem é vão. Por isso o povo vagueia como ovelhas, aflitas pela falta de um pastor.
3 "Contra os pastores acende-se a minha ira, e contra os líderes eu agirei". Porque o Senhor dos Exércitos cuida de seu rebanho, o povo de Judá. Ele fará dele o seu brioso corcel na batalha.
4 Dele virão a pedra fundamental, e a estaca da tenda, o arco da batalha e os governantes.
5 Juntos serão como guerreiros que pisam a lama das ruas na batalha. Lutarão e derrubarão os cavaleiros porque o Senhor estará com eles.
6 "Assim, eu fortalecerei a tribo de Judá e salvarei a casa de José. Eu os restaurarei porque tenho compaixão deles. Eles serão como se eu nunca os tivesse rejeitado, porque eu sou o Senhor, o Deus deles, e lhes responderei.
7 Efraim será como um homem poderoso; seu coração se alegrará como se fosse com vinho, seus filhos o verão e se alegrarão; seus corações exultarão no Senhor.
8 Assobiarei para eles e os ajuntarei, pois eu já os resgatei. Serão numerosos como antes.
9 Embora eu os espalhe por entre os povos de terras distantes, eles se lembrarão de mim. Criarão seus filhos e voltarão.
10 Eu os farei retornar do Egito e os ajuntarei de volta da Assíria. Eu os levarei para as terras de Gileade e do Líbano, e mesmo assim não haverá espaço suficiente para eles.
11 Passarei pelo mar da aflição, ferirei o mar revoltoso, e as profundezas do Nilo se secarão. O orgulho da Assíria será abatido e o poder do Egito será derrubado.
12 Eu os fortalecerei no Senhor, em meu nome marcharão", diz o Senhor.