1 Και μοι εδειξε καθαρον ποταμον υδατος της ζωης λαμπρον ως κρυσταλλον, εξερχομενον εκ του θρονου του Θεου και του Αρνιου.
2 Εν τω μεσω της πλατειας αυτης και του ποταμου εντευθεν και εντευθεν ητο το δενδρον της ζωης, φερον καρπους δωδεκα, καθ' εκαστον μηνα καμνον τον καρπον αυτου, και τα φυλλα του δενδρου ειναι εις θεραπειαν των εθνων.
3 Και ουδεν αναθεμα θελει εισθαι πλεον· και ο θρονος του Θεου και του Αρνιου θελει εισθαι εν αυτη, και οι δουλοι αυτου θελουσι λατρευσει αυτον
4 και θελουσιν ιδει το προσωπον αυτου, και το ονομα αυτου θελει εισθαι επι των μετωπων αυτων.
5 Και νυξ δεν θελει εισθαι εκει, και δεν εχουσι χρειαν λυχνου και φωτος ηλιου, διοτι Κυριος ο Θεος φωτιζει αυτους, και θελουσι βασιλευσει εις τους αιωνας των αιωνων.