1 Μακαριος ο ανθρωπος, οστις δεν περιεπατησεν εν βουλη ασεβων, και εν οδω αμαρτωλων δεν εσταθη, και επι καθεδρας χλευαστων δεν εκαθησεν·
2 αλλ' εν τω νομω του Κυριου ειναι το θελημα αυτου, και εν τω νομω αυτου μελετα ημεραν και νυκτα.
3 Και θελει εισθαι ως δενδρον πεφυτευμενον παρα τους ρυακας των υδατων, το οποιον διδει τον καρπον αυτου εν τω καιρω αυτου, και το φυλλον αυτου δεν μαραινεται· και παντα, οσα αν πραττη, θελουσιν ευοδωθη.
4 Δεν θελουσιν εισθαι ουτως οι ασεβεις· αλλ' ως το λεπτον αχυρον, το οποιον εκριπτει ο ανεμος.
5 Δια τουτο δεν θελουσιν εγερθη οι ασεβεις εν τη κρισει, ουδε οι αμαρτωλοι εν τη συναξει των δικαιων.
6 Διοτι γνωριζει ο Κυριος την οδον των δικαιων· η δε οδος των ασεβων θελει απολεσθη.