Pensamentos

8 Το λοιπον, αδελφοι, οσα ειναι αληθη, οσα σεμνα, οσα δικαια, οσα καθαρα, οσα προσφιλη, οσα ευφημα, αν υπαρχη τις αρετη και εαν τις επαινος, ταυτα συλλογιζεσθε·

7 Οταν δε προσευχησθε, μη βαττολογησητε ως οι εθνικοι· διοτι νομιζουσιν οτι με την πολυλογιαν αυτων θελουσιν εισακουσθη.

23 Δοκιμασον με, Θεε, και γνωρισον την καρδιαν μου· εξετασον με και μαθε τους στοχασμους μου·

24 και ιδε, αν υπαρχη εν εμοι οδος ανομιας· και οδηγησον με εις την οδον την αιωνιον.

12 Διοτι ο λογος του Θεου ειναι ζων και ενεργος και κοπτερωτερος υπερ πασαν διστομον μαχαιραν και διερχεται μεχρι διαιρεσεως ψυχης τε και πνευματος, αρμων τε και μυελων, και διερευνα τους διαλογισμους και τας εννοιας της καρδιας·

10 Σας παρακαλω δε, αδελφοι, δια του ονοματος του Κυριου ημων Ιησου Χριστου, να λεγητε παντες το αυτο, και να μη ηναι σχισματα μεταξυ σας, αλλα να ησθε εντελως ηνωμενοι εχοντες το αυτο πνευμα και την αυτην γνωμην.

3 Αφιερονε τα εργα σου εις τον Κυριον, και αι βουλαι σου θελουσι στερεωθη.

11 Διοτι τις των ανθρωπων γινωσκει τα του ανθρωπου, ειμη το πνευμα του ανθρωπου το εν αυτω; Ουτω και τα του Θεου ουδεις γινωσκει ειμη το Πνευμα του Θεου.

2 Πασαι αι οδοι του ανθρωπου φαινονται ορθαι εις τους οφθαλμους αυτου· πλην ο Κυριος σταθμιζει τας καρδιας.

26 Σταθμιζε το βαδισμα των ποδων σου, και πασαι αι οδοι σου θελουσι κατευθυνθη.

8 Διοτι αι βουλαι μου δεν ειναι βουλαι υμων ουδε οδοι υμων αι οδοι μου, λεγει Κυριος.

1 Εν τω μεταξυ αφου συνηθροισθησαν αι μυριαδες του οχλου, ωστε κατεπατουν αλληλους, ηρχισε να λεγη προς τους μαθητας αυτου πρωτον· Προσεχετε εις εαυτους απο της ζυμης των Φαρισαιων, ητις ειναι υποκρισις.

2 Αλλα δεν ειναι ουδεν κεκαλυμμενον, το οποιον δεν θελει ανακαλυφθη, και κρυπτον, το οποιον δεν θελει γνωρισθη·

3 οθεν οσα ειπετε εν τω σκοτει εν τω φωτι θελουσιν ακουσθη, και ο, τι ελαλησατε προς το ωτιον εν τοις ταμειοις θελει κηρυχθη επι των δωματων.

4 Λεγω δε προς εσας τους φιλους μου· Μη φοβηθητε απο των αποκτεινοντων το σωμα και μετα ταυτα μη δυναμενων περισσοτερον τι να πραξωσι.

5 Θελω δε σας δειξει ποιον να φοβηθητε· Φοβηθητε εκεινον, οστις αφου αποκτεινη, εχει εξουσιαν να ριψη εις την γεενναν· ναι, σας λεγω, τουτον φοβηθητε.

6 Δεν πωλουνται πεντε στρουθια δια δυο ασσαρια; και εν εξ αυτων δεν ειναι λελησμονημενον ενωπιον του Θεου·

7 αλλα και αι τριχες της κεφαλης υμων ειναι πασαι ηριθμημεναι. Μη φοβεισθε λοιπον· απο πολλων στρουθιων διαφερετε.

8 Σας λεγω δε· Πας οστις με ομολογηση εμπροσθεν των ανθρωπων, και ο Υιος του ανθρωπου θελει ομολογησει αυτον εμπροσθεν των αγγελων του Θεου·

9 οστις δε με αρνηθη ενωπιον των ανθρωπων, και ο Υιος του ανθρωπου θελει αρνηθη αυτον ενωπιον των αγγελων του Θεου.

10 Και πας οστις θελει ειπει λογον κατα του Υιου του ανθρωπου, θελει συγχωρηθη εις αυτον· οστις ομως βλασφημηση κατα του Αγιου Πνευματος, εις αυτον δεν θελει συγχωρηθη.

11 Οταν δε σας φερωσιν εις τας συναγωγας και τας αρχας και τας εξουσιας, μη μεριμνατε πως η τι να απολογηθητε, η τι να ειπητε·

12 διοτι το Αγιον Πνευμα θελει σας διδαξει εν αυτη τη ωρα τι πρεπει να ειπητε.

13 Ειπε δε τις προς αυτον εκ του οχλου· Διδασκαλε, ειπε προς τον αδελφον μου να μοιρασθη μετ' εμου την κληρονομιαν.

14 Ο δε ειπε προς αυτον· Ανθρωπε, τις με κατεστησε δικαστην η μεριστην εφ' υμας;

15 Και ειπε προς αυτους· Προσεχετε και φυλαττεσθε απο της πλεονεξιας· διοτι εαν τις εχη περισσα, η ζωη αυτου δεν συνισταται εκ των υπαρχοντων αυτου.

16 Ειπε δε προς αυτους παραβολην, λεγων· Ανθρωπου τινος πλουσιου ηυτυχησαν τα χωραφια·

17 Και διελογιζετο εν εαυτω λεγων· Τι να καμω, διοτι δεν εχω που να συναξω τους καρπους μου;

18 Και ειπε· Τουτο θελω καμει· θελω χαλασει τας αποθηκας μου και θελω οικοδομησει μεγαλητερας και συναξει εκει παντα τα γεννηματα μου και τα αγαθα μου,

19 και θελω ειπει προς την ψυχην μου· Ψυχη, εχεις πολλα αγαθα εναποτεταμιευμενα δι' ετη πολλα· αναπαυου, φαγε, πιε, ευφραινου.

20 Ειπε δε προς αυτον ο Θεος· Αφρον, ταυτην την νυκτα την ψυχην σου απαιτουσιν απο σου· οσα δε ητοιμασας, τινος θελουσιν εισθαι;

21 Ουτω θελει εισθαι οστις θησαυριζει εις εαυτον και δεν πλουτει εις Θεον.

22 Ειπε δε προς τους μαθητας αυτου· Δια τουτο λεγω προς εσας, Μη μεριμνατε δια την ζωην σας, τι να φαγητε, μηδε δια το σωμα, τι να ενδυθητε.

23 Η ζωη ειναι τιμιωτερον της τροφης και το σωμα του ενδυματος.

24 Παρατηρησατε τους κορακας, οτι δεν σπειρουσιν ουδε θεριζουσιν, οιτινες δεν εχουσι ταμειον ουδε αποθηκην, και ο Θεος τρεφει αυτους· ποσω μαλλον σεις διαφερετε των πτηνων.

25 Και τις εξ υμων μεριμνων δυναται να προσθεση εις το αναστημα αυτου μιαν πηχυν;

26 Εαν λοιπον ουδε το ελαχιστον δυνασθε, τι μεριμνατε περι των λοιπων;

27 Παρατηρησατε τα κρινα πως αυξανουσι· δεν κοπιαζουσιν ουδε κλωθουσι· σας λεγω ομως, ουδε ο Σολομων εν παση τη δοξη αυτου ενεδυθη ως εν τουτων.

28 Αλλ' εαν τον χορτον, οστις σημερον ειναι εν τω αγρω και αυριον ριπτεται εις κλιβανον, ο Θεος ενδυη ουτω, ποσω μαλλον εσας, ολιγοπιστοι.

29 Και σεις μη ζητειτε τι να φαγητε η τι να πιητε, και μη ησθε μετεωροι·

30 διοτι ταυτα παντα ζητουσι τα εθνη του κοσμου· υμων δε ο Πατηρ εξευρει οτι εχετε χρειαν τουτων·

31 πλην ζητειτε την βασιλειαν του Θεου, και ταυτα παντα θελουσι σας προστεθη.

32 Μη φοβου, μικρον ποιμνιον· διοτι ο Πατηρ σας ηυδοκησε να σας δωση την βασιλειαν.

33 Πωλησατε τα υπαρχοντα σας και δοτε ελεημοσυνην. Καμετε εις εαυτους βαλαντια τα οποια δεν παλαιουνται, θησαυρον εν τοις ουρανοις οστις δεν εκλειπει, οπου κλεπτης δεν πλησιαζει ουδε ο σκωληξ διαφθειρει·

34 διοτι οπου ειναι ο θησαυρος σας, εκει θελει εισθαι και η καρδια σας.

35 Ας ηναι αι οσφυες σας περιεζωσμεναι και οι λυχνοι καιομενοι·

36 και σεις ομοιοι με ανθρωπους, οιτινες προσμενουσι τον κυριον αυτων, ποτε θελει επιστρεψει εκ των γαμων, δια να ανοιξωσιν ευθυς εις αυτον οταν ελθη και κρουση.

37 Μακαριοι οι δουλοι εκεινοι, τους οποιους ελθων ο κυριος θελει ευρει αγρυπνουντας. Αληθως σας λεγω, οτι θελει περιζωσθη και καθισει αυτους εις την τραπεζαν, και ελθων εις το μεσον θελει υπηρετησει αυτους.

38 Και εαν ελθη εν τη δευτερα φυλακη και εν τη τριτη φυλακη ελθη και ευρη ουτω, μακαριοι ειναι οι δουλοι εκεινοι.

39 Τουτο δε γινωσκετε, οτι εαν ηξευρεν ο οικοδεσποτης ποιαν ωραν ο κλεπτης ερχεται, ηθελεν αγρυπνησει και δεν ηθελεν αφησει να διορυχθη ο οικος αυτου.

40 Και σεις λοιπον γινεσθε ετοιμοι· διοτι καθ' ην ωραν δεν στοχαζεσθε, ερχεται ο Υιος του ανθρωπου.

41 Ειπε δε προς αυτον ο Πετρος· Κυριε, προς ημας λεγεις την παραβολην ταυτην η και προς παντας;

42 Και ο Κυριος ειπε· Τις λοιπον ειναι ο πιστος οικονομος και φρονιμος, τον οποιον θελει καταστησει ο κυριος αυτου επι των υπηρετων αυτου, δια να διδη εν καιρω την διωρισμενην τροφην;

43 Μακαριος ο δουλος εκεινος, τον οποιον ελθων ο κυριος αυτου θελει ευρει πραττοντα ουτως.

44 Αληθως σας λεγω, οτι θελει καταστησει αυτον επι παντων των υπαρχοντων αυτου.

45 Εαν δε ειπη ο δουλος εκεινος εν τη καρδια αυτου, Βραδυνει να ελθη ο κυριος μου· και αρχιση να δερη τους δουλους και τας δουλας, και να τρωγη και να πινη και να μεθυη,

46 θελει ελθει ο κυριος του δουλου εκεινου, καθ' ην ημεραν δεν προσμενει και καθ' ην ωραν δεν εξευρει, και θελει αποχωρισει αυτον, και το μερος αυτου θελει θεσει μετα των απιστων.

47 Εκεινος δε ο δουλος, οστις γνωρισας το θελημα του κυριου αυτου δεν ητοιμασεν ουδε εκαμε κατα το θελημα αυτου, θελει δαρθη πολυ·

48 οστις ομως μη γνωρισας επραξεν αξια δαρμων, θελει δαρθη ολιγον· εις παντα δε, εις τον οποιον εδοθη πολυ, πολυ θελει ζητηθη παρ' αυτου, και εις οντινα ενεπιστευθη πολυ, περισσοτερον θελουσιν απαιτησει παρ' αυτου.

49 Πυρ ηλθον να βαλω εις την γην, και τι θελω, εαν ηδη ανηφθη;

50 Βαπτισμα δε εχω να βαπτισθω, και πως στενοχωρουμαι εωσου εκτελεσθη.

51 Νομιζετε οτι ηλθον να δωσω ειρηνην εν τη γη; ουχι, σας λεγω, αλλα διαχωρισμον.

52 Διοτι απο του νυν θελουσιν εισθαι πεντε εν οικω ενι διακεχωρισμενοι, οι τρεις κατα των δυο και οι δυο κατα των τριων·

53 Θελει διαχωρισθη πατηρ κατα υιου και υιος κατα πατρος, μητηρ κατα θυγατρος και θυγατηρ κατα μητρος, πενθερα κατα της νυμφης αυτης και νυμφη κατα της πενθερας αυτης.

54 Ελεγε και προς τους οχλους· Οταν ιδητε την νεφελην ανυψουμενην απο δυσμων, ευθυς λεγετε, Βροχη ερχεται, και γινεται ουτω·

55 και οταν νοτον πνεοντα, λεγετε οτι καυσων θελει εισθαι, και γινεται.

56 Υποκριται, το προσωπον της γης και του ουρανου εξευρετε να διακρινητε, τον δε καιρον τουτον πως δεν διακρινετε;

57 Δια τι δε και αφ' εαυτων δεν κρινετε το δικαιον;

58 Ενω λοιπον υπαγεις μετα του αντιδικου σου προς τον αρχοντα, προσπαθησον καθ' οδον να απαλλαχθης απ' αυτου, μηποτε σε συρη προς τον κριτην, και ο κριτης σε παραδωση εις τον υπηρετην, και ο υπηρετης σε βαλη εις φυλακην.

59 Σοι λεγω, δεν θελεις εξελθει εκειθεν, εωσου αποδωσης και το εσχατον λεπτον.

1 Κυριε, εδοκιμασας με και με εγνωρισας.

2 Συ γνωριζεις το καθισμα μου και την εγερσιν μου· νοεις τους λογισμους μου απο μακροθεν.

1 Εκαμον συνθηκην μετα των οφθαλμων μου· και πως να εχω τον στοχασμον μου επι παρθενον;

20 Ελεγε δε οτι το εξερχομενον εκ του ανθρωπου, εκεινο μολυνει τον ανθρωπον.

21 Διοτι εσωθεν εκ της καρδιας των ανθρωπων εξερχονται οι διαλογισμοι οι κακοι, μοιχειαι, πορνειαι, φονοι,

22 κλοπαι, πλεονεξιαι, πονηριαι, δολος, ασελγεια, βλεμμα πονηρον· βλασφημια, υπερηφανια, αφροσυνη·

23 παντα ταυτα τα πονηρα εσωθεν εξερχονται και μολυνουσι τον ανθρωπον.

7 Ας εγκαταλιπη ο ασεβης την οδον αυτου και ο αδικος τας βουλας αυτου· και ας επιστρεψη προς τον Κυριον, και θελει ελεησει αυτον· και προς τον Θεον ημων, διοτι αυτος θελει συγχωρησει αφθονως.

25 Δια τουτο σας λεγω, μη μεριμνατε περι της ζωης σας τι να φαγητε και τι να πιητε, μηδε περι του σωματος σας τι να ενδυθητε· δεν ειναι η ζωη τιμιωτερον της τροφης και το σωμα του ενδυματος;

3 Διοτι λεγω δια της χαριτος της εις εμε δοθεισης προς παντα οστις ειναι μεταξυ σας, να μη φρονη υψηλοτερα παρ' ο, τι πρεπει να φρονη, αλλα να φρονη ωστε να σωφρονη, κατα το μετρον της πιστεως, το οποιον ο Θεος εμοιρασεν εις εκαστον.

18 Μηδεις ας μη εξαπατα εαυτον· εαν τις μεταξυ σας νομιζη οτι ειναι σοφος εν τω κοσμω τουτω, ας γεινη μωρος δια να γεινη σοφος.

12 Υπαρχει οδος, ητις φαινεται ορθη εις τον ανθρωπον, αλλα τα τελη αυτης φερουσιν εις θανατον.

2 και μη συμμορφονεσθε με τον αιωνα τουτον, αλλα μεταμορφονεσθε δια της ανακαινισεως του νοος σας, ωστε να δοκιμαζητε τι ειναι το θελημα του Θεου, το αγαθον και ευαρεστον και τελειον.

23 Μετα πασης φυλαξεως φυλαττε την καρδιαν σου· διοτι εκ ταυτης προερχονται αι εκβασεις της ζωης.

13 Δια τουτο αναζωσθεντες τας οσφυας της διανοιας σας, εγκρατευεσθε και εχετε τελειαν ελπιδα εις την χαριν την ερχομενην εις εσας, οταν αποκαλυφθη ο Ιησους Χριστος,

20 Εις δε τον δυναμενον υπερεκπερισσου να καμη υπερ παντα οσα ζητουμεν η νοουμεν, κατα την δυναμιν την ενεργουμενην εν ημιν,

21 εις αυτον εστω η δοξα εν τη εκκλησια δια Ιησου Χριστου εις πασας τας γενεας του αιωνος των αιωνων· αμην.