1 Visto que a Lei tem a sombra dos bens vindouros, não a mesma imagem das coisas, nunca pode, pelos mesmos sacrifícios que eles oferecem continuamente de ano em ano, fazer perfeitos aos que se chegam a Deus.
2 De outra sorte não teriam cessado de se oferecer, porque os adoradores, tendo sido uma vez purificados, não teriam tido mais consciência de pecados?
3 Nestes sacrifícios, porém, há recordação de pecados todos os anos;
4 pois é impossível que sangue de touros e de bodes tire pecados.
5 Por isso entrando no mundo, diz: Sacrifício e oferta não quiseste, Mas corpo me formaste;
6 Não te deleitaste em holocaustos e sacrifícios pelos pecados.
7 Então eu disse: Eis aqui venho (No rol do livro está escrito de mim) Para fazer, ó Deus, a tua vontade.
8 Dizendo acima que sacrifícios e ofertas e holocaustos e sacrifícios pelo pecado não quiseste, nem te deleitaste neles (os quais são oferecidos segundo a Lei),
9 então disse: Eis aqui venho para fazer a tua vontade. Tira o primeiro para estabelecer o segundo.
10 Na qual vontade temos sido santificados pela oferta do corpo de Jesus Cristo feita uma vez para sempre.
11 Na verdade todo o sacerdote se apresenta dia após dia, ministrando e oferecendo muitas vezes os mesmos sacrifícios, os quais nunca podem tirar pecados;
12 mas este, havendo oferecido para sempre um só sacrifício pelos pecados, sentou-se à destra de Deus,
13 daí em diante esperando até que os seus inimigos sejam postos por escabelo dos seus pés.
14 Pois com uma só oferta tem aperfeiçoado para sempre aos que são santificados.
15 O Espírito Santo também nos testifica, porque depois de haver dito:
16 Esta é a aliança que farei com eles Depois daqueles dias, diz o Senhor: Imprimindo as minhas leis nos seus corações, Eu as escreverei sobre a mente deles, acrescenta:
17 Dos seus pecados e das suas iniqüidades não me lembrarei mais.
18 Ora onde há remissão destes, não há mais oferta pelo pecado.
19 Portanto, irmãos, tendo confiança de entrarmos no santo lugar pelo sangue de Jesus,
20 pelo caminho que nos inaugurou, caminho novo e de vida, pelo véu, isto é, pela sua carne,
21 e tendo um grande sacerdote sobre a casa de Deus,
22 cheguemo-nos com coração sincero em plena certeza da fé, tendo os nossos corações purificados de uma consciência má e lavados os nossos corpos com água pura;
23 firmes guardemos inabalável a confissão da nossa esperança, porque fiél é o que fez a promessa,
24 e consideremo-nos uns aos outros, para nos estimularmos ao amor e às boas obras,
25 não abandonando a nossa congregação, como é costume de alguns, mas exortando uns aos outros, e tanto mais quanto vedes chegar o dia.
26 Pois se pecamos voluntariamente, depois de termos recebido o pleno conhecimento da verdade, já não resta mais sacrifício pelos pecados,
27 senão uma certa expectação terrível do juízo e um ardor de fogo que há de devorar aos adversários.
28 Aquele que transgride a Lei de Moisés, sendo-lhe provado com duas ou três testemunhas, morre sem misericórdia;
29 de quanto mais severo castigo, pensais vós, será julgado digno aquele que calca aos pés o Filho de Deus e tem em conta de profano o sangue da aliança, com que foi santificado, e ultraja ao Espírito da graça?
30 Pois conhecemos aquele que disse: Minha é a vingança, eu retribuirei; e outra vez: O Senhor julgará ao seu povo.
31 Horrenda coisa é cair nas mãos do Deus vivo.
32 Lembrai-vos, porém, dos dias anteriores, em que, depois que fostes iluminados, padecestes um grande conflito de sofrimentos;
33 pois por um lado fostes feitos um espetáculo tanto por ludibrios como por aflições, e por outro tendes-vos tornado companheiros dos que foram assim tratados.
34 Pois não só vos compadecestes dos encarcerados, mas aceitastes com gozo o despojo de vossos bens, conhecendo que vós vos tendes a vós mesmos como uma possessão mais excelente e durável.
35 Não lanceis fora, portanto, a vossa confiança, a qual tem uma grande recompensa.
36 Pois tendes necessidade da perseverança para que, tendo feito a vontade de Deus, alcanceis a promessa.
37 Pois ainda em bem pouco tempo Aquele que há de vir, virá, e não tardará;
38 Mas o meu justo viverá da fé, E se ele recuar, nele não tem prazer a minha alma.
39 Mas nós não somos dos que retrocedem para perdição; mas dos que têm a fé para a salvação da alma.
1 σκιαν γαρ εχων ο νομος των μελλοντων αγαθων ουκ αυτην την εικονα των πραγματων κατ ενιαυτον ταις αυταις θυσιαις ας προσφερουσιν εις το διηνεκες ουδεποτε δυναται τους προσερχομενους τελειωσαι
2 επει ουκ αν επαυσαντο προσφερομεναι δια το μηδεμιαν εχειν ετι συνειδησιν αμαρτιων τους λατρευοντας απαξ κεκαθαρμενους
3 αλλ εν αυταις αναμνησις αμαρτιων κατ ενιαυτον
4 αδυνατον γαρ αιμα ταυρων και τραγων αφαιρειν αμαρτιας
5 διο εισερχομενος εις τον κοσμον λεγει θυσιαν και προσφοραν ουκ ηθελησας σωμα δε κατηρτισω μοι
6 ολοκαυτωματα και περι αμαρτιας ουκ ευδοκησας
7 τοτε ειπον ιδου ηκω εν κεφαλιδι βιβλιου γεγραπται περι εμου του ποιησαι ο θεος το θελημα σου
8 ανωτερον λεγων οτι θυσιαν και προσφοραν και ολοκαυτωματα και περι αμαρτιας ουκ ηθελησας ουδε ευδοκησας αιτινες κατα τον νομον προσφερονται
9 τοτε ειρηκεν ιδου ηκω του ποιησαι ο θεος το θελημα σου αναιρει το πρωτον ινα το δευτερον στηση
10 εν ω θεληματι ηγιασμενοι εσμεν {VAR1: οι } δια της προσφορας του σωματος του ιησου χριστου εφαπαξ
11 και πας μεν ιερευς εστηκεν καθ ημεραν λειτουργων και τας αυτας πολλακις προσφερων θυσιας αιτινες ουδεποτε δυνανται περιελειν αμαρτιας
12 αυτος δε μιαν υπερ αμαρτιων προσενεγκας θυσιαν εις το διηνεκες εκαθισεν εν δεξια του θεου
13 το λοιπον εκδεχομενος εως τεθωσιν οι εχθροι αυτου υποποδιον των ποδων αυτου
14 μια γαρ προσφορα τετελειωκεν εις το διηνεκες τους αγιαζομενους
15 μαρτυρει δε ημιν και το πνευμα το αγιον μετα γαρ το προειρηκεναι
16 αυτη η διαθηκη ην διαθησομαι προς αυτους μετα τας ημερας εκεινας λεγει κυριος διδους νομους μου επι καρδιας αυτων και επι των διανοιων αυτων επιγραψω αυτους
17 και των αμαρτιων αυτων και των ανομιων αυτων ου μη μνησθω ετι
18 οπου δε αφεσις τουτων ουκετι προσφορα περι αμαρτιας
19 εχοντες ουν αδελφοι παρρησιαν εις την εισοδον των αγιων εν τω αιματι ιησου
20 ην ενεκαινισεν ημιν οδον προσφατον και ζωσαν δια του καταπετασματος τουτ εστιν της σαρκος αυτου
21 και ιερεα μεγαν επι τον οικον του θεου
22 προσερχωμεθα μετα αληθινης καρδιας εν πληροφορια πιστεως ερραντισμενοι τας καρδιας απο συνειδησεως πονηρας και λελουμενοι το σωμα υδατι καθαρω
23 κατεχωμεν την ομολογιαν της ελπιδος ακλινη πιστος γαρ ο επαγγειλαμενος
24 και κατανοωμεν αλληλους εις παροξυσμον αγαπης και καλων εργων
25 μη εγκαταλειποντες την επισυναγωγην εαυτων καθως εθος τισιν αλλα παρακαλουντες και τοσουτω μαλλον οσω βλεπετε εγγιζουσαν την ημεραν
26 εκουσιως γαρ αμαρτανοντων ημων μετα το λαβειν την επιγνωσιν της αληθειας ουκετι περι αμαρτιων απολειπεται θυσια
27 φοβερα δε τις εκδοχη κρισεως και πυρος ζηλος εσθιειν μελλοντος τους υπεναντιους
28 αθετησας τις νομον μωσεως χωρις οικτιρμων επι δυσιν η τρισιν μαρτυσιν αποθνησκει
29 ποσω δοκειτε χειρονος αξιωθησεται τιμωριας ο τον υιον του θεου καταπατησας και το αιμα της διαθηκης κοινον ηγησαμενος εν ω ηγιασθη και το πνευμα της χαριτος ενυβρισας
30 οιδαμεν γαρ τον ειποντα εμοι εκδικησις εγω ανταποδωσω λεγει κυριος και παλιν κυριος κρινει τον λαον αυτου
31 φοβερον το εμπεσειν εις χειρας θεου ζωντος
32 αναμιμνησκεσθε δε τας προτερον ημερας εν αις φωτισθεντες πολλην αθλησιν υπεμεινατε παθηματων
33 τουτο μεν ονειδισμοις τε και θλιψεσιν θεατριζομενοι τουτο δε κοινωνοι των ουτως αναστρεφομενων γενηθεντες
34 και γαρ τοις δεσμοις μου συνεπαθησατε και την αρπαγην των υπαρχοντων υμων μετα χαρας προσεδεξασθε γινωσκοντες εχειν εν εαυτοις κρειττονα υπαρξιν εν ουρανοις και μενουσαν
35 μη αποβαλητε ουν την παρρησιαν υμων ητις εχει μισθαποδοσιαν μεγαλην
36 υπομονης γαρ εχετε χρειαν ινα το θελημα του θεου ποιησαντες κομισησθε την επαγγελιαν
37 ετι γαρ μικρον οσον οσον ο ερχομενος ηξει και ου χρονιει
38 ο δε δικαιος εκ πιστεως ζησεται και εαν υποστειληται ουκ ευδοκει η ψυχη μου εν αυτω
39 ημεις δε ουκ εσμεν υποστολης εις απωλειαν αλλα πιστεως εις περιποιησιν ψυχης