1 Samuel tomou um pequeno frasco de óleo e derramou-o na cabeça de Saul; beijou-o e disse: O Senhor te confere esta unção para que sejas chefe da sua herança.
2 Quando te apartares hoje de mim, encontrarás dois homens junto do túmulo de Raquel, na terra de Benjamim, em Selsac. Eles te dirão: As jumentas que foste procurar foram encontradas. Teu pai não se inquieta mais por elas, mas tem cuidado por vós, e aflige-se perguntando o que poderá fazer por vós.
3 Seguirás o teu caminho até o carvalho de Tabor, onde se apresentarão a ti três homens que sobem a adorar a Deus em Betel, levando um três cabritos, outro três fatias de pão, e o terceiro um odre de vinho.
4 Depois de te saudarem, dar-te-ão dois pães e tu os receberás de suas mãos.
5 Depois disso, chegarás a Gabaa-Eloim onde se encontra o governador dos filisteus. À entrada da cidade encontrarás um grupo de profetas descendo do lugar alto, precedidos de saltérios, de tímpanos, de flautas e de cítaras, profetizando.
6 O Espírito do Senhor virá também sobre ti, profetizarás com eles e tornar-te-ás um outro homem.
7 Quando vires acontecer todos esses sinais, faze o que a circunstância te ditar, porque Deus estará contigo.
8 Descerás antes de mim a Gálgala; irei ter contigo ali, para oferecer holocaustos e sacrifícios pacíficos. Esperarás sete dias até que eu chegue; então instruir-te-ei sobre o que deverás fazer.
9 Logo que Saul voltou as costas, despedindo-se de Samuel, Deus transformou-lhe o coração. Todos esses sinais se cumpriram no mesmo dia.
10 Chegando ele a Gabaa, veio-lhe ao encontro um grupo de profetas; o Espírito de Deus apoderou-se de Saul e ele pôs-se a profetizar no meio deles.
11 Todos os que o tinham conhecido antes, vendo-o cantar com os profetas, perguntavam uns aos outros: Que aconteceu ao filho de Cis? Porventura também Saul está entre os profetas?
12 Dentre a multidão, alguém perguntou: Quem é o pai dele? De onde o provérbio: Porventura também Saul está entre os profetas?
13 Acabados esses cânticos proféticos, foi Saul para o lugar alto.
14 Seu tio disse-lhe então, e ao seu servo: Aonde fostes? Saul respondeu: À procura das jumentas; mas não as encontramos e, por isso, fomos ter com Samuel.
15 Conta-me, replicou o tio, o que vos disse Samuel.
16 Saul disse-lhe: Declarou-nos que as jumentas tinham já sido encontradas; mas nada lhe contou do que tinha dito o vidente relativamente ao reino.
17 Samuel convocou o povo diante do Senhor, em Masfa:
18 Assim, disse ele aos israelitas, fala o Senhor, Deus de Israel: Eu vos tirei do Egito, livrei-vos das mãos dos egípcios e de todos os reis que vos oprimiam.
19 Vós, porém, rejeitastes hoje o vosso Deus que vos salvou de todos os males e de todas as tribulações, e dissestes: Estabelecei um rei sobre nós. Pois bem: ponde-vos por ordem de tribos e de milhares e apresentai-vos diante do Senhor.
20 Samuel mandou que se aproximassem todas as tribos de Israel, e a tribo de Benjamim foi designada {pela sorte}.
21 Mandou vir a tribo de Benjamim por famílias, e a família de Metri foi designada. E a escolha caiu, enfim, sobre Saul, filho de Cis. Procuraram-no, mas não o encontraram.
22 Consultaram então de novo o Senhor: Haverá ainda alguém que tenha vindo aqui? O Senhor respondeu: Ele escondeu-se no meio das bagagens.
23 Correram a buscá-lo e colocaram-no no meio da multidão, a qual ele excedia em altura do ombro para cima.
24 Samuel disse ao povo: Vedes aquele que o Senhor escolheu? Não há em todo o povo quem lhe seja semelhante. E todos o aclamaram, dizendo: Viva o rei!
25 Samuel expôs em seguida ao povo os direitos do rei, consignou-os em um livro que depositou diante do Senhor, e despediu todo o povo, cada um para a sua casa.
26 Saul voltou também para sua casa, em Gabaa, acompanhado de homens valentes, cujos corações tinham sido tocados por Deus.
27 Houve, porém, alguns homens maus que disseram: Que poderá este fazer por nós? Por isso desprezaram-no e não lhe levaram presente algum. Mas Saul não fez caso disso.
1 Τοτε ελαβεν ο Σαμουηλ την φιαλην του ελαιου, και εχυσεν επι την κεφαλην αυτου, και εφιλησεν αυτον και ειπε, Δεν σε εχρισε Κυριος αρχοντα επι της κληρονομιας αυτου;
2 Αφου αναχωρησης απ' εμου σημερον, θελεις ευρει δυο ανθρωπους πλησιον του ταφου της Ραχηλ, κατα το οριον του Βενιαμιν εν Σελσα· και θελουσιν ειπει προς σε, Ευρεθησαν αι ονοι, τας οποιας υπηγες να ζητησης· και ιδου, ο πατηρ σου, αφησας την φροντιδα των ονων, υπερλυπειται δια σας, λεγων, Τι να καμω περι του υιου μου;
3 Και προχωρησας εκειθεν, θελεις ελθει εως της δρυος του Θαβωρ, και εκει θελουσι σε ευρει τρεις ανθρωποι αναβαινοντες προς τον Θεον εις Βαιθηλ, ο εις φερων τρια εριφια, και ο αλλος φερων τρεις αρτους, και ο αλλος φερων ασκον οινου·
4 και θελουσι σε χαιρετησει και σοι δωσει δυο αρτους, τους οποιους θελεις δεχθη εκ των χειρων αυτων.
5 Μετα ταυτα θελεις υπαγει εις το βουνον του Θεου, οπου ειναι η φρουρα των Φιλισταιων· και οταν υπαγης εκει εις την πολιν, θελεις απαντησει αθροισμα προφητων καταβαινοντων απο του υψηλου τοπου εν ψαλτηριω και τυμπανω και αυλω και κιθαρα εμπροσθεν αυτων, και προφητευοντων.
6 Και θελει επελθει επι σε πνευμα Κυριου, και θελεις προφητευσει μετ' αυτων και θελεις μεταβληθη εις αλλον ανθρωπον.
7 Και οταν τα σημεια ταυτα ελθωσιν επι σε, καμνε ο, τι δυνασαι διοτι ο Θεος ειναι μετα σου.
8 Και θελεις καταβη προ εμου εις Γαλγαλα· και ιδου, εγω θελω καταβη προς σε, δια να προσφερω ολοκαυτωματα, να θυσιασω θυσιας ειρηνικας· προσμενε επτα ημερας, εωσου ελθω προς σε και σοι αναγγειλω τι εχεις να καμης.
9 Και οτε εστρεψε τα νωτα αυτου δια να αναχωρηση απο του Σαμουηλ, ο Θεος εδωκεν εις αυτον αλλην καρδιαν· και ηλθον παντα εκεινα τα σημεια εν τη ημερα εκεινη.
10 Και οτε ηλθον εκει εις το βουνον, ιδου, αθροισμα προφητων συνηντησεν αυτον· και επηλθεν επ' αυτον Πνευμα Θεου, και επροφητευσε μεταξυ αυτων.
11 Και ως ειδον οι γνωριζοντες αυτον προτερον, και ιδου, προεφητευε μετα των προφητων, τοτε ελεγεν ο λαος, εκαστος προς τον πλησιον αυτου, Τι ειναι τουτο, το οποιον εγεινεν εις τον υιον του Κεις; και Σαουλ εν προφηταις;
12 Εις δε εκ των εκει απεκριθη και ειπεν, Και τις ειναι ο πατηρ αυτων; Δια τουτο εγεινε παροιμια, Και Σαουλ εν προφηταις;
13 Και αφου ετελειωσε προφητευων, ηλθεν εις τον υψηλον τοπον.
14 Και ειπεν ο θειος του Σαουλ προς αυτον και προς τον υπηρετην αυτου, Που υπηγετε; Και ειπε, να ζητησωμεν τας ονους. και οτε ειδομεν οτι δεν ησαν, ηλθομεν προς τον Σαμουηλ.
15 Και ειπεν ο θειος του Σαουλ, Αναγγειλον μοι, σε παρακαλω, τι σας ειπεν ο Σαμουηλ.
16 Και ειπεν ο Σαουλ προς τον θειον αυτου, Μας ειπε μετα βεβαιοτητος οτι ευρεθησαν αι ονοι· τον λογον ομως περι της βασιλειας, τον οποιον ο Σαμουηλ ειπε, δεν εφανερωσεν εις αυτον.
17 Και συνηγαγεν ο Σαμουηλ τον λαον προς τον Κυριον εις Μισπα·
18 και ειπε προς τους υιους Ισραηλ, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ· Εγω ανεβιβασα τον Ισραηλ εξ Αιγυπτου, και σας ηλευθερωσα εκ χειρος των Αιγυπτιων και εκ χειρος πασων των βασιλειων, αιτινες σας κατεθλιβον·
19 και σεις την ημεραν ταυτην απεβαλετε τον Θεον σας, οστις σας εσωσεν απο παντων των κακων σας και των θλιψεων σας, και ειπετε προς αυτον, Ουχι, αλλα καταστησον βασιλεα εφ' ημας. Τωρα λοιπον παρουσιασθητε ενωπιον του Κυριου, κατα τας φυλας σας και κατα τας χιλιαδας σας.
20 Και οτε εκαμεν ο Σαμουηλ πασας τας φυλας του Ισραηλ να πλησιασωσιν, επιασθη η φυλη του Βενιαμιν.
21 Και αφου εκαμε την φυλην του Βενιαμιν να πλησιαση κατα τας οικογενειας αυτων, επιασθη η οικογενεια του Ματρει, και επιασθη ο Σαουλ ο υιος του Κεις· εζητησαν δε αυτον και δεν ευρεθη.
22 Οθεν εζητησαν ετι παρα του Κυριου, αν ο ανθρωπος ερχηται ετι εκει. Και ειπε Κυριος, Ιδου, αυτος ειναι κεκρυμμενος μεταξυ της αποσκευης.
23 Τοτε εδραμον και ελαβον αυτον εκειθεν· και οτε εσταθη μεταξυ του λαου, εξειχεν υπερ παντα τον λαον, απο τους ωμους αυτου και επανω.
24 Και ειπεν ο Σαμουηλ προς παντα τον λαον, Βλεπετε εκεινον, τον οποιον εξελεξεν ο Κυριος, οτι δεν ειναι ομοιος αυτου μεταξυ παντος του λαου; Και πας ο λαος ηλαλαξε και ειπε, Ζητω ο βασιλευς.
25 Και ειπεν ο Σαμουηλ προς τον λαον τον τροπον της βασιλειας, και εγραψεν αυτον εν βιβλιω και εθεσεν εμπροσθεν του Κυριου. Και απελυσεν ο Σαμουηλ παντα τον λαον, εκαστον εις τον οικον αυτου.
26 Και ο Σαουλ ομοιως ανεχωρησεν εις τον οικον αυτου εις Γαβαα· και υπηγε μετ' αυτου εκει ταγμα πολεμιστων, των οποιων τας καρδιας ειχε διαθεσει ο Θεος.
27 Ανθρωποι ομως κακοι ειπον, Πως θελει σωσει ημας ουτος; Και κατεφρονησαν αυτον και δεν προσεφεραν προς αυτον δωρα· εκεινος ομως εκαμνε τον κωφον.