1 Ouvi estas palavras, esta lamentação que vou pronunciar sobre ti, casa de Israel:
2 caiu, e não se levantará mais a virgem de Israel. Está atirada sobre o seu próprio solo; ninguém a levanta.
3 Porque eis o que diz o Senhor Javé: A cidade que punha em linha de combate mil guerreiros não possuirá mais que cem; a que punha cem guerreiros ficará reduzida a dez, na casa de Israel.
4 Eis o que diz o Senhor à casa de Israel: Buscai-me e vivereis!
5 Não busqueis Betel, não entreis em Gálgala, nem vos dirijais a Bersabéia. Porque Gálgala será deportada e Betel, aniquilada.
6 Buscai o Senhor e vivereis; do contrário ele mandará sobre a casa de José um fogo que a devorará, sem haver em Betel quem o apague.
7 Convertem o direito em absinto, e lançam por terra a justiça.
8 {Aquele que criou as Plêiades e o Órion, aquele que muda as trevas em aurora e transforma o dia em noite, que chama as águas do mar e as derrama sobre a face da terra, seu nome é o Senhor.
9 Ele faz cair os lugares fortificados, e lança a ruína sobre a fortaleza.}
10 Eles aborrecem os que os repreendem à porta, e detestam o homem de palavras íntegras.
11 Por isso, porque oprimis o pobre e lhe extorquis tributos em trigo, não habitareis estes palácios de pedra que construístes; não bebereis o vinho destas vinhas de escol que plantastes.
12 Porque conheço o número de vossos crimes e a gravidade de vossos pecados, opressores do justo, exatores de dádivas, violadores do direito dos pobres em juízo.
13 Por isso o prudente se cala neste tempo, porque é tempo mau.
14 Buscai o bem e não o mal, e vivereis; e o Senhor Deus dos exércitos estará convosco, como o dizeis.
15 Detestai o mal, amai o bem, fazei reinar a justiça nas vossas assembléias; talvez então o Senhor, o Deus dos exércitos, tenha piedade do que resta de José!
16 Por isso, eis o que diz Javé, o Senhor, Deus dos exércitos: Por todas as praças soam gritos de luto; ouvem-se em todas as ruas esses gritos: ai, ai! Os lavradores são convidados a um luto público,e aos prantos os que sabem cantos fúnebres;
17 haverá lamentações em todas as vinhas, quando eu passar entre vós, diz o Senhor.
18 Ai daqueles que desejam ver o dia do Senhor! Que será para vós o dia do Senhor? Trevas e não luz.
19 Como aquele que escapa de um leão, mas dá de encontro com um urso; ou que volta para casa, mas ao tocar com a mão na parede é mordido pela serpente,
20 sim, o dia do Senhor será trevas e não claridade, escuridão, e não luz.
21 Aborreço vossas festas; elas me desgostam; não sinto gosto algum em vossos cultos;
22 quando me ofereceis holocaustos e ofertas, não encontro neles prazer algum, e não faço caso de vossos sacrifícios e animais cevados.
23 Longe de mim o ruído de vossos cânticos, não quero mais ouvir a música de vossas harpas;
24 mas, antes, que jorre a eqüidade como uma fonte e a justiça como torrente que não seca.
25 Porventura oferecestes-me sacrifícios e oblações, casa de Israel, no deserto, durante quarenta anos?
26 Levastes, sim, o tabernáculo de Sacut, vosso rei, e Quijum, a estrela de vosso deus, ídolos que fabricastes.
27 Eu vos deportei para além de Damasco, diz o Senhor que se chama Deus dos exércitos.
1 Ακουσατε τον λογον τουτον, τον θρηνον τον οποιον εγω αναλαμβανω εναντιον σας, οικος Ισραηλ.
2 Επεσε· δεν θελει σηκωθη πλεον η παρθενος του Ισραηλ· ειναι ερριμμενη επι της γης αυτης· δεν υπαρχει ο ανιστων αυτην.
3 Διοτι ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Η πολις, εξ ης εξηρχοντο χιλιοι, θελει μεινει με εκατον· και εξ ης εξηρχοντο εκατον, θελει μεινει με δεκα εν τω οικω Ισραηλ.
4 Διοτι ουτω λεγει Κυριος προς τον οικον του Ισραηλ· Εκζητησατε με και θελετε ζησει.
5 Και μη εκζητειτε την Βαιθηλ και μη εισερχεσθε εις Γαλγαλα και μη διαβαινετε εις Βηρ-σαβεε· διοτι τα Γαλγαλα θελουσιν υπαγει εξαπαντος εις αιχμαλωσιαν και η Βαιθηλ θελει καταντησει εις το μηδεν.
6 Εκζητησατε τον Κυριον και θελετε ζησει, μηπως εφορμηση ως πυρ επι τον οικον Ιωσηφ και καταφαγη αυτον και δεν υπαρχη ο σβυνων την Βαιθηλ.
7 Σεις, οι μεταστρεφοντες την κρισιν εις αψινθιον και απορριπτοντες κατα γης την δικαιοσυνην,
8 εκζητησατε τον ποιουντα την Πλειαδα και τον Ωριωνα και μετατρεποντα την σκιαν του θανατου εις αυγην και σκοτιζοντα την ημεραν εις νυκτα, τον προσκαλουντα τα υδατα της θαλασσης και εκχεοντα αυτα επι το προσωπον της γης· Κυριος ειναι το ονομα αυτου·
9 τον εγειροντα αφανισμον κατα του ισχυρου και επαγοντα αφανισμον εις τα οχυρωματα.
10 Μισουσι τον ελεγχοντα εν τη πυλη και βδελυττονται τον λαλουντα εν ευθυτητι.
11 Οθεν, επειδη καταθλιβετε τον πτωχον και λαμβανετε απ' αυτου φορον σιτου, αν και ωκοδομησατε οικους λαξευτους, δεν θελετε ομως κατοικησει εν αυτοις· αν και εφυτευσατε αμπελωνας επιθυμητους, δεν θελετε ομως πιει τον οινον αυτων.
12 Διοτι γνωριζω τας πολλας ασεβειας σας και τας ισχυρας αμαρτιας σας οιτινες καταθλιβετε τον δικαιον, δωροδοκεισθε και καταδυναστευετε τους πτωχους εν τη πυλη.
13 Δια τουτο ο συνετος θελει σιωπα εν τω καιρω εκεινω· διοτι ειναι καιρος κακος.
14 Εκζητησατε το καλον και ουχι το κακον, δια να ζησητε· και ουτω Κυριος ο Θεος των δυναμεων θελει εισθαι μεθ' υμων, καθως ειπετε.
15 Μισειτε το κακον και αγαπατε το καλον και αποκαταστησατε την κρισιν εν τη πυλη· ισως ο Κυριος ο Θεος των δυναμεων ελεηση το υπολοιπον του Ιωσηφ.
16 Δια τουτο Κυριος ο Θεος των δυναμεων, ο Κυριος, λεγει ουτως· Οδυρμος εν πασαις ταις πλατειαις· και εν πασαις ταις οδοις θελουσι λεγει, Ουαι, ουαι· και θελουσι κραζει τον γεωργον εις πενθος και τους επιτηδειους θρηνωδους εις οδυρμον.
17 Και εν πασαις ταις αμπελοις οδυρμος· διοτι θελω περασει δια μεσου σου, λεγει Κυριος.
18 Ουαι εις τους επιθυμουντας την ημεραν του Κυριου· προς τι θελει εισθαι αυτη δια σας; η ημερα του Κυριου ειναι σκοτος και ουχι φως.
19 Ειναι ως εαν εφευγεν ανθρωπος απ' εμπροσθεν λεοντος και αρκτος απηντα αυτον, η ως εαν εισηρχετο εις οικον και επιστηριξαντα την χειρα αυτου εις τον τοιχον, εδαγκανεν αυτον οφις.
20 Δεν θελει εισθαι σκοτος η ημερα του Κυριου και ουχι φως; μαλιστα ζοφος και φεγγος μη εχουσα;
21 Εμισησα, απεστραφην τας εορτας σας, και δεν θελω οσφρανθη εν ταις πανηγυρεσιν υμων.
22 Εαν μοι προσφερητε τα ολοκαυτωματα και τας θυσιας σας, δεν θελω δεχθη αυτας και δεν θελω επιβλεψει εις τας ειρηνικας θυσιας των σιτευτων σας.
23 Αφαιρεσον απ' εμου τον ηχον των ωδων σου, και το ασμα των οργανων σου δεν θελω ακουσει.
24 Αλλ' η κρισις ας καταρρεη ως υδωρ και η δικαιοσυνη ως αενναος χειμαρρος.
25 Μηποτε θυσιας και προσφορας προσεφερετε εις εμε, οικος Ισραηλ, τεσσαρακοντα ετη εν τη ερημω;
26 Μαλιστα ανελαβετε την σκηνην του Μολοχ σας και τον Χιουν, τον αστερα του θεου σας, τα ειδωλα υμων, τα οποια εκαμετε εις αυτους.
27 Δια τουτο θελω σας μετοικισει επεκεινα της Δαμασκου, λεγει Κυριος· ο Θεος των δυναμεων ειναι το ονομα αυτου.