1 O Senhor disse a Moisés:
2 "Consagrar-me-ás todo primogênito entre os israelitas, tanto homem como animal: ele será meu."
3 Moisés disse ao povo: "Conservareis a memória deste dia, em que saístes do Egito, da casa da servidão, porque foi pelo poder de sua mão que o Senhor vos fez sair deste lugar; não comereis pão fermentado.
4 Vós saís hoje do Egito, no mês das espigas.
5 Assim, pois, quando o Senhor te houver introduzido na terra dos cananeus, dos hiteus, dos amorreus, dos heveus e dos jebuseus, que jurou a teus pais te dar, terra que mana leite e mel, observarás este rito neste mesmo mês.
6 Durante sete dias comerás pães sem fermento, e no sétimo dia haverá uma festa em honra do Senhor.
7 Comer-se-ão pães sem fermento durante sete dias. Não se verão em tua casa, em toda a extensão do território, nem pães fermentados nem fermento.
8 Explicarás então a teu filho: isso é em memória do que o Senhor fez por mim, quando saí do Egito.
9 Será isso para ti como um sinal sobre tua mão, como uma marca entre os teus olhos, a fim de que tenhas na boca a lei do Senhor, porque foi graças à sua poderosa mão que o Senhor te fez sair do Egito.
10 Observarás a cada ano essa prescrição no tempo prescrito.
11 "Quando o Senhor te houver introduzido na terra dos cananeus, como ele jurou a ti e a teus pais, e te houver dado essa terra,
12 consagrarás ao Senhor todo primogênito; mesmo os primogênitos de teus animais, os machos, serão do Senhor.
13 Entretanto, resgatarás com um cordeiro todo primogênito do jumento; do contrário, quebrar-lhe-ás a nuca. Todo primogênito dos homens entre teus filhos, resgatá-lo-ás igualmente.
14 E, quando teu filho te perguntar um dia o que isso significa, dir-lhe-ás: é que o Senhor nos tirou do Egito com sua mão poderosa, da casa da servidão.
15 E, como o faraó se obstinasse em não nos deixar partir, o Senhor matou todos os primogênitos do Egito, desde os primogênitos dos homens até os dos animais. Eis por que sacrifico ao Senhor todos os primogênitos machos dos animais, e devo resgatar todo primogênito entre meus filhos.
16 Isso será como um sinal sobre tua mão e como uma marca entre teus olhos, porque foi pelo poder de sua mão que o Senhor nos tirou do Egito".
17 Tendo o faraó deixado partir o povo, Deus não o conduziu pelo caminho da terra dos filisteus, que é, no entanto, o mais curto, pois disse: "Talvez o povo possa arrepender-se, no momento em que tiver de enfrentar um combate e voltar para o Egito".
18 Por isso, Deus fez com que o povo desse uma volta pelo deserto, para o lado do mar Vermelho. Os israelitas partiram do Egito em boa ordem.
19 Moisés levou consigo os ossos de José, porque este fizera os filhos de Israel jurarem: "Quando Deus vos visitar, levareis daqui os meus ossos convosco".
20 Tendo partido de Socot, acamparam em Etão, na extremidade do deserto.
21 O Senhor ia adiante deles: de dia numa coluna de nuvens para guiá-los pelo caminho; e de noite numa coluna de fogo para alumiá-los; de sorte que podiam marchar de dia e de noite.
22 Nunca a coluna de nuvens deixou de preceder o povo durante o dia, nem a coluna de fogo durante a noite.
1 Και ελαλησε Κυριος προς τον Μωυσην, λεγων,
2 Καθιερωσον εις εμε παν πρωτοτοκον διανοιγον πασαν μητραν μεταξυ των υιων Ισραηλ, απο ανθρωπου εως κτηνους· ιδικον μου ειναι τουτο.
3 Και ειπεν ο Μωυσης προς τον λαον, Εχετε εις την μνημην σας την ημεραν ταυτην, καθ' ην εξηλθετε εξ Αιγυπτου εξ οικου δουλειας· διοτι ο Κυριος δια χειρος κραταιας εξηγαγεν υμας εκειθεν· ουδεις θελει φαγει ενζυμα.
4 Σημερον εξερχεσθε κατα τον μηνα Αβιβ.
5 Οταν λοιπον ο Κυριος σε φερη εις την γην των Χαναναιων και των Χετταιων και των Αμορραιων και των Ευαιων και των Ιεβουσαιων, την οποιαν ωμοσε προς τους πατερας σου οτι θελει σοι δωσει, γην ρεουσαν γαλα και μελι, τοτε θελεις καμει την λατρειαν ταυτην κατα τουτον τον μηνα.
6 Επτα ημερας θελεις τρωγει αζυμα· εις δε την εβδομην ημεραν θελει εισθαι εορτη εις τον Κυριον.
7 Αζυμα θελουσι τρωγεσθαι τας επτα ημερας· και δεν θελει φανη παρα σοι ενζυμον ουδε θελει φανη παρα σοι προζυμιον καθ' ολα τα ορια σου.
8 Και κατ' εκεινην την ημεραν θελεις αναγγειλει προς τον υιον σου, λεγων, Τουτο γινεται δι' εκεινο, το οποιον ο Κυριος εκαμεν εις εμε, οτε εξηλθον εξ Αιγυπτου.
9 Και τουτο θελει εισθαι εις σε δια σημειον επι της χειρος σου και δια ενθυμησιν μεταξυ των οφθαλμων σου, δια να ηναι ο νομος του Κυριου εν τω στοματι σου· διοτι δια χειρος κραταιας σε εξηγαγεν ο Κυριος εξ Αιγυπτου.
10 Θελεις φυλαττει λοιπον τον νομον τουτον εν τω καιρω αυτου κατ' ετος.
11 Και οταν ο Κυριος σε φερη εις την γην των Χαναναιων, καθως ωμοσε προς σε και προς τους πατερας σου, και δωση αυτην εις σε,
12 τοτε θελεις αποχωρισει δια τον Κυριον παν το ανοιγον μητραν και παν πρωτοτοκον των ζωων σου οσα εχεις· τα αρσενικα θελουσιν εισθαι του Κυριου.
13 Και παν πρωτοτοκον ονου θελεις εξαγοραζει με αρνιον· και αν δεν εξαγορασης αυτο, τοτε θελεις λαιμοτομησει αυτο· και παν πρωτοτοκον ανθρωπου μεταξυ των υιων σου θελεις εξαγοραζει.
14 Και οταν εις το μελλον σε ερωτηση ο υιος σου, λεγων, Τι ειναι τουτο; θελεις ειπει προς αυτον, Δια κραταιας χειρος εξηγαγεν ημας ο Κυριος εξ Αιγυπτου, εξ οικου δουλειας·
15 και οτε ο Φαραω επεμεινεν εις το να μη μας εξαποστειλη, ο Κυριος εθανατωσε παν πρωτοτοκον εν τη γη της Αιγυπτου, απο πρωτοτοκου ανθρωπου εως πρωτοτοκου κτηνους· δια τουτο θυσιαζω εις τον Κυριον παν αρσενικον το οποιον ανοιγει την μητραν, και παν πρωτοτοκον των υιων μου εξαγοραζω.
16 Και τουτο θελει εισθαι δια σημειον επι της χειρος σου και δια προμετωπιδιον μεταξυ των οφθαλμων σου· επειδη δια κραταιας χειρος εξηγαγεν ημας ο Κυριος εξ Αιγυπτου.
17 Οτε δε ο Φαραω εξαπεστειλε τον λαον, ο Θεος δεν ωδηγησεν αυτους δια της οδου της γης των Φιλισταιων, αν και ητο η συντομωτερα· διοτι ο Θεος ειπε, Μηποτε ο λαος ιδων πολεμον μεταμεληθη, και επιστρεψη εις Αιγυπτον.
18 Αλλ' ο Θεος περιεφερε τον λαον δια της οδου της ερημου προς την Ερυθραν θαλασσαν· και ανεβησαν οι υιοι Ισραηλ εκ της γης Αιγυπτου παρατεταγμενοι.
19 Και ελαβε μεθ' εαυτου ο Μωυσης τα οστα του Ιωσηφ· διοτι ειχεν ορκισει μεθ' ορκου τους υιους Ισραηλ, λεγων· Ο Θεος βεβαιως θελει σας επισκεφθη· και θελετε αναβιβασει τα οστα μου εντευθεν μεθ' υμων.
20 Και αναχωρησαντες απο Σοκχωθ, εστρατοπεδευσαν εν Εθαμ κατα τα ακρα της ερημου.
21 Ο δε Κυριος προεπορευετο αυτων, την ημεραν εν στυλω νεφελης, δια να οδηγη αυτους εν τη οδω, την δε νυκτα εν στυλω πυρος, δια να φεγγη εις αυτους· ωστε να οδοιπορωσιν ημεραν και νυκτα·
22 δεν απεμακρυνεν απο της οψεως του λαου τον στυλον της νεφελης την ημεραν, ουτε τον στυλον του πυρος την νυκτα.