1 O Senhor disse a Moisés: "Vai procurar o faraó e dize-lhe: eis o que diz o Senhor, Deus dos hebreus: deixa ir o meu povo, para que ele me preste um culto.
2 Se recusas, se persistes em retê-lo,
3 a mão do Senhor vai pesar sobre os teus animais que estão nos campos, sobre os cavalos, os jumentos, os camelos, os bois e as ovelhas: haverá uma peste terrível.
4 Entretanto, o Senhor fará uma distinção entre os animais dos israelitas e os dos egípcios, e nada perecerá de tudo o que pertence aos israelitas."
5 O Senhor fixou o prazo nestes termos: "Amanhã, o Senhor fará isso na terra".
6 No dia seguinte, o Senhor cumpriu sua palavra: todos os animais dos egípcios pereceram, mas não morreu um animal sequer dos rebanhos dos israelistas.
7 Tendo o faraó mandado examinar, verificou que não morrera nem um só animal dos rebanhos dos israelistas. Mas o coração do faraó ficou endurecido, e ele não deixou ir o povo.
8 O Senhor disse a Moisés e a Aarão: "Tomai vossas duas mãos cheias de cinza do forno, e Moisés a lance para o céu diante dos olhos do faraó.
9 Ela tornar-se-á uma poeira que se espalhará por todo o Egito, e haverá em todo o Egito, sobre os homens e sobre os animais, tumores que se arrebatarão em úlceras".
10 Tomaram, pois, da cinza do forno e apresentaram-se diante do faraó. Moisés atirou-a para o céu e produziram-se, sobre os homens e sobre os animais, tumores que se arrebataram em úlceras.
11 Os mágicos não puderam aparecer diante de Moisés por causa das úlceras, porque foram atingidos como todos os egípcios.
12 O Senhor endureceu o coração do faraó, que, como o Senhor havia predito, não ouviu Moisés e Aarão.
13 O Senhor disse a Moisés: "Tu te apresentarás amanhã cedo diante do faraó, e dir-lhe-ás: eis o que diz o Senhor, Deus dos hebreus: deixa partir meu povo para que me preste um culto,
14 porque desta vez vou descarregar todos os meus flagelos sobre tua pessoa, tua gente e teu povo, a fim de que saibas que não há ninguém semelhante a mim em toda a terra.
15 Eu poderia, num instante, estendendo a minha mão, ferir-te de peste, tu e o teu povo; e tu já terias desaparecido da terra.
16 Mas, se te deixo incólume, é para que vejas o meu poder, e que o meu nome seja glorificado por toda a terra.
17 Se te obstinas em impedir a partida de meu povo,
18 amanhã, a esta mesma hora, farei cair uma chuva de pedras tão violenta como nunca houve outra igual no Egito, desde sua origem até o dia de hoje.
19 Mete, pois, ao abrigo, teus animais e tudo o que tens nos campos, porque todos os homens e todos os animais, que se encontrarem fora de casa nos campos, serão atingidos pela saraiva e morrerão.
20 Aqueles dentre a gente do faraó, que temem a palavra do Senhor, porão seus servos e seus rebanhos ao abrigo nas casas.
21 Mas os que não fazem caso da palavra do Senhor, deixarão nos campos seus escravos e seus rebanhos.
22 O Senhor disse a Moisés: "Estende a mão para o céu, para que caia uma chuva de granizo em todo o Egito sobre os homens, os animais e sobre toda a erva dos campos."
23 Moisés estendeu sua vara para o céu, e o Senhor enviou trovões e chuva de pedras, e o fogo do céu caiu sobre a terra. O Senhor fez chover granizo sobre o Egito.
24 Caiu granizo misturado com fogo; e caiu com tanta violência como nunca houve semelhante em todo o Egito, desde que veio a ser uma nação.
25 Em todo o Egito a chuva de pedras feriu tudo o que estava nos campos, homens e animais, e feriu toda a erva dos campos e quebrou todas as árvores dos campos.
26 Só a terra de Gessém, onde se encontravam os israelitas, foi poupada.
27 O rei mandou chamar Moisés e Aarão e disse-lhes: "Desta vez eu pequei. O Senhor é justo; eu e meu povo fomos culpados.
28 Rogai ao Senhor para que cessem os trovões e o granizo. Eu vos deixarei ir, e não vos reterei mais."
29 Moisés disse-lhe: "Logo que eu tiver saído da cidade, levantarei minhas mãos para o Senhor: os trovões cessarão e não haverá mais granizo, para que saibas que a terra pertence ao Senhor.
30 Mas sei que tu e tua gente não temeis ainda o Senhor Deus."
31 {O linho e a cevada foram destruídos, porque a cevada estava espigando e o linho estava em flor;
32 o trigo, porém, e a espelta se salvaram, porque são tardios.}
33 Moisés partiu da casa do faraó e deixou a cidade. E levantou as mãos para o Senhor: cessaram os trovões e o granizo, e a chuva cessou de cair sobre a terra.
34 Vendo o faraó que cessara a chuva, assim como o granizo e os trovões, continuou a pecar e endureceu seu coração, ele e sua gente.
35 E, tendo-se obstinado o coração do faraó, não deixou partir os israelitas, assim como o Senhor havia predito pela voz de Moisés.
1 Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Υπαγε προς τον Φαραω και ειπε προς αυτον, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος των Εβραιων. Εξαποστειλον τον λαον μου, δια να με λατρευση·
2 διοτι, εαν δεν θελης να εξαποστειλης και εαν ετι κρατης αυτους,
3 ιδου, η χειρ του Κυριου θελει εισθαι επι τα κτηνη σου τα εν τω αγρω, επι τους ιππους, επι τους ονους, επι τας καμηλους, επι τους βοας, και επι τα προβατα· θανατικον βαρυ σφοδρα·
4 και θελει καμει ο Κυριος διακρισιν μεταξυ των κτηνων του Ισραηλ και των κτηνων των Αιγυπτιων· και εκ παντων των ανηκοντων εις τους υιους Ισραηλ δεν θελει αποθανει ουδε εν.
5 Και διωρισεν ο Κυριος καιρον, λεγων, Αυριον θελει καμει ο Κυριος το πραγμα τουτο εν τη γη.
6 Και εκαμεν ο Κυριος το πραγμα τουτο την επαυριον, και απεθανον παντα τα κτηνη των Αιγυπτιων· εκ δε των κτηνων των υιων Ισραηλ δεν απεθανεν ουδε εν.
7 Και απεστειλεν ο Φαραω να ιδωσι, και ιδου, εκ των κτηνων του Ισραηλ δεν απεθανεν ουδε εν· και εσκληρυνθη η καρδια του Φαραω και δεν εξαπεστειλε τον λαον.
8 Τοτε ειπεν ο Κυριος προς τον Μωυσην και προς τον Ααρων, Γεμισατε τας χειρας σας απο στακτην καμινου και ας σκορπιση αυτην ο Μωυσης προς τον ουρανον εμπροσθεν του Φαραω·
9 και θελει γεινει λεπτος κονιορτος εφ' ολην την γην της Αιγυπτου· και θελει γεινει επι τους ανθρωπους και επι τα κτηνη καυσις αναδιδουσα ελκωδη εξανθηματα καθ' ολην την γην της Αιγυπτου.
10 Ελαβον λοιπον την στακτην της καμινου και εσταθησαν ενωπιον του Φαραω· και εσκορπισεν αυτην ο Μωυσης προς τον ουρανον, και εγεινε καυσις αναδιδουσα ελκωδη εξανθηματα επι τους ανθρωπους και επι τα κτηνη·
11 και δεν ηδυναντο οι μαγοι να σταθωσιν εμπροσθεν του Μωυσεως εξ αιτιας της καυσεως· διοτι η καυσις ητο επι τους μαγους και επι παντας τους Αιγυπτιους.
12 Εσκληρυνε δε Κυριος την καρδιαν του Φαραω, και δεν εισηκουσεν εις αυτους, καθως ελαλησε Κυριος προς τον Μωυσην.
13 Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Σηκωθητι ενωρις το πρωι και παρασταθητι εμπροσθεν του Φαραω και ειπε προς αυτον, ουτω λεγει Κυριος ο Θεος των Εβραιων· Εξαποστειλον τον λαον μου, δια να με λατρευση·
14 διοτι ταυτην την φοραν εγω εξαποστελλω πασας μου τας πληγας επι την καρδιαν σου και επι τους θεραποντας σου και επι τον λαον σου· δια να γνωρισης οτι δεν ειναι ουδεις ομοιος μου εν παση τη γη·
15 επειδη τωρα θελω εκτεινει την χειρα μου και θελω παταξει σε και τον λαον σου με θανατικον, και θελεις απολεσθη απο της γης·
16 και δια τουτο βεβαιως σε διετηρησα, δια να δειξω εν σοι την δυναμιν μου και να κηρυχθη το ονομα μου εν παση τη γη·
17 οτι επεγειρεσαι κατα του λαου μου, δια να μη εξαποστειλης αυτον;
18 ιδου, αυριον περι την ωραν ταυτην θελω βρεξει χαλαζαν βαρειαν σφοδρα, οποια δεν εγεινε ποτε εν τη Αιγυπτω αφ' ης ημερας εθεμελιωθη μεχρι του νυν·
19 τωρα λοιπον αποστειλον να συναξης τα κτηνη σου και παντα οσα εχεις εν τοις αγροις· διοτι πας ανθρωπος και ζωον, το οποιον ευρεθη εν τοις αγροις και δεν φερθη εις οικιαν, και η χαλαζα καταβη επ' αυτα, θελουσιν αποθανει.
20 Οστις εκ των θεραποντων του Φαραω εφοβηθη τον λογον του Κυριου, συνηγαγε ταχεως εις τας οικιας τους δουλους αυτου και τα κτηνη αυτου·
21 οστις ομως δεν επροσεξεν εις τον λογον του Κυριου, αφηκε τους δουλους αυτου και τα κτηνη αυτου εν τοις αγροις.
22 Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Εκτεινον την χειρα σου προς τον ουρανον, και θελει γεινει χαλαζα εφ' ολην την γην της Αιγυπτου, επι ανθρωπους και επι κτηνη και επι παντα χορτον του αγρου εν τη γη της Αιγυπτου.
23 Και εξετεινεν ο Μωυσης την ραβδον αυτου προς τον ουρανον, και ο Κυριος επεμψε βροντας και χαλαζαν και διετρεχε το πυρ επι την γην· και ο Κυριος εβρεξε χαλαζαν επι την γην της Αιγυπτου·
24 ωστε ητο χαλαζα και πυρ φλογιζον εν τη χαλαζη, χαλαζα βαρεια, οποια δεν εγεινε ποτε εφ' ολην την γην της Αιγυπτου, αφου κατεσταθη εθνος.
25 Και επαταξεν η χαλαζα εν παση τη γη της ιγυπτου παν το εν τοις αγροις, απο ανθρωπου εως κτηνους· και παντα τον χορτον του αγρου επαταξεν η χαλαζα και παντα τα δενδρα του αγρου συνετριψε.
26 Μονον εν τη γη Γεσεν, οπου ησαν οι υιοι Ισραηλ, δεν εγεινε χαλαζα.
27 Τοτε ο Φαραω αποστειλας εκαλεσε τον Μωυσην και τον Ααρων και ειπε προς αυτους, Ταυτην την φοραν ημαρτησα· ο Κυριος ειναι δικαιος· εγω δε και ο λαος μου ειμεθα ασεβεις·
28 δεηθητε του Κυριου, ωστε να παυσωσι του να γινωνται βρονται Θεου και χαλαζα· και εγω θελω σας εξαποστειλει, και δεν θελετε μεινει πλεον.
29 Και ειπεν ο Μωυσης προς αυτον, καθως εξελθω εκ της πολεως, θελω εκτεινει τας χειρας μου προς τον Κυριον· αι βρονται θελουσι παυσει και χαλαζα δεν θελει εισθαι πλεον· δια να γνωρισης οτι του Κυριου ειναι η γη·
30 πλην συ και οι θεραποντες σου, εξευρω οτι ακομη δεν θελετε φοβηθη απο προσωπου Κυριου του Θεου.
31 Εκτυπηθησαν δε το λιναριον και η κριθη· διοτι η κριθη ητο σταχυωμενη και το λιναριον καλαμωμενον·
32 ο σιτος ομως και η ζεα δεν εκτυπηθησαν, διοτι ησαν οψιμα.
33 Και εξηλθεν ο Μωυσης εξω της πολεως απο του Φαραω και εξετεινε τας χειρας αυτου προς τον Κυριον· και αι βρονται και η χαλαζα επαυσαν και βροχη δεν εσταξε πλεον επι της γης.
34 Και οτε ειδεν ο Φαραω οτι επαυσεν η βροχη και η χαλαζα και αι βρονται, εξηκολουθησε να αμαρτανη και εσκληρυνε την καρδιαν αυτου, αυτος και οι θεραποντες αυτου.
35 Και εσκληρυνθη η καρδια του Φαραω και δεν εξαπεστειλε τους υιους Ισραηλ, καθως ελαλησε Κυριος δια του Μωυσεως.