1 Vieram à minha procura alguns anciãos de Israel, e se assentaram junto de mim.
2 A palavra do Senhor foi-me então dirigida nestes termos:
3 filho do homem, esses homens têm os ídolos instalados no coração, e eles têm constantemente diante dos olhos o que os leva a cair no pecado. É preciso deixar-me consultar por eles?
4 Pois bem, fala-lhes e anuncia-lhes: eis o que diz o Senhor Javé: se acontecer a um israelita, que tem ídolos instalados no coração e conserva diante dos olhos o que o faz cair no pecado, vir ter com um profeta, sou eu, o Senhor, que lhe responderei pessoalmente segundo a multidão dos seus ídolos,
5 a fim de atingir no coração essa casa de Israel que, por amor aos seus ídolos, se tem afastado de mim.
6 Por isso diz à casa de Israel: eis o que diz o Senhor Javé: retornai! Renunciai a vossos ídolos, deixai de vez todas as vossas práticas abomináveis.
7 Se efetivamente sucede a algum israelita ou, também, a algum estrangeiro que more em Israel afastar-se de mim e instalar ídolos no coração, conservando diante dos olhos o que o faz cair no pecado, e depois se dirigir a um profeta para me consultar por seu ministério,
8 sou eu, o Senhor, que hei de responder contra esse homem; farei dele um exemplo que se há de tornar proverbial, porque o eliminarei do meu povo, e sabereis por essa forma que eu sou o Senhor.
9 E, se o profeta se deixar seduzir e proferir um oráculo, é que eu, o Senhor, o terei seduzido; estenderei a mão contra ele e o farei seduzir; contra ele estenderei a mão, e o farei desaparecer do meio do meu povo de Israel.
10 Carregarão o peso da sua falta, tanto o consulente como o profeta,
11 a fim de que a casa de Israel não se afaste para longe de mim, e não se manche por causa de todos os seus delitos. Então eles serão o meu povo e eu serei o seu Deus - oráculo do Senhor Javé.
12 A palavra do Senhor foi-me dirigida nestes termos:
13 filho do homem, se uma terra pecasse contra mim por infidelidade e eu estendesse contra ela a mão, suprimindo-lhe o pão que fortifica, e a ela enviasse a fome exterminadora dos animais e dos homens,
14 ainda que houvesse nessa terra Noé, Daniel e Jó, esses três homens só salvariam a si próprios, devido à sua justiça - oráculo do Senhor Javé.
15 Se eu deixasse os animais ferozes percorrerem a terra para devorar as crianças e transformarem-na em deserto, onde ninguém, por temor dessas feras, ousasse passar,
16 e se esses três homens se encontrassem nessa terra - por minha vida! - oráculo do Senhor Javé -, eles não poderiam salvar nem seus filhos nem suas filhas; somente eles escapariam e a terra continuaria deserta.
17 Ou, se eu fizesse vir a espada sobre essa terra, dizendo: que a espada passe por aqui e corte indistintamente homens e animais,
18 e se esses três homens se encontrassem aí - por minha vida! - oráculo do Senhor Javé -, não poderiam eles salvar nem seus filhos nem suas filhas; somente eles seriam salvos.
19 Ou ainda, se eu enviasse a peste sobre essa terra, e fizesse cair sobre ela o meu furor no sangue, exterminando homens e feras,
20 e se Noé, Daniel e Jó se encontrassem aí - por minha vida! - oráculo do Senhor Javé -, não poderiam eles garantir por sua justiça nem seus filhos nem suas filhas, mas somente a sua própria vida.
21 Assim fala o Senhor Deus: mesmo que lance eu os meus quatro funestos flagelos - a espada, a fome, as feras e a peste - contra Jerusalém, para exterminar dela homens e animais,
22 subsistirão entretanto alguns sobreviventes, filhos e filhas, que sairão da cidade. Eis que eles virão até vós. Quando tiverdes visto seu proceder e seus atos, vós vos consolareis das calamidades que eu houver desencadeado contra Jerusalém, de tudo quanto eu lhe houver infligido,
23 Eles vos consolarão, quando houverdes observado o seu comportamento e seus atos: reconhecereis não ser sem motivo que eu tratei a cidade como fiz - oráculo do Senhor Javé.
1 Και ηλθον προς εμε τινες εκ των πρεσβυτερων του Ισραηλ και εκαθησαν εμπροσθεν μου.
2 Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,
3 Υιε ανθρωπου, οι ανδρες ουτοι ανεβιβασαν τα ειδωλα αυτων εις τας καρδιας αυτων και εθεσαν το προσκομμα της ανομιας αυτων εμπροσθεν του προσωπου αυτων· ηθελον εκζητηθη τωοντι παρ' αυτων;
4 Δια τουτο λαλησον προς αυτους και ειπε προς αυτους, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· εις παντα ανθρωπον εκ του οικου Ισραηλ, οστις αναβιβαση τα ειδωλα αυτου εις την καρδιαν αυτου και θεση το προσκομμα της ανομιας αυτου εμπροσθεν του προσωπου αυτου και ελθη προς τον προφητην, εγω ο Κυριος θελω αποκριθη προς αυτον ερχομενον, κατα το πληθος των ειδωλων αυτου·
5 δια να πιασω τον οικον Ισραηλ απο της καρδιας αυτων, επειδη παντες απηλλοτριωθησαν απ' εμου δια των ειδωλων αυτων.
6 Δια τουτο ειπε προς τον οικον Ισραηλ, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Μετανοησατε και επιστρεψατε απο των ειδωλων σας και αποστρεψατε τα προσωπα σας απο παντων των βδελυγματων σας.
7 Διοτι εις παντα ανθρωπον εκ του οικου Ισραηλ και εκ των ξενων των παροικουντων εν τω Ισραηλ, οστις απαλλοτριωθη απ' εμου και αναβιβαση τα ειδωλα αυτου εις την καρδιαν αυτου και θεση το προσκομμα της ανομιας αυτου εμπροσθεν του προσωπου αυτου και ελθη προς τον προφητην δια να ερωτηση αυτον περι εμου, εγω ο Κυριος θελω αποκριθη προς αυτον περι εμου·
8 και θελω στησει το προσωπον μου εναντιον του ανθρωπου εκεινου και θελω καμει αυτον σημειον και παροιμιαν και θελω εκκοψει αυτον εκ μεσου του λαου μου· και θελετε γνωρισει οτι εγω ειμαι ο Κυριος.
9 Και εαν ο προφητης πλανηθη και λαληση λογον, εγω ο Κυριος επλανησα τον προφητην εκεινον· και θελω εκτεινει την χειρα μου επ' αυτον και εξολοθρευσει αυτον εκ μεσου του λαου μου Ισραηλ.
10 Και θελουσι λαβει την ποινην της ανομιας αυτων· η ποινη του προφητου θελει εισθαι ως η ποινη του ερωτωντος·
11 δια να μη αποπλαναται πλεον ο οικος Ισραηλ απ' εμου, και να μη μιαινωνται πλεον με πασας τας παραβασεις αυτων, αλλα να ηναι λαος μου και εγω να ημαι Θεος αυτων, λεγει Κυριος ο Θεος.
12 Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,
13 Υιε ανθρωπου, οταν γη τις αμαρτηση εις εμε με παραβασιν βαρειαν, τοτε θελω εκτεινει την χειρα μου επ' αυτην και συντριψει το υποστηριγμα του αρτου αυτης, και θελω εξαποστειλει την πειναν εναντιον αυτης και εκκοψει ανθρωπον και κτηνος απ' αυτης·
14 και εαν οι τρεις ουτοι ανδρες, Νωε, Δανιηλ και Ιωβ, ησαν εν μεσω αυτης, μονοι ουτοι ηθελον σωσει τας ψυχας αυτων δια την δικαιοσυνην αυτων, λεγει Κυριος ο Θεος.
15 Και εαν ηθελον επιφερει κατα της γης θηρια κακα και εφθειρον αυτην, ωστε να αφανισθη, ωστε να μη δυναται τις να περαση δι' αυτης εξ αιτιας των θηριων,
16 και οι τρεις ουτοι ανδρες ευρισκοντο εν μεσω αυτης, ζω εγω, λεγει Κυριος ο Θεος, δεν ηθελον σωσει ουτε υιους ουτε θυγατερας· μονοι ουτοι ηθελον σωθη, η δε γη ηθελεν αφανισθη.
17 Η και εαν ηθελον επιφερει ρομφαιαν επι την γην εκεινην και ειπει, Ρομφαια, διελθε δια της γης, ωστε να εκκοψω απ' αυτης ανθρωπον και κτηνος,
18 και οι τρεις ουτοι ανδρες ευρισκοντο εν μεσω αυτης, ζω εγω, λεγει Κυριος ο Θεος, δεν ηθελον σωσει υιους και θυγατερας αλλ' αυτοι μονοι ηθελον σωθη.
19 Η εαν ηθελον επιφερει θανατικον επι την γην εκεινην και εκχεει την οργην μου επ' αυτην με αιμα, ωστε να εκκοψω απ' αυτης ανθρωπον και κτηνος,
20 και ευρισκοντο εν μεσω αυτης Νωε, Δανιηλ και Ιωβ, ζω εγω, λεγει Κυριος ο Θεος, δεν ηθελον σωσει ουτε υιον ουτε θυγατερα· ουτοι μονοι ηθελον σωσει τας ψυχας αυτων δια την δικαιοσυνην αυτων.
21 Διοτι ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Ποσω μαλλον λοιπον, οταν εξαποστειλω τας τεσσαρας δεινας κρισεις μου επι της Ιερουσαλημ, την ρομφαιαν και την πειναν και τα κακα θηρια και το θανατικον, ωστε να εκκοψω απ' αυτης ανθρωπον και κτηνος;
22 Πλην ιδου, θελουσι μενει εν αυτη λειψανα τινα, διασεσωσμενοι τινες, υιοι και θυγατερες· ιδου, ουτοι θελουσιν εξελθει προς εσας και θελετε ιδει τας οδους αυτων και τας πραξεις αυτων· και θελετε παρηγορηθη δια τα κακα, τα οποια επεφερα επι την Ιερουσαλημ, δια παντα οσα επεφερα επ' αυτην.
23 Και ουτοι θελουσι σας παρηγορησει, οταν ιδητε τας οδους αυτων και τας πραξεις αυτων· και θελετε γνωρισει οτι εγω δεν εκαμον χωρις αιτιας παντα οσα εκαμον εν αυτη, λεγει Κυριος ο Θεος.