1 E tu, filho do homem, profetiza contra Gog nestes termos: eis o que diz o Senhor Javé: é contra ti que venho, Gog, príncipe soberano de Mosoc e de Tubal.
2 Eu te vou fazer ir e vir, eu te conduzirei, eu te transportarei dos confins do norte contra as montanhas de Israel.
3 De tua mão esquerda escapará teu arco, que eu quebrarei, e de tua mão direita farei cair tuas flechas.
4 Tombarás sobre os montes de Israel, com tuas tropas e as hordas que te seguirem. Dar-te-ei por pasto às aves de rapina, aos voláteis de toda espécie e às feras.
5 Serás estirado na terra, porquanto eu disse - oráculo do Senhor Javé.
6 Expedirei fogo a Magog e entre aqueles que ocupam tranqüilamente as praias marinhas; eles saberão que sou eu o Senhor.
7 Farei assim conhecer meu santo nome no meio do meu povo de Israel, sem mais deixá-lo profanar. As nações saberão assim que sou eu o Senhor, santo em Israel.
8 Ora, eis o que irá suceder, e isso está próximo - oráculo do Senhor Javé -, eis o dia que eu havia predito.
9 De todas as cidades de Israel sairão cidadãos para acender um fogo onde hão de queimar as armas: capacetes, escudos, arcos, flechas, lanças, dardos, dos quais se fará uma fogueira durante sete anos.
10 Não mais irão aos campos amontoar lenha, não mais hão de fazer derrubada na floresta, porque com as armas é que se farão fogueiras. Pilharão os saqueadores, destruirão os destruidores - oráculo do Senhor Javé.
11 Naquele dia, assinalarei a Gog o local da sepultura em Israel, o vale dos viandantes, a oriente do mar, que tapará o caminho aos passantes. Aí se enterrará Gog e toda a horda de suas gentes, e chamar-se-á esse vale Hamon-Gog.
12 Os israelitas gastarão sete meses para enterrá-los e para limpar a terra.
13 Todas as gentes da terra trabalharão nessa sepultura e hão de orgulhar-se do dia em que eu manifestar a minha glória - oráculo do Senhor Javé.
14 Designar-se-ão homens encarregados de percorrer continuamente a terra para a limparem, enterrando os cadáveres que ficarem distendidos pelo solo: essa procura durará sete meses.
15 Quando em suas caminhadas virem eles ossos humanos, de todo lado farão sinal até que os coveiros os tenham enterrado no vale de Hamon-Gog.
16 Uma cidade terá o nome de Hamona. É assim que se purificará a terra.
17 E tu, filho do homem, escuta o que diz o Senhor Javé: dize às aves de toda espécie e a todos os animais dos campos: ajuntai-vos! Vinde, reuni-vos para o sacrifício que vos preparo, um grande sacrifício nas montanhas de Israel: comereis carne e bebereis sangue.
18 Ireis comer a carne dos heróis e beber o sangue dos príncipes da terra: carneiros, cordeiros, cabritos, touros robustos de Basã.
19 Nesse sacrifício ao qual vos convido, comereis gordura até vos fartardes, e bebereis sangue até a embriaguez.
20 À minha mesa vos saciareis de corcéis, cavaleiros, heróis e guerreiros de toda espécie - oráculo do Senhor Javé.
21 Desse modo, manifestarei minha glória entre as nações: todas elas me hão de ver executar os meus atos de justiça e pôr a mão sobre elas.
22 E, a partir daquele dia, os israelitas saberão que sou eu o Senhor, seu Deus.
23 As nações reconhecerão que é por causa da sua iniqüidade que Israel foi deportado, e que é por causa da sua infidelidade que lhes tenho ocultado a minha face e as tenho entregue nas mãos dos seus inimigos, para que pereçam pela espada.
24 Escondendo-lhes minha face, só lhes fiz o que mereciam por suas iniqüidades e prevaricações.
25 E, por isso, eis o que diz o Senhor Javé: dentro em breve vou reconduzir os cavalos de Jacó e apiedar-me de toda a casa de Israel; vou mostrar-me cioso do meu santo nome.
26 E serão livres de toda vergonha e das infidelidades de que se tornaram culpados para comigo, quando habitarem de novo tranqüilamente sua terra, sem que ninguém os inquiete.
27 Logo que os houver reconduzido dentre as nações e reunido dos países inimigos, e que houver manifestado a minha santidade aos olhos das nações numerosas por meu proceder a seu respeito,
28 reconhecerão eles que sou eu o Senhor, que sou seu Deus, porque depois de tê-los exilado entre as nações, eu os reunirei no seu solo sem lá deixar um só.
29 Não esconderei mais deles a minha face, porque espargirei meu Espírito sobre toda a casa de Israel - oráculo do Senhor Javé.
1 Και συ, υιε ανθρωπου, προφητευσον κατα του Γωγ και ειπε, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Ιδου, εγω ειμαι εναντιον σου, Γωγ, ηγεμων της Ρως, Μεσεχ και Θουβαλ·
2 και θελω σε περιστρεψει και σε περιπλανησει, και θελω σε αναβιβασει εκ των εσχατων του βορρα και φερει επι τα ορη του Ισραηλ·
3 και θελω εκτιναξει το τοξον σου απο της αριστερας σου χειρος και καμει τα βελη σου να εκπεσωσιν απο της δεξιας σου χειρος.
4 Θελεις πεσει επι των ορεων του Ισραηλ, συ και παντα τα ταγματα σου και οι λαοι οι μετα σου· θελω σε δωσει εις τα πτερωτα ορνεα παντος ειδους και εις τα θηρια του αγρου, εις καταβρωμα·
5 θελεις πεσει επι του προσωπου του αγρου· διοτι εγω ελαλησα, λεγει Κυριος ο Θεος. Και θελω αποστειλει πυρ επι τον Μαγωγ και μεταξυ των κατοικουντων εν ασφαλεια, τας νησους· και θελουσι γνωρισει οτι εγω ειμαι ο Κυριος.
6 Και θελω καμει το ονομα μου το αγιον γνωστον εν μεσω του λαου μου Ισραηλ.
7 Και δεν θελω αφησει να βεβηλωσωσι πλεον το ονομα μου το αγιον· και θελουσι γνωρισει τα εθνη, οτι εγω ειμαι ο Κυριος, ο Αγιος εν Ισραηλ·
8 Ιδου, ηλθε και εγεινε, λεγει Κυριος ο Θεος· αυτη ειναι η ημερα, περι της οποιας ελαλησα.
9 Και οι κατοικουντες τας πολεις του Ισραηλ θελουσιν εξελθει και θελουσι βαλει εις το πυρ και καυσει τα οπλα και τας ασπιδας και τους θυρεους, τα τοξα και τα βελη και τα ακοντια και τας λογχας· και θελουσι καιει με αυτα πυρ επτα ετη·
10 και δεν θελουσι λαβει ξυλα εκ του αγρου ουδε θελουσι κοψει εκ των δρυμων, διοτι θελουσι καιει πυρ εκ των οπλων· και θελουσι λεηλατησει τους λεηλατησαντας αυτους και λαφυραγωγησει τους λαφυραγωγησαντας αυτους, λεγει Κυριος ο Θεος.
11 Και εν εκεινη τη ημερα θελω δωσει εις τον Γωγ τοπον ταφης εκει εν Ισραηλ, την φαραγγα των διαβατων, προς ανατολας της θαλασσης· και αυτη θελει κλειει την οδον των διαβαινοντων· και εκει θελουσι χωσει τον Γωγ και απαν το πληθος αυτου· και θελουσιν ονομασει αυτην, Η φαραγξ του Αμων-γωγ.
12 Και ο οικος Ισραηλ θελει χονει αυτους επτα μηνας, δια να καθαρισωσι την γην.
13 Και απας ο λαος της γης θελει χονει αυτους· και θελει εισθαι εις αυτους ονομαστη η ημερα καθ' ην εδοξασθην, λεγει Κυριος ο Θεος.
14 Και θελουσι διαχωρισει ανδρας, οιτινες περιερχομενοι ακαταπαυστως την γην θελουσι θαπτει με την βοηθειαν των διαβατων τους μειναντας επι του προσωπου της γης, δια να καθαρισωσιν αυτην· μετα το τελος των επτα μηνων θελουσι καμει ακριβη αναζητησιν.
15 Και εκ των διαβατων των διαβαινοντων την γην, οταν τις ιδη οστουν ανθρωπου, τοτε θελει στηνει σημειον πλησιον αυτου, εωσου οι ενταφιασται θαψωσιν αυτο εν τη φαραγγι του Αμων-γωγ.
16 Και της πολεως δε το ονομα θελει εισθαι Αμωνα. Ουτω θελουσι καθαρισει την γην.
17 Και συ, υιε ανθρωπου, ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Ειπε προς τα ορνεα παντος ειδους και προς παντα τα θηρια του αγρου, συναχθητε και ελθετε· συναθροισθητε πανταχοθεν εις την θυσιαν μου, την οποιαν εγω εθυσιασα δια σας, θυσιαν μεγαλην επι των ορεων του Ισραηλ, δια να φαγητε σαρκα και να πιητε αιμα.
18 Θελετε φαγει την σαρκα των ισχυρων και πιει το αιμα των αρχοντων της γης, των κριων, των αρνιων και των τραγων και των μοσχων, παντων σιτευτων της Βασαν·
19 και θελετε φαγει παχος εις χορτασμον και πιει αιμα εις μεθην εκ της θυσιας μου την οποιαν εθυσιασα δια σας·
20 και θελετε χορτασθη επι της τραπεζης μου, απο ιππων και αναβατων, απο ισχυρων και απο παντος ανδρος πολεμιστου, λεγει Κυριος ο Θεος.
21 Και θελω θεσει την δοξαν μου μεταξυ των εθνων, και παντα τα εθνη θελουσιν ιδει την κρισιν μου την οποιαν εξετελεσα και την χειρα μου, την οποιαν επεβαλον επ' αυτα.
22 Και θελει γνωρισει ο οικος Ισραηλ οτι εγω ειμαι Κυριος ο Θεος αυτων, απο της ημερας ταυτης και εις το εξης.
23 Και τα εθνη θελουσι γνωρισει οτι ο οικος Ισραηλ ηχμαλωτισθη δια την ανομιαν αυτων· επειδη εσταθησαν παραβαται προς εμε, δια τουτο εκρυψα το προσωπον μου απ' αυτων και παρεδωκα αυτους εις την χειρα των εχθρων αυτων· και επεσον παντες εν μαχαιρα.
24 Κατα τας ακαθαρσιας αυτων και κατα τας παραβασεις αυτων επραξα εις αυτους, και εκρυψα απ' αυτων το προσωπον μου.
25 Δια τουτο ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Τωρα θελω επιστρεψει την αιχμαλωσιαν του Ιακωβ και ελεησει απαντα τον οικον Ισραηλ, και θελω εισθαι ζηλοτυπος δια το ονομα μου το αγιον,
26 και θελουσι βαστασει την αισχυνην αυτων και πασας τας παραβασεις αυτων, δια των οποιων εγειναν παραβαται προς εμε, οτε κατωκουν ασφαλως εν τη γη αυτων και δεν υπηρχεν ο εκφοβων.
27 Οταν επαναφερω αυτους εκ των λαων και συναξω αυτους εκ των τοπων των εχθρων αυτων και αγιασθω εν αυτοις ενωπιον εθνων πολλων,
28 τοτε θελουσι γνωρισει οτι εγω ειμαι Κυριος ο Θεος αυτων, οταν, αφου καμω αυτους να φερθωσιν εις αιχμαλωσιαν μεταξυ των εθνων, συναξω αυτους εις την γην αυτων και δεν αφησω εξ αυτων πλεον εκει υπολοιπον·
29 και δεν θελω κρυψει πλεον το προσωπον μου απ' αυτων, διοτι εξεχεα το πνευμα μου επι τον οικον Ισραηλ, λεγει Κυριος ο Θεος.