1 E tu, filho do homem, toma uma navalha afiada, à maneira de navalha de barbeiro, e passa-a sobre a cabeça e na barba; em seguida colocarás numa balança os cabelos que houveres cortado.
2 Queimarás um terço no meio da cidade, logo que tiver decorrido o tempo do assédio; tomarás outro terço, e o cortarás com a espada, em derredor da cidade; o último terço, dispersá-lo-ás ao vento, e sacarei da espada contra eles.
3 Reservarás, entretanto, pequena quantidade que guardarás na dobra do teu manto,
4 mas guardarás ainda uma parte para arremessá-la ao fogo e queimá-la. É de lá que sairá a chama.
5 E dirás a toda a casa de Israel: oráculo do Senhor Javé. Trata-se de Jerusalém, que eu tinha situado em meio às nações, tendo em derredor os povos pagãos.
6 Ela porém se rebelou contra as minhas leis, com mais perversidade que as outras nações, e contra as minhas ordens com maior {violência} que os países vizinhos, pois rejeitaram os meus decretos e não seguiram as minhas prescrições.
7 Portanto, oráculo do Senhor Javé: já que vos mostrastes mais turbulentos que os pagãos, vossos vizinhos; já que não tendes observado as minhas leis, nem executado os meus preceitos, e nem seguido os costumes dos povos que vos circundam,
8 pois bem! - oráculo do Senhor - irei apoderar-me de ti à vista das nações, e com rigor procederei contra ti,
9 e, devido a tuas abominações, vou executar no meio de ti coisas como não fiz e como não hei jamais de fazer.
10 No teu meio, os pais devorarão os filhos e os filhos devorarão os pais. Contra ti hei de proceder com rigor, e a todo vento dispersarei o que de ti restar.
11 Por minha vida! - oráculo do Senhor Javé - já que manchaste o meu santuário com todas as tuas infâmias e todas as tuas abominações, eu também te arrasarei sem um gesto de consideração e piedade.
12 Um terço de tua população morrerá de peste ou perecerá de fome no interior dos muros, um terço tombará sob a espada ao teu redor; e o outro terço, que dispersarei por todos os ventos, desembainharei a espada contra ele.
13 Darei livre curso à minha cólera, saciarei o meu furor contra eles, e me vingarei. E cairão na conta, quando eu tiver saciado o meu furor contra eles, de que foi por zelo e afeição que o falei, eu, o Senhor.
14 Farei de ti uma desolação, uma infâmia entre as nações que te cercam, aos olhos de todos os transeuntes.
15 Serás presa dos opróbrios, objeto de vergonha, um exemplo e horror para os povos que te rodeiam, quando eu saciar contra ti a minha cólera ardente, com os castigos da minha ira {sou eu, o Senhor, que o digo},
16 quando eu dardejar contra vós as flechas funestas e mortais da fome {porque tornarei a fome cada vez mais rude, e vos privarei do pão},
17 quando contra ti enviar a fome e as feras que farão perecer teus filhos, quando passar a ti a peste sangrenta, e quando invocar sobre ti o gládio. Sou eu, o Senhor, que o digo.
1 Και συ, υιε ανθρωπου, λαβε εις σεαυτον μαχαιραν κοπτεραν· θελεις λαβει εις σεαυτον ξυραφιον κουρεως και θελεις περασει αυτο επι την κεφαλην σου και επι τον πωγωνα σου. Λαβε επειτα εις σεαυτον πλαστιγγας ζυγιων και διαιρεσον αυτα.
2 Το τριτον θελεις καυσει εν πυρι εν τω μεσω της πολεως, ενω αι ημεραι της πολιορκιας συμπληρουνται· και το τριτον θελεις λαβει και κατακοψει κυκλω αυτης εν μαχαιρα· και το τριτον θελεις διασκορπισει εις τον αερα· και εγω θελω γυμνωσει μαχαιραν οπισθεν αυτων.
3 Και εκ τουτων θελεις λαβει ετι ολιγας τινας και δεσει αυτας εις τα κρασπεδα σου.
4 Επειτα λαβε ετι εκ τουτων και ριψον αυτας εις το μεσον του πυρος και κατακαυσον αυτας εν πυρι· εντευθεν θελει εξελθει πυρ εις παντα τον οικον Ισραηλ.
5 Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Αυτη ειναι η Ιερουσαλημ· εγω εθεσα αυτην εν μεσω των εθνων και των περιξ αυτης τοπων.
6 Αλλ' αυτη μετηλλαξε τας κρισεις μου εις ανομιαν χειροτερα παρα τα εθνη, και τα διαταγματα μου χειροτερα παρα τους τοπους τους περιξ αυτης· διοτι απερριψαν τας κρισεις μου και τα διαταγματα μου· δεν περιεπατησαν εν αυτοις.
7 Οθεν ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Επειδη σεις υπερεβητε τα εθνη τα περιξ υμων και δεν περιεπατησατε εν τοις διαταγμασι μου και τας κρισεις μου δεν εξετελεσατε αλλ' ουδε κατα τας κρισεις των εθνων των περιξ υμων επραξατε,
8 Δια τουτο ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Ιδου, και εγω ειμαι εναντιον σου και θελω εκτελεσει κρισεις εν μεσω σου ενωπιον των εθνων.
9 Και θελω καμει εις σε εκεινο το οποιον δεν εκαμον, ουδε θελω καμει ποτε ομοιον τουτου, δια παντα τα βδελυγματα σου.
10 Δια τουτο οι πατερες θελουσι φαγει τα τεκνα αυτων εν μεσω σου και τα τεκνα θελουσι φαγει τους πατερας αυτων· και θελω εκτελεσει κρισεις εις σε· απαν δε το υπολοιπον σου θελω διασκορπισει εις παντα ανεμον.
11 Δια τουτο, ζω εγω, λεγει Κυριος ο Θεος, εξαπαντος, επειδη συ εμιανας τα αγια μου με πασας τας μιαρας πραξεις σου και με παντα τα βδελυγματα σου, και εγω λοιπον θελω σε συντριψει· και ο οφθαλμος μου δεν θελει φεισθη, και εγω δεν θελω σε ελεησει.
12 Το τριτον σου θελουσιν αποθανει υπο λοιμου και θελουσιν αναλωθη εν μεσω σου υπο πεινης· και το τριτον θελουσι πεσει κυκλω σου υπο ρομφαιας· το δε αλλο τριτον θελω διασκορπισει εις παντα ανεμον και θελω γυμνωσει μαχαιραν οπισθεν αυτων.
13 Και θελει συντελεσθη ο θυμος μου και θελω αναπαυσει την οργην μου επ' αυτους και θελω ευχαριστηθη· και θελουσι γνωρισει οτι εγω ο Κυριος ελαλησα εν τω ζηλω μου, οταν συντελεσω κατ' αυτων την οργην μου.
14 Και θελω σε καταστησει ερημον και ονειδος μεταξυ των εθνων των κυκλω σου, ενωπιον παντος διαβαινοντος.
15 Και θελεις εισθαι ονειδος και παιγνιον, διδασκαλια και θαμβος, εις τα εθνη τα κυκλω σου, οταν εκτελεσω κρισεις εις σε εν θυμω και εν οργη και μετ' επιτιμησεων οργης· εγω ο Κυριος ελαλησα.
16 Οταν εξαποστειλω επ' αυτους τα κακα βελη της πεινης τα εξολοθρευτικα, τα οποια θελω εξαποστειλει δια να σας εξολοθρευσω, θελω επαυξησει ετι την πειναν εις εσας και θελω συντριψει εις εσας το υποστηριγμα του αρτου.
17 Και θελω εξαποστειλει εφ' υμας πειναν και θηρια κακα και θελουσι σε ορφανισει, και λοιμος και αιμα θελουσι περασει δια σου, και θελω φερει ρομφαιαν επι σε· εγω ο Κυριος ελαλησα.