1 Ai da coroa pretensiosa dos embriagados de Efraim e da flor murcha que faz ostentação de seu ornato, dominando o vale fértil de homens vencidos pelo vinho.
2 Eis que vem, por ordem do Senhor, um homem forte e poderoso como chuva de pedras, um furacão destruidor. Como trombas de água que se abatem com violência, precipita {tudo} por terra.
3 Será pisada aos pés a coroa pretensiosa dos embriagados de Efraim,
4 e a flor murcha que faz ostentação de seu ornato, dominando o vale fértil. Será como o figo prematuro, antes do verão, que a gente vê, logo colhe, e apenas o tem na mão, já o devora.
5 Naquele dia o Senhor dos exércitos será uma coroa resplandecente, um diadema esplêndido para o resto do seu povo,
6 um espírito de justiça para o juiz que faz parte do tribunal, e de valentia, para aqueles que rechaçam às portas o inimigo.
7 Mas também estes titubeiam sob o efeito do vinho, alucinados pela bebida; sacerdotes e profetas cambaleiam na bebedeira. Estão afogados no vinho, desnorteados pela bebida, perturbados em sua visão, vacilando em seus juízos.
8 Todas as mesas estão cobertas, de asqueroso vômito, não há sequer um lugar limpo.
9 A quem pretende ele ensinar a sabedoria? A quem quer fazer compreender as revelações? A meninos apenas desmamados que acabam de deixar o seio?
10 E ordem sobre ordem, ordem sobre ordem, norma sobre norma, norma sobre norma, ora para cá, ora para lá!
11 Pois bem, será por gente que balbucia, será numa língua bárbara que o Senhor falará a esse povo!
12 Por mais que se lhes dissesse: Eis o repouso, deixai repousar aquele que está fatigado, é o momento de estarem calmos, eles nada quiseram ouvir.
13 Por isso a palavra de Deus lhes vai dizer: Ordem sobre ordem, ordem sobre ordem, norma sobre norma, norma sobre norma, ora para cá, ora para lá! A fim de que caiam de costas e se despedacem, e sejam apanhados no laço e presos.
14 Escutai, pois, gracejadores, a palavra do Senhor, vós que governais esse povo que está em Jerusalém.
15 Fizemos um pacto com a morte, dizeis vós, uma convenção com a morada dos mortos; a inundação passará sem atingir-nos porque fizemos da mentira um abrigo, e da perfídia um refúgio.
16 Por isso o Senhor Deus lhes diz: Eu coloquei em Sião uma pedra, um bloco escolhido, uma pedra angular preciosa, de base: quem confiar nela não tropeçará.
17 Tomarei o direito por fio de prumo e, por nível, a justiça. O granizo derrubará o abrigo da mentira, e as águas inundarão o refúgio ilusório.
18 Vosso pacto com a morte será quebrado, vosso entendimento com a morada dos mortos não subsistirá; quando a onda transbordante passar, sereis por ela esmagados.
19 Cada vez que ela passar, arrebatar-vos-á, porque ela passará cada manhã {de dia e de noite}. E aí só haverá terror na interpretação de oráculos.
20 Porque o leito será muito curto para que alguém se deite nele, e o cobertor muito estreito para que alguém se cubra com ele.
21 Porque o Senhor se levantará como no monte Perasim e fremirá como no vale de Gabaon para concluir sua obra, sua obra singular, para executar seu trabalho, seu trabalho inaudito.
22 Assim, pois, cessai de zombar para que vossos grilhões não se apertem, porque eu ouvi uma sentença de ruína por ordem do Senhor dos exércitos {contra toda a terra}.
23 Aplicai os ouvidos para ouvir minha voz, sede atentos para escutar minha palavra!
24 Porventura o trabalhador trabalha sempre {para semear}? Cava e amanha incessantemente o seu terreno?
25 Acaso, depois de ter aplainado a superfície, não espalhará aí a nigela e semeará o cominho? Ele lançará aí o trigo e a cevada, e a espelta a eito.
26 É o seu Deus quem o instruiu, quem lhe ensinou o costume.
27 Pois não será necessário pisar a nigela com a grade, nem passar a roda do carro sobre o cominho; mas a nigela será batida com um pau e o cominho com a vara.
28 E preciso triturar o trigo? Não, não se bate indefinidamente. Uma vez que sobre ele passe a roda do carro, joeira-se sem triturá-lo.
29 Isso também vem do Senhor: admirável é seu conselho e alta a sua sabedoria.
1 Ουαι εις τον στεφανον της υπερηφανιας των μεθυσων του Εφραιμ, των οποιων η ενδοξος ωραιοτης ειναι ανθος μαραινομενον· οιτινες επι της κορυφης των παχειων κοιλαδων κατακυριευονται υπο του οινου.
2 Ιδου, ο Κυριος εχει ισχυρον και δυνατον οστις ως θορυβος χαλαζης, ως καταστρεπτικος ανεμοστροβιλος· ως κατακλυσμος ισχυρων υδατων πλημμυρουντων, θελει καταρριψει εις την γην τα παντα δια της χειρος αυτου.
3 Ο στεφανος της υπερηφανιας των μεθυσων του Εφραιμ θελει καταπατηθη υπο τους ποδας.
4 Και το ανθος της ενδοξου ωραιοτητος αυτων, το επι της κορυφης της παχειας κοιλαδος, μαραινομενον θελει γεινει ως ο πρωιμος καρπος προ του θερους· τον οποιον ο ιδων αυτον, καθως λαβη εν τη χειρι αυτου, καταπινει αυτον.
5 Εν εκεινη τη ημερα ο Κυριος των δυναμεων θελει εισθαι στεφανος δοξης και διαδημα ωραιοτητος εις το υπολοιπον του λαου αυτου,
6 και πνευμα κρισεως εις τον καθημενον δια κρισιν, και δυναμις εις τους απωθουντας τον πολεμον εως των πυλων.
7 Πλην και αυτοι επλανηθησαν υπο οινου και παρεδρομησαν υπο σικερα· ο ιερευς και ο προφητης επλανηθησαν υπο σικερα, κατεποθησαν υπο οινου, παρεδρομησαν υπο σικερα· πλανωνται εν τη δρασει, προσκοπτουσιν εν τη κρισει.
8 Διοτι πασαι αι τραπεζαι ειναι πληρεις εμετου και ακαθαρσιας, ουδεις τοπος μενει καθαρος.
9 Τινα θελει διδαξει την σοφιαν; και τινα θελει καμει να καταλαβη την διδασκαλιαν; αυτοι ειναι ως βρεφη απογεγαλακτισμενα, απεσπασμενα απο των μαστων.
10 Διοτι με διδασκαλιαν επι διδασκαλιαν, με διδασκαλιαν επι διδασκαλιαν, με στιχον επι στιχον, στιχον επι στιχον, ολιγον εδω, ολιγον εκει,
11 διοτι με χειλη ψελλιζοντα και με αλλην γλωσσαν θελει ομιλει προς τουτον τον λαον·
12 προς τον οποιον ειπεν, Αυτη ειναι η αναπαυσις, με την οποιαν δυνασθε να αναπαυσητε τον κεκοπιασμενον, και αυτη ειναι η ανεσις· αλλ' αυτοι δεν ηθελησαν να ακουσωσι.
13 Και ο λογος του Κυριου θελει εισθαι προς αυτους διδασκαλια επι διδασκαλιαν, διδασκαλια επι διδασκαλιαν, στιχος επι στιχον, στιχος επι στιχον, ολιγον εδω, ολιγον εκει· δια να περιπατησωσι και να προσκοπτωσιν εις τα οπισω και να συντριφθωσι και να παγιδευθωσι και να πιασθωσι.
14 Δια τουτο ακουσατε τον λογον του Κυριου, ανθρωποι χλευασται, οι οδηγουντες τουτον τον λαον τον εν Ιερουσαλημ.
15 Επειδη ειπετε, Ημεις εκαμομεν συνθηκην μετα του θανατου και συνεφωνησαμεν μετα του αδου· οταν η μαστιξ πλημμυρουσα διαβαινη, δεν θελει ελθει εις ημας· διοτι εκαμομεν καταφυγιον ημων το ψευδος και υπο την ψευδοσυνην θελομεν κρυφθη·
16 δια τουτο ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Ιδου, θετω εν τη Σιων θεμελιον, λιθον, λιθον εκλεκτον, εντιμον ακρογωνιαιον, θεμελιον ασφαλες· ο πιστευων επ' αυτον δεν θελει καταισχυνθη.
17 Και θελω βαλει την κρισιν εις τον κανονα και την δικαιοσυνην εις την σταθμην· και η χαλαζα θελει εξαφανισει το καταφυγιον του ψευδους, και τα υδατα θελουσι πλημμυρισει τον κρυψωνα.
18 Και η μετα του θανατου συνθηκη σας θελει ακυρωθη, και μετα του αδου συμφωνια σας δεν θελει σταθη· οταν η πλημμυρουσα μαστιξ διαβαινη, τοτε θελετε καταπατηθη υπ' αυτης.
19 Ευθυς οταν διαβη, θελει σας πιασει· διοτι καθ' εκαστην πρωιαν θελει διαβαινει ημεραν και νυκτα· και μονον το να ακουση τις την βοην, θελει εισθαι φρικη.
20 Διοτι η κλινη ειναι μικροτερα παρα ωστε να δυναται τις να εξαπλωθη· και το σκεπασμα στενωτερον παρα ωστε να δυναται να περιτυλιχθη.
21 Διοτι ο Κυριος θελει σηκωθη ως εν τω ορει Φερασειμ, θελει θυμωθη ως εν τη κοιλαδι του Γαβαων, δια να ενεργηση το εργον αυτου, το παραδοξον εργον αυτου, και να εκτελεση την πραξιν αυτου, την εξαισιον πραξιν αυτου.
22 Τωρα λοιπον μη ησθε χλευασται, δια να μη γεινωσι δυνατωτερα τα δεσμα σας· διοτι εγω ηκουσα παρα Κυριου του Θεου των δυναμεων συντελειαν και αποφασιν επι πασαν την γην.
23 Ακροασθητε και ακουσατε την φωνην μου· προσεξατε και ακουσατε τον λογον μου.
24 Ο αροτριων μηπως ολην την ημεραν αροτρια δια να σπειρη, διανοιγων και βωλοκοπων τον αγρον αυτου;
25 Αφου εξομαλυνη το προσωπον αυτου, δεν διασκορπιζει τον αρακον και διασπειρει το κυμινον και βαλλει τον σιτον εις το καλητερον μερος και την κριθην εις τον διωρισμενον αυτης τοπον και την βριζαν εις το μερος αυτου το ανηκον;
26 Διοτι ο Θεος αυτου μανθανει αυτον να διακρινη, και διδασκει αυτον.
27 Διοτι δεν αλωνιζεται ο αρακος δια αλωνιστικου οργανου, ουδε αμαξης τροχος περιστρεφεται επι το κυμινον· αλλα δια ραβδου κτυπαται ο αρακος και δια βακτηριας το κυμινον.
28 Ο δε σιτος του αρτου κατασυντριβεται· αλλα δεν θελει δια παντα αλωνιζει αυτον, ουδε θελει συντριψει αυτον δια του τροχου της αμαξης αυτου, ουδε θελει λεπτυνει αυτον δια των ονυχων των ιππων αυτου.
29 Και τουτο εξηλθε παρα του Κυριου των δυναμεων, του θαυμαστου εν βουλη, του μεγαλου εν συνεσει.