1 Bel cai, Nebo desmorona. Suas estátuas são carregadas em lombo de mula, fazem delas o fardo de animais exaustos.
2 Desmoronam todos e desabam; incapazes de salvar aqueles que os carregam, vão eles mesmos ao cativeiro.
3 Ouvi-me, casa de Jacó, e vós, sobreviventes da casa de Israel, que eu carreguei desde vosso nascimento e sustentei desde o seio materno:
4 permanecerei o mesmo até vossa velhice, sustentar-vos-ei até o tempo dos cabelos brancos; eu vos carregarei como já carreguei, cuidarei de vós e preservar-vos-ei;
5 a quem podereis comparar-me ou igualar-me? Quem poreis em paralelo comigo, que me seja igual?
6 Eis os que desembolsam seu ouro, e pesam a prata na balança; contratam um ourives para que ele faça um deus, diante do qual se prostram em adoração;
7 eles o carregam nos ombros e o transportam, depois o colocam em seu posto, onde se mantém, sem mais poder mover-se. Por mais que o invoquem, nunca responde, e não salva do infortúnio;
8 lembrai-vos disso, sede razoáveis, e entrai em vós mesmos, pecadores.
9 Recordai-vos do que se passou outrora. Só eu sou Deus, e não há nenhum outro, eu sou Deus e ninguém me é semelhante.
10 Desde o princípio eu predisse o futuro, anuncio antecipadamente o que ainda não se cumpriu. Meu plano realizar-se-á, executarei todas as minhas vontades.
11 Chamo do oriente uma ave de rapina, de uma terra longínqua o homem de meus desígnios. O que disse, executarei; o que concebi, realizarei.
12 Escutai-me, homens desanimados, que vos julgais longe da salvação!
13 Faço aproximar-se a salvação que prometi; ela não está longe: e a libertação que predisse não tardará. Darei a vitória a Sião, e minha glória a Israel.
1 Κατεκαμφθη ο Βηλ, εκυψεν ο Νεβω· τα ειδωλα αυτων επετεθησαν επι ζωων και κτηνων· αι αμαξαι υμων ησαν πεφορτισμεναι φορτιον κοπιαστικον.
2 Κυπτουσι, καμπτουσιν ομου· δεν δυνανται να σωσωσι το φορτιον αλλα και αυτα φερονται εις αιχμαλωσιαν.
3 Ακουσατε μου, οικος Ιακωβ και παν το υπολοιπον του οικου Ισραηλ, τους οποιους εσηκωσα απο κοιλιας, τους οποιους εβαστασα απο μητρας·
4 και εως του γηρατος σας εγω αυτος ειμαι· και εως των λευκων τριχων εγω θελω σας βαστασει· εγω σας εκαμα και εγω θελω σας σηκωσει· ναι, εγω θελω σας βαστασει και σωσει.
5 Με τινα θελετε με εξομοιωσει και θελετε με εξισωσει και με συγκρινει και θελομεν εισθαι ομοιοι;
6 Χυνουσι χρυσιον εκ του βαλαντιου και ζυγιζουσιν αργυριον δια του στατηρος και μισθονουσι χρυσοχοον και κατασκευαζει αυτο θεον· επειτα προσπιπτουσι και προσκυνουσι·
7 σηκονουσιν αυτον επ' ωμου· φερουσιν αυτον και θετουσιν αυτον εις τον τοπον αυτου και ισταται· δεν θελει μετασαλευσει εκ του τοπου αυτου· προσετι βοωσι προς αυτον αλλα δεν δυναται να αποκριθη ουδε να σωση αυτους απο της συμφορας αυτων.
8 Ενθυμηθητε τουτο και δειχθητε ανθρωποι· ανακαλεσατε αυτο εις τον νουν σας, αποσταται.
9 Ενθυμηθητε τα προτερα, τα απ' αρχης· διοτι εγω ειμαι ο Θεος και δεν υπαρχει αλλος· εγω ειμαι ο Θεος και ουδεις ομοιος μου·
10 οστις απ' αρχης αναγγελλω το τελος και απο προτερον τα μη γεγονοτα, λεγων, Η βουλη μου θελει σταθη και θελω εκτελεσει απαν το θελημα μου·
11 οστις κραζω το αρπακτικον πτηνον εξ ανατολων, τον ανδρα της βουλης μου απο γης μακραν· ναι, ελαλησα και θελω καμει να γεινη· εβουλευθην και θελω εκτελεσει αυτο.
12 Ακουσατε μου, σκληροκαρδιοι, οι μακραν απο της δικαιοσυνης.
13 Επλησιασα την δικαιοσυνην μου· δεν θελει εισθαι μακραν και η σωτηρια μου δεν θελει βραδυνει· και θελω δωσει εν Σιων σωτηριαν εις τον Ισραηλ, την δοξαν μου.