1 Levanta-te, sê radiosa, eis a tua luz! A glória do Senhor se levanta sobre ti.
2 Vê, a noite cobre a terra e a escuridão, os povos, mas sobre ti levanta-se o Senhor, e sua glória te ilumina.
3 As nações se encaminharão à tua luz, e os reis, ao brilho de tua aurora.
4 Levanta os olhos e olha à tua volta: todos se reúnem para vir a ti; teus filhos chegam de longe, e tuas filhas são transportadas à garupa.
5 Essa visão tornar-te-á radiante; teu coração palpitará e se dilatará, porque para ti afluirão as riquezas do mar, e a ti virão os tesouros das nações.
6 Serás invadida por uma multidão de camelos, pelos dromedários de Madiã e de Efá; virão todos de Sabá, trazendo ouro e incenso, e publicando os louvores do Senhor.
7 Todo o gado menor de Cedar se reunirá junto a ti, os carneiros de Nabaiot ficarão à tua disposição; fá-los-ão subir sobre meu altar para minha satisfação, e para a honra de meu templo glorioso.
8 Quem é que voa assim como as nuvens, ou como as pombas volvendo ao pombal?
9 Sim, as frotas convergem para mim, e os navios de Társis abrem a marcha, para trazer de longe teus filhos, bem como sua prata e seu ouro, para honrar o nome do Senhor teu Deus, o Santo de Israel, que te cobriu de glória.
10 Estrangeiros reerguerão tuas muralhas, e seus reis te servirão, pois, se te castiguei na minha cólera, na minha bondade tenho piedade de ti.
11 Tuas portas ficarão abertas permanentemente, nem de dia nem de noite serão fechadas, a fim de deixar afluir as riquezas das nações sob a custódia de seus reis.
12 {Porque a nação ou o reino que recusar servir-te perecerá, e sua terra será devastada}.
13 A glória do Líbano virá a ti, e todos juntos, o cipreste, a faia e o buxo, para ornamentar meu lugar santo e honrar o lugar onde pousam meus pés.
14 Os próprios filhos de teus opressores a ti virão humilhados; a teus pés se prostrarão todos aqueles que te desprezavam; chamar-te-ão a cidade do Senhor, a Sião do Santo de Israel.
15 De abandonada e amaldiçoada, sem ninguém para te socorrer, farei de ti um objeto de admiração para sempre, um motivo de alegria para as gerações futuras.
16 Sugarás o leite das nações, e mamarás ao peito dos reis: saberás que eu, o Senhor, sou teu salvador, que teu redentor é o Poderoso de Jacó.
17 Em vez de bronze, farei vir ouro; em lugar de ferro, farei vir prata; {em vez de madeira, bronze; em vez de pedras, ferro}, farei reinar sobre ti a paz, e governar a justiça.
18 Não se ouvirá mais falar de violência em tua terra, nem de devastações e de ruínas em teu território. Chamarás tuas muralhas Salvação, tuas portas, Glória.
19 Não terás mais necessidade de sol para te alumiar, nem de lua para te iluminar: permanentemente terás por luz o Senhor, e teu Deus por resplendor.
20 Teu sol não mais se deitará, e tua lua não terá mais declínio, porque terás constantemente o Senhor por luz, e teus dias de luto estarão acabados.
21 Teu povo será um povo de justos que possuirá a terra para sempre; será uma planta cultivada pelo Senhor, obra de suas mãos destinada à sua glória.
22 Do menor nascerá toda uma tribo, e do mínimo, uma nação poderosa, sou eu, o Senhor, que em tempo oportuno realizarei essas coisas.
1 Σηκωθητι, φωτιζου· διοτι το φως σου ηλθε, και η δοξα του Κυριου ανετειλεν επι σε.
2 Διοτι ιδου, σκοτος θελει σκεπασει την γην και ζοφος τα εθνη· επι σε ομως θελει ανατειλει ο Κυριος και η δοξα αυτου θελει φανερωθη επι σε.
3 Και τα εθνη θελουσιν ελθει εις το φως σου και οι βασιλεις εις την λαμψιν της ανατολης σου.
4 Υψωσον κυκλω τους οφθαλμους σου και ιδε· παντες ουτοι συναθροιζονται, ερχονται προς σε· οι υιοι σου θελουσιν ελθει μακροθεν και αι θυγατερες σου θελουσι τραφη εις τα πλευρα σου.
5 Τοτε θελεις ιδει και χαρη, και η καρδια σου θελει εκπλαγη και πλατυνθη· διοτι η αφθονια της θαλασσης θελει στραφη προς σε· αι δυναμεις των εθνων θελουσιν ελθει προς σε.
6 Πληθος καμηλων θελει σε σκεπασει, αι δρομαδες του Μαδιαμ και του Γεφα· παντες οι απο Σεβα βελουσιν ελθει· χρυσιον και λιβανον θελουσι φερει· και θελουσιν ευαγγελιζεσθαι τους επαινους του Κυριου.
7 Παντα τα προβατα του Κηδαρ θελουσι συναχθη προς σε· οι κριοι του Νεβαιωθ θελουσιν εισθαι εις χρησιν σου· θελουσι προσφερθη επι το θυσιαστηριον μου ευπροσδεκτοι, και εγω θελω δοξασει τον οικον της δοξης μου.
8 Τινες ειναι οι πετωμενοι ως νεφη και ως περιστεραι εις τας θυριδας αυτων;
9 Αι νησοι βεβαιως θελουσι προσμεινει εμε και εν πρωτοις τα πλοια της Θαρσεις, δια να φερωσι μακροθεν τους υιους σου, το αργυριον αυτων και το χρυσιον αυτων μετ' αυτων, δια το ονομα Κυριου του Θεου σου και δια τον Αγιον του Ισραηλ, διοτι σε εδοξασε.
10 Και οι υιοι των αλλογενων θελουσιν ανοικοδομησει τα τειχη σου, και οι βασιλεις αυτων θελουσι σε υπηρετησει· διοτι εν τη οργη μου σε επαταξα, πλην δια την ευνοιαν μου σε ηλεησα.
11 Και αι πυλαι σου θελουσιν εισθαι παντοτε ανοικται· δεν θελουσι κλεισθη ημεραν και νυκτα, δια να εισαγωσιν εις σε τας δυναμεις των εθνων και να εισφερωνται οι βασιλεις αυτων.
12 Διοτι το εθνος και η βασιλεια, τα οποια δεν ηθελον σε δουλευσει, θελουσιν αφανισθη· ναι, τα εθνη εκεινα θελουσιν ολοκληρως ερημωθη.
13 Η δοξα του Λιβανου θελει η ελθει εις σε, η ελατος, η πευκη και ο πυξος ομου, δια να στολισωσι τον τοπον του αγιαστηριου μου· και θελω δοξασει τον τοπον των ποδων μου.
14 Και τα τεκνα των λυπησαντων σε θελουσιν ελθει υποκλινοντα προς σε· και παντες οι καταφρονησαντες σε θελουσι προσκυνησει τα ιχνη των ποδων σου· και θελουσι σε ονομαζει, Η πολις του Κυριου, Η Σιων του Αγιου του Ισραηλ.
15 Αντι του οτι εγκατελειφθης και εμισηθης, ωστε ουδεις διεβαινε δια μεσου σου, θελω σε καταστησει αιωνιον αγαλλιαμα, ευφροσυνην εις γενεας γενεων.
16 Και θελεις θηλασει το γαλα των εθνων και θελεις θηλασει τους μαστους των βασιλεων· και θελεις γνωρισει οτι εγω ο Κυριος ειμαι ο Σωτηρ σου και ο Λυτρωτης σου, ο Ισχυρος του Ιακωβ.
17 Αντι χαλκου θελω φερει χρυσιον και αντι σιδηρου θελω φερει αργυριον και αντι ξυλου χαλκον και αντι λιθων σιδηρον· και θελω καταστησει τους αρχηγους σου ειρηνην και τους επιστατας σου δικαιοσυνην.
18 Δεν θελει πλεον ακουεσθαι βια εν τη γη σου, ερημωσις και καταστροφη εν τοις οριοις σου· αλλα θελεις ονομαζει τα τειχη σου Σωτηριαν και τας πυλας σου Αινεσιν.
19 Δεν θελει εισθαι πλεον εν σοι ο ηλιος φως της ημερας, ουδε η σεληνη δια της λαμψεως αυτης θελει σε φωτιζει· αλλ' ο Κυριος θελει εισθαι εις σε φως αιωνιον και ο Θεος σου η δοξα σου.
20 Ο ηλιος σου δεν θελει δυει πλεον ουδε θελει λειψει η σεληνη σου· διοτι ο Κυριος θελει εισθαι το αιωνιον σου φως, και αι ημεραι του πενθους σου θελουσι τελειωθη.
21 Και ο λαος σου θελουσιν εισθαι παντες δικαιοι· θελουσι κληρονομησει την γην διαπαντος, ο κλαδος του φυτευματος μου, το εργον των χειρων μου, δια να δοξαζωμαι.
22 Το ελαχιστον θελει γεινει χιλια· και το ολιγοστον ισχυρον εθνος· εγω ο Κυριος θελω επιταχυνει τουτο κατα τον καιρον αυτου.