1 Naquele tempo - oráculo do Senhor - serei o Deus de todas as tribos de Israel, e elas constituirão o meu povo.
2 Eis o que diz o Senhor: foi concedida graça no deserto ao povo que o gládio poupara. Dentro em pouco Israel gozará de repouso.
3 De longe me aparecia o Senhor: amo-te com eterno amor, e por isso a ti estendi o meu favor.
4 Reconstruir-te-ei, e serás restaurada, ó virgem de Israel! Virás, ornada de tamborins, participar de alegres danças.
5 E ainda plantarás vinhas nas colinas de Samaria. E delas colherão frutos os plantadores,
6 pois dia virá em que os veladores gritarão nos montes de Efraim: Erguei-vos! Subamos a Sião, ao Senhor, nosso Deus!
7 Porque isto diz o Senhor: Lançai gritos de júbilo por causa de Jacó. Aclamai a primeira das nações. E fazei retumbar vossos louvores, exclamando: O Senhor salvou o seu povo, o resto de Israel.
8 Eis que os trago da terra do norte, e os reúno dos confins da terra. O cego e o coxo estarão entre eles, e também a mulher grávida e a que deu à luz. Será imensa a multidão que há de voltar,
9 e que voltará em lágrimas. Conduzi-la-ei em meio às suas preces; levá-la-ei à beira de águas correntes, por caminhos em que não tropeçarão, porque sou para com Israel qual um pai, e Efraim é o meu primogênito.
10 Nações, escutai a palavra do Senhor; levai a notícia às ilhas longínquas e dizei: Aquele que dispersou Israel o reunirá, e o guardará, qual pastor o seu rebanho.
11 Porquanto o Senhor resgata Jacó e o liberta das mãos do seu dominador.
12 Regressarão entre gritos de alegria às alturas de Sião, acorrendo aos bens do Senhor: ao trigo, ao mosto e ao óleo, ao gado menor e ao maior. Sua alma se assemelha a jardim bem regado, e sua fraqueza cessará.
13 Então a jovem executará danças alegres; jovens e velhos partilharão {o júbilo} comum. Transformar-lhes-ei o luto em regozijo, e os consolarei após o sofrimento e os alegrarei.
14 Cumularei os sacerdotes de abundantes vítimas gordas, e meu povo fartar-se-á de meus bens - oráculo do Senhor.
15 Eis o que diz o Senhor: ouve-se em Ramá uma voz, lamentos e amargos soluços. É Raquel que chora os filhos, recusando ser consolada, porque já não existem.
16 Eis o que diz o Senhor: Cessa de gemer, enxuga tuas lágrimas! Tuas penas terão a recompensa - oráculo do Senhor. Voltarão {teus filhos} da terra inimiga.
17 Desponta em teu futuro a esperança - oráculo do Senhor. Teus filhos voltarão à sua terra.
18 Sim, ouço os gemidos de Efraim: Vós me castigastes; fui punido, qual novilho insubmisso. Convertei-me, porém, e que eu volte, já que sois vós o Senhor, meu Deus.
19 Após haver errado, arrependi-me, e ao compreender feri-me a coxa. Sinto-me envergonhado e confundido, porque trago o opróbrio de minha juventude.
20 Não é, porém, Efraim, filho querido, eternamente amado por mim? Todas as vezes que falo contra ele, mais viva se torna em mim a sua lembrança. E meu coração se comove ao pensar nele. Terei compaixão dele - oráculo do Senhor.
21 Ergue sinais, coloca postes indicadores, olha bem o caminho, a senda que percorres. Volta, virgem de Israel, volta para tuas cidades.
22 Até quando andarás vagando, filha rebelde? Eis que o Senhor criou uma coisa nova sobre a terra: É a esposa que cerca {de cuidados} o esposo.
23 Eis o que diz o Senhor dos exércitos, Deus de Israel: Quando eu lhes houver mudado a sorte à terra de Judá e às suas cidades, proferirão de novo este desejo: Que o Senhor te abençoe mansão de salvação, montanha santa!
24 E nesses lugares, em Judá e suas cidades, juntos habitarão operários e pastores,
25 porque saciarei a alma fatigada e à que enlanguesce matarei a fome.
26 Despertei, então, e senti quão doce me havia sido o sonho.
27 Dias virão - oráculo do Senhor - em que disseminarei sementeiras pelas casas de Israel e de Judá, das quais nascerão homens e animais.
28 Da mesma forma que por eles velei a fim de prejudicá-los, assim velarei para construir e plantar - oráculo do Senhor.
29 Então, não se dirá mais: Os pais comeram uvas verdes, e prejudicados ficaram os dentes dos filhos,
30 mas cada qual morrerá em razão do próprio pecado e, se alguém comer uvas verdes, serão atingidos os próprios dentes.
31 Dias hão de vir - oráculo do Senhor - em que firmarei nova aliança com as casas de Israel e de Judá.
32 Será diferente da que concluí com seus pais no dia em que pela mão os tomei para tirá-los do Egito, aliança que violaram embora eu fosse o esposo deles.
33 Eis a aliança que, então, farei com a casa de Israel - oráculo do Senhor: Incutir-lhe-ei a minha lei; gravá-la-ei em seu coração. Serei o seu Deus e Israel será o meu povo.
34 Então, ninguém terá encargo de instruir seu próximo ou irmão, dizendo: Aprende a conhecer o Senhor, porque todos me conhecerão, grandes e pequenos - oráculo do Senhor -, pois a todos perdoarei as faltas, sem guardar nenhuma lembrança de seus pecados.
35 Eis o que diz o Senhor, que mandou o sol iluminar o dia, ordenou à lua e às estrelas clarearem a noite; que ergue as ondas encapeladas do mar e cujo nome é Javé dos exércitos:
36 Se algum dia cessassem essas leis perante mim - oráculo do Senhor, {somente} então cessaria a raça de Israel, de ser uma nação ante meus olhos, para sempre.
37 Eis o que diz o Senhor: se algum dia os fundamentos da terra puderem ser sondados, somente então poderia eu abandonar a raça de Israel.
38 Dias virão - oráculo do Senhor - em que a cidade será reconstruída pelo Senhor, desde a torre de Hananeel até a porta do Ângulo.
39 Será o cordel estendido para medir até a colina de Gareb, e voltará para Goa.
40 Todo o vale cheio de cadáveres e cinza, e todos os campos até a torrente de Cedron e o ângulo da porta dos Cavalos, a leste, serão bens consagrados ao Senhor. Jamais serão eles devastados, nem destruídos.
1 Εν τω αυτω καιρω, λεγει Κυριος, θελω εισθαι ο Θεος πασων των οικογενειων του Ισραηλ και αυτοι θελουσιν εισθαι λαος μου.
2 Ουτω λεγει Κυριος· Ο λαος ο εναπολειφθεις απο της μαχαιρας ευρηκε χαριν εν τη ερημω· ο Ισραηλ υπηγε να ευρη αναπαυσιν.
3 Ο Κυριος εφανη παλαιοθεν εις εμε, λεγων, Ναι, σε ηγαπησα αγαπησιν η αιωνιον· δια τουτο σε ειλκυσα με ελεος.
4 Παλιν θελω σε οικοδομησει και θελεις οικοδομηθη, παρθενε του Ισραηλ· θελεις ευπρεπισθη παλιν με τα τυμπανα σου και θελεις εξερχεσθαι εις τους χορους των αγαλλομενων.
5 Θελεις φυτευσει παλιν αμπελωνας επι των ορεων της Σαμαρειας· οι φυτευται θελουσι φυτευσει και θελουσι τρωγει τον καρπον.
6 Διοτι θελει εισθαι ημερα, καθ' ην οι φυλακες επι του ορους Εφραιμ θελουσι φωναζει, Σηκωθητε και ας αναβωμεν εις την Σιων προς Κυριον τον Θεον ημων.
7 Διοτι ουτω λεγει Κυριος· Ψαλλετε εν αγαλλιασει δια τον Ιακωβ και αλαλαξατε δια την κεφαλην των εθνων· κηρυξατε, αινεσατε και ειπατε, Σωσον, Κυριε, τον λαον σου το υπολοιπον του Ισραηλ.
8 Ιδου εγω θελω φερει αυτους εκ της γης του βορρα, και θελω συναξει αυτους απο των εσχατων της γης, και μετ' αυτων τον τυφλον και τον χωλον, την εγκυον και την γεννωσαν ομου· συναθροισμα μεγα θελει επιστρεψει ενταυθα.
9 Μετα κλαυθμου θελουσιν ελθει και μετα δεησεων θελω επαναφερει αυτους· θελω οδηγησει αυτους παρα ποταμους υδατων δι' ευθειας οδου, καθ' ην δεν θελουσι προσκοψει· διοτι ειμαι πατηρ εις τον Ισραηλ και ο Εφραιμ ειναι ο πρωτοτοκος μου.
10 Ακουσατε, εθνη, τον λογον του Κυριου, και αναγγειλατε εις τας νησους τας μακραν και ειπατε, Ο διασκορπισας τον Ισραηλ θελει συναξει αυτον και θελει φυλαξει αυτον ως ο βοσκος το ποιμνιον αυτου.
11 Διοτι ο Κυριος εξηγορασε τον Ιακωβ και ελυτρωσεν αυτον εκ χειρος του δυνατωτερου αυτου.
12 Και θελουσιν ελθει και ψαλλει επι του υψους της Σιων, και θελουσι συρρευσει εις τα αγαθα του Κυριου, εις σιτον και εις οινον και εις ελαιον και εις τα γεννηματα των προβατων και των βοων, και η ψυχη αυτων θελει εισθαι ως παραδεισος περιποτιζομενος· και παντελως δεν θελουσι λυπηθη πλεον.
13 Τοτε θελει χαρη η παρθενος εν τω χορω, και οι νεοι και οι γεροντες ομου· και θελω στρεψει το πενθος αυτων εις χαραν και θελω παρηγορησει αυτους και ευφρανει αυτους μετα την θλιψιν αυτων.
14 Και θελω χορτασει την ψυχην των ιερεων απο παχυτητος, και ο λαος μου θελει χορτασθη απο των αγαθων μου, λεγει Κυριος.
15 Ουτω λεγει Κυριος· Φωνη ηκουσθη εν Ραμα, θρηνος, κλαυθμος, οδυρμος· η Ραχηλ, κλαιουσα τα τεκνα αυτης, δεν ηθελε να παρηγορηθη δια τα τεκνα αυτης, διοτι δεν υπαρχουσιν.
16 Ουτω λεγει Κυριος· Παυσον την φωνην σου απο κλαυθμου και τους οφθαλμους σου απο δακρυων· διοτι το εργον σου θελει ανταμειφθη, λεγει Κυριος· και θελουσιν επιστρεψει εκ της γης του εχθρου.
17 Και ειναι ελπις εις τα εσχατα σου, λεγει Κυριος, και τα τεκνα σου θελουσιν επιστρεψει εις τα ορια αυτων.
18 Ηκουσα τωοντι τον Εφραιμ λεγοντα εν οδυρμοις, Με επαιδευσας, και επαιδευθην ως μοσχος αδαμαστος· επιστρεψον με και θελω επιστρεψει· διοτι συ εισαι Κυριος ο Θεος μου·
19 βεβαιως αφου επεστρεψα, μετενοησα, και αφου εδιδαχθην, εκτυπησα επι τον μηρον μου· ησχυνθην και μαλιστα ηρυθριασα, διοτι εβαστασα το ονειδος της νεοτητος μου.
20 Ο Εφραιμ ειναι υιος αγαπητος εις εμε; παιδιον φιλτατον; διοτι αφου ελαλησα εναντιον αυτου, παντοτε ενθυμουμαι αυτον, δια τουτο τα σπλαγχνα μου ηχουσι δι' αυτον· θελω βεβαιως σπλαγχνισθη αυτον, λεγει Κυριος.
21 Στησον σημεια της οδου, καμε εις σεαυτον σωρους υψηλους· προσηλωσον την καρδιαν σου εις την λεωφορον, εις την οδον δι' ης υπηγες· επιστρεψον, παρθενε του Ισραηλ, επιστρεψον εις αυτας τας πολεις σου.
22 Εως ποτε θελεις περιφερεσθαι, θυγατηρ αποστατρια; διοτι ο Κυριος εποιησε νεον πραγμα εν τη γη· Γυνη θελει περικυκλωσει ανδρα.
23 Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων, ο Θεος του Ισραηλ· Ετι θελουσι λεγει τον λογον τουτον εν τη γη του Ιουδα και εν ταις πολεσιν αυτου, οταν επιστρεψω την αιχμαλωσιαν αυτων, Ο Κυριος να σε ευλογηση, κατοικια δικαιοσυνης, ορος αγιοτητος.
24 Και θελουσι κατοικησει εν αυτη ο Ιουδας και πασαι αι πολεις αυτου ομου, οι γεωργοι και οι εξερχομενοι μετα των ποιμνιων·
25 διοτι εχορτασα την εκλελυμενην ψυχην και ενεπλησα πασαν τεθλιμμενην ψυχην.
26 Δια τουτο εξυπνησα και εθεωρησα, και ο υπνος μου εσταθη γλυκυς εις εμε.
27 Ιδου, ερχονται ημεραι, λεγει Κυριος, και θελω σπειρει τον οικον Ισραηλ και τον οικον Ιουδα με σπερμα ανθρωπου και με σπερμα κτηνους.
28 Και καθως εγρηγορουν επ' αυτους δια να εκριζονω και να κατασκαπτω και να κατεδαφιζω και να καταστρεφω και να καταθλιβω, ουτω θελω γρηγορησει επ' αυτους δια να ανοικοδομω και να φυτευω, λεγει Κυριος.
29 Εν ταις ημεραις εκειναις δεν θελουσι λεγει πλεον, Οι πατερες εφαγον ομφακα και οι οδοντες των τεκνων ημωδιασαν·
30 αλλ' εκαστος θελει αποθνησκει δια την ανομιαν αυτου· πας ανθρωπος, οστις φαγη τον ομφακα, τουτου οι οδοντες θελουσιν αιμωδιασει.
31 Ιδου, ερχονται ημεραι, λεγει Κυριος, και θελω καμει προς τον οικον Ισραηλ και προς τον οικον Ιουδα διαθηκην νεαν·
32 ουχι κατα την διαθηκην, την οποιαν εκαμον προς τους πατερας αυτων, καθ' ην ημεραν επιασα αυτους απο της χειρος δια να εξαγαγω αυτους εκ γης Αιγυπτου· διοτι αυτοι παρεβησαν την διαθηκην μου και εγω απεστραφην αυτους, λεγει Κυριος·
33 αλλ' αυτη θελει εισθαι η διαθηκη, την οποιαν θελω καμει προς τον οικον Ισραηλ· μετα τας ημερας εκεινας, λεγει Κυριος, θελω θεσει τον νομον μου εις τα ενδομυχα αυτων και θελω γραψει αυτον εν ταις καρδιαις αυτων· και θελω εισθαι Θεος αυτων και αυτοι θελουσιν εισθαι λαος μου.
34 Και δεν θελουσι διδασκει πλεον εκαστος τον πλησιον αυτου και εκαστος τον αδελφον αυτου, λεγων, Γνωρισατε τον Κυριον· διοτι παντες ουτοι θελουσι με γνωριζει απο μικρου αυτων εως μεγαλου αυτων, λεγει Κυριος· διοτι θελω συγχωρησει την ανομιαν αυτων και την αμαρτιαν αυτων δεν θελω ενθυμεισθαι πλεον.
35 Ουτω λεγει Κυριος, ο διδους τον ηλιον εις φως της ημερας, τας διαταξεις της σεληνης και των αστερων εις φως της νυκτος, ο ταραττων την θαλασσαν, και τα κυματα αυτης βομβουσι· Κυριος των δυναμεων το ονομα αυτου·
36 Εαν αι διαταξεις αυται εκλειψωσιν απ' εμπροσθεν μου, λεγει Κυριος, τοτε και το σπερμα του Ισραηλ θελει παυσει απο του να ηναι εθνος ενωπιον μου πασας τας ημερας.
37 Ουτω λεγει Κυριος· Εαν ο ουρανος ανω δυναται να μετρηθη και τα θεμελια της γης κατω να εξιχνιασθωσι, τοτε και εγω θελω απορριψει παν το σπερμα του Ισραηλ δια παντα οσα επραξαν, λεγει Κυριος.
38 Ιδου, ερχονται ημεραι, λεγει Κυριος, και η πολις θελει οικοδομηθη εις τον Κυριον απο του πυργου Ανανεηλ εως της πυλης της γωνιας.
39 Και σχοινιον διαμετρησεως θελει εξελθει ετι απεναντι αυτης επι τον λοφον Γαρηβ και θελει περιελθει εως Γοαθ.
40 Και πασα η κοιλας των πτωματων και της στακτης και παντες οι αγροι εως του χειμαρρου Κεδρων, εως της γωνιας της πυλης των ιππων προς ανατολας, θελουσιν εισθαι αγιοι εις τον Κυριον· δεν θελει πλεον εκριζωθη ουδε καταστραφη εις τον αιωνα.