1 Foram, então, todos os oficiais, Joanã, filho de Carée, e Jesonias, filho de Osaías, bem como o povo, desde os grandes até os pequenos,
2 dizer ao profeta Jeremias: Ouve a nossa súplica, e intercede por nós, junto ao Senhor, em favor do que resta de nós. De muitos que éramos, bem podes ver a quão poucos fomos reduzidos.
3 Que o Senhor, teu Deus, nos indique o caminho que devemos seguir e o que devemos fazer.
4 Ouço o que me dizeis, respondeu Jeremias, e o que desejais vou solicitar ao Senhor, vosso Deus. O que me disser o Senhor vo-lo transmitirei fielmente.
5 Clamaram então: Que o Senhor seja testemunha fiel e verdadeira contra nós se não fizermos o que o Senhor, teu Deus, te encarregar de nos transmitir!
6 Seja-nos favorável ou adverso, obedeceremos à ordem do Senhor, nosso Deus, junto ao qual te delegamos a fim de que nos seja propícia a submissão às ordens do Senhor, nosso Deus.
7 Decorridos dez dias, a palavra do Senhor foi dirigida a Jeremias.
8 Convocou este então Joanã, filho de Carée, todos os oficiais e o povo, grandes e pequenos.
9 Eis, disse-lhes Jeremias, o que me falou o Senhor Deus de Israel, junto ao qual me delegastes a fim de apresentar-lhe a vossa súplica:
10 se quiserdes permanecer nesta terra, nela vos restaurarei, e não vos destruirei. Plantar-vos-ei e dela não vos arrancarei. Pesa-me o mal que vos fiz.
11 Não tenhais receio do rei de Babilônia que tanto temeis! Não o temais - oráculo do Senhor -, porque estou convosco para salvar-vos e livrar-vos de suas mãos.
12 Conseguir-vos-ei as suas graças, e ele terá piedade de vós, devolvendo-vos a posse de vossa terra.
13 Se, porém, desobedecendo à voz do Senhor, disserdes: não permaneceremos aqui;
14 iremos para o Egito, onde não teremos mais guerras, nem ouviremos mais o som da trombeta e onde o pão não nos faltará mais, e lá nos instalaremos -,
15 então, escutai a palavra do Senhor, sobreviventes de Judá. Eis o que disse o Senhor dos exércitos, Deus de Israel: obstinando-vos em partir para o Egito, a fim de lá habitar,
16 sereis atingidos no Egito pela espada que temeis, pela fome que vos aterroriza, e lá morrereis.
17 Quantos se obstinarem em ir para o Egito perecerão pela espada, fome e peste, e nenhum escapará ao flagelo que contra eles lançarei.
18 Porquanto, eis o que diz o Senhor dos exércitos, Deus de Israel: assim como o furor de minha cólera se lançou sobre os habitantes de Jerusalém, também contra vós se lançará, se fordes para o Egito. Servireis de exemplo de execração, sereis objeto de horror, de maldição e vergonha, e jamais tornareis a ver esses lugares.
19 Eis o que vos diz o Senhor, sobreviventes de Judá: não entreis no Egito, e sabei que hoje vos dou solene aviso.
20 Seria enganar-vos a vós mesmos o delegar-me junto ao Senhor, vosso Deus, dizendo: intercedei por nós junto ao Senhor, nosso Deus. Faremos quanto disserdes que nos foi ordenado pelo Senhor, nosso Deus.
21 Hoje eu vo-lo digo: não escutastes a voz do Senhor, vosso Deus, nem coisa alguma do que me encarregou de transmitir-vos.
22 Sabei, pois, que morrereis pela espada, fome e peste nessa terra onde quereis ir estabelecer-vos.
1 Και προσηλθον παντες οι αρχηγοι των στρατευματων και Ιωαναν ο υιος του Καρηα και Ιεζανιας ο υιος του Ωσαιου και πας ο λαος απο μικρου εως μεγαλου,
2 και ειπον προς Ιερεμιαν τον προφητην, Ας γεινη δεκτη, παρακαλουμεν, η δεησις ημων ενωπιον σου, και δεηθητι υπερ ημων προς Κυριον τον Θεον σου περι παντων τουτων των εναπολειφθεντων· διοτι εμειναμεν ολιγοι εκ πολλων, καθως οι οφθαλμοι σου βλεπουσιν ημας
3 δια να φανερωση εις ημας Κυριος ο Θεος σου την οδον εις την οποιαν πρεπει να περιπατησωμεν και το πραγμα το οποιον πρεπει να καμωμεν.
4 Και ειπε προς αυτους Ιερεμιας ο προφητης, Ηκουσα· ιδου, θελω δεηθη προς Κυριον τον Θεον υμων κατα τους λογους υμων, και οποιονδηποτε λογον ο Κυριος αποκριθη περι υμων, θελω αναγγειλει προς υμας· δεν θελω κρυψει ουδεν αφ' υμων.
5 Και αυτοι ειπον προς τον Ιερεμιαν, Ο Κυριος ας ηναι αληθης και πιστος μαρτυς μεταξυ ημων, οτι βεβαιως θελομεν καμει κατα παντας τους λογους, καθ' ους Κυριος ο Θεος σου σε αποστειλη προς ημας·
6 ειτε καλον και ειτε κακον, θελομεν υπακουσει εις την φωνην Κυριου του Θεου ημων, προς τον οποιον ημεις σε αποστελλομεν, δια να γεινη καλον εις ημας, οταν υπακουσωμεν εις την φωνην Κυριου του Θεου ημων.
7 Και μετα δεκα ημερας εγεινε λογος Κυριου προς τον Ιερεμιαν.
8 Και εκαλεσε τον Ιωαναν τον υιον του Καρηα και παντας τους αρχηγους των στρατευματων τους μετ' αυτου και παντα τον λαον, απο μικρου εως μεγαλου,
9 και ειπε προς αυτους, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ, προς τον οποιον με απεστειλατε δια να υποβαλω την δεησιν υμων ενωπιον αυτου·
10 Εαν εξακολουθητε να κατοικητε εν τη γη ταυτη, τοτε θελω σας οικοδομησει και δεν θελω σας κατακρημνισει, και θελω σας φυτευσει και δεν θελω σας εκριζωσει, διοτι μετενοησα δια το κακον το οποιον εκαμα εις εσας.
11 Μη φοβηθητε απο του βασιλεως της Βαβυλωνος, απο του οποιου τωρα φοβεισθε· μη φοβηθητε απ' αυτου, λεγει Κυριος, διοτι εγω ειμαι μεθ' υμων, δια να σωσω υμας και να ελευθερωσω υμας εκ της χειρος αυτου.
12 Και θελω δωσει οικτιρμους εις υμας, δια να οικτειρη υμας και να επιστρεψη υμας εις την γην υμων.
13 Αλλ' εαν σεις λεγητε, δεν θελομεν κατοικησει εν τη γη ταυτη, μη υπακουοντες εις την φωνην Κυριου του Θεου υμων,
14 λεγοντες, Ουχι· αλλα θελομεν εισελθει εις την γην της Αιγυπτου, οπου δεν θελομεν βλεπει πολεμον, και ηχον σαλπιγγος δεν θελομεν ακουει, και απο αρτον δεν θελομεν πεινασει, και εκει θελομεν κατοικησει·
15 δια τουτο, ακουσατε τωρα τον λογον του Κυριου, σεις οι υπολοιποι του Ιουδα· ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων, ο Θεος του Ισραηλ· Εαν σεις προσηλωσητε το προσωπον σας εις το να εισελθητε εις την Αιγυπτον και υπαγητε να παροικησητε εκει,
16 τοτε η μαχαιρα, την οποιαν σεις φοβεισθε, θελει σας φθασει εκει εν τη γη της Αιγυπτου· και η πεινα, απο της οποιας σεις τρομαζετε, θελει εισθαι προσκεκολλημενη οπισω σας εκει εν τη Αιγυπτω, και εκει θελετε αποθανει·
17 και παντες οι ανδρες οι προσηλωσαντες το προσωπον αυτων εις το να υπαγωσιν εις την Αιγυπτον δια να παροικησωσιν εκει, θελουσιν αποθανει εν μαχαιρα, εν πεινη και εν λοιμω· και ουδεις εξ αυτων θελει μεινει η εκφυγει απο του κακου, το οποιον εγω θελω φερει επ' αυτους.
18 Διοτι ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων, ο Θεος του Ισραηλ· Καθως ο θυμος μου και η οργη μου εξεχυθησαν επι τους κατοικους της Ιερουσαλημ, ουτως η οργη μου θελει εκχυθη εφ' υμας, οταν εισελθητε εις την Αιγυπτον· και θελετε εισθαι εις βδελυγμα και εις θαμβος και εις καταραν και εις ονειδος· και δεν θελετε ιδει πλεον τον τοπον τουτον.
19 Ο Κυριος ειπε περι υμων, ω υπολοιποι του Ιουδα, Μη υπαγητε εις την Αιγυπτον· γνωρισατε καλως οτι σημερον διεμαρτυρηθην εναντιον σας.
20 Διοτι σεις εδολιευθητε εν ταις ψυχαις υμων, οτε με απεστειλατε προς Κυριον τον Θεον υμων, λεγοντες, Δεηθητι υπερ ημων προς Κυριον τον Θεον ημων· και κατα παντα οσα λαληση Κυριος ο Θεος ημων, ουτως απαγγειλον προς ημας και θελομεν καμει.
21 Και απηγγειλα σημερον προς εσας· και δεν υπηκουσατε εις την φωνην Κυριου του Θεου υμων ουδε εις παντα, δια τα οποια με απεστειλε προς εσας.
22 Τωρα λοιπον εξευρετε βεβαιως, οτι θελετε αποθανει εν μαχαιρα, εν πεινη και εν λοιμω, εν τω τοπω οπου επιθυμειτε να υπαγητε δια να παροικησητε εκει.