3 Então lhes propôs a seguinte parábola:

4 Quem de vós que, tendo cem ovelhas e perdendo uma delas, não deixa as noventa e nove no deserto e vai em busca da que se perdeu, até encontrá-la?

5 E depois de encontrá-la, a põe nos ombros, cheio de júbilo,

6 e, voltando para casa, reúne os amigos e vizinhos, dizendo-lhes: Regozijai-vos comigo, achei a minha ovelha que se havia perdido.

7 Digo-vos que assim haverá maior júbilo no céu por um só pecador que fizer penitência do que por noventa e nove justos que não necessitam de arrependimento.

3 Ειπε δε προς αυτους την παραβολην ταυτην, λεγων·

4 Τις ανθρωπος εξ υμων εαν εχη εκατον προβατα και χαση εν εξ αυτων, δεν αφινει τα ενενηκοντα εννεα εν τη ερημω και υπαγει ζητων το απολωλος, εωσου ευρη αυτο;

5 Και ευρων αυτο, βαλλει επι τους ωμους αυτου χαιρων.

6 Και ελθων εις τον οικον, συγκαλει τους φιλους και τους γειτονας, λεγων προς αυτους· Συγχαρητε μοι, διοτι ευρον το προβατον μου το απολωλος.

7 Σας λεγω οτι ουτω θελει εισθαι χαρα εν τω ουρανω δια ενα αμαρτωλον μετανοουντα μαλλον παρα δια ενενηκοντα εννεα δικαιους, οιτινες δεν εχουσι χρειαν μετανοιας.