1 O Senhor disse a Moisés:
2 "Toma a Aarão e seus filhos, as vestes, o óleo para a unção, o touro do sacrifício pelo pecado, os dois carneiros e a cesta de pães ázimos,
3 e convoca toda a assembléia à entrada da tenda de reunião".
4 Moisés fez o que lhe ordenou o Senhor, e a assembléia se reuniu à entrada da tenda de reunião.
5 Moisés disse então: "Eis o que o Senhor ordenou que se fizesse".
6 Fez aproximarem-se Aarão e seus filhos e os lavou com água.
7 Vestiu Aarão com a túnica, a cintura e o manto; pôs sobre ele o efod, e cingiu-o com a cintura do efod, atando-o.
8 Pôs-lhe em seguida o peitoral, ao qual fixou o urim e o tumim.
9 Cobriu-lhe a cabeça com a tiara, diante da qual colocou a lâmina de ouro, o santo diadema, como o Senhor lhe tinha ordenado.
10 Tomou, além disso, o óleo da unção, ungiu com ele o tabernáculo e tudo o que continha, e os consagrou.
11 Aspergiu sete vezes o altar e ungiu-o com todos os seus utensílios, assim como a bacia e seu pedestal, para consagrá-los.
12 Derramou o óleo da unção na cabeça de Aarão para consagrá-lo.
13 Depois mandou que se aproximassem os filhos de Aarão, e os revestiu de túnicas e de cinturas, pondo-lhes também mitras nas cabeças, como o Senhor lhe tinha ordenado.
14 Então mandou vir o touro do sacrifício pelo pecado, e Aarão e seus filhos puseram as mãos sobre a sua cabeça.
15 Moisés o imolou, tomou o sangue e, com o dedo, o pôs sobre os cornos do altar, purificando o altar; derramou o resto ao pé do altar e o consagrou, fazendo sobre ele a expiação.
16 Tomou, em seguida, toda a gordura que envolve as entranhas, a pele que recobre o fígado e os dois rins com sua gordura, e os queimou no altar.
17 Mas queimou fora do acampamento o touro, seu couro, sua carne e seus excrementos, como o Senhor lhe tinha ordenado.
18 Mandou vir o carneiro do holocausto, sobre cuja cabeça Aarão e seus filhos impuseram as mãos.
19 Foi imolado, e Moisés derramou seu sangue em todo o redor do altar.
20 Foi, em seguida, cortado em pedaços, e Moisés queimou a cabeça aos pedaços a gordura.
21 Lavaram com água as entranhas e as patas, e Moisés queimou o carneiro todo sobre o altar: era um holocausto de agradável odor, um sacrifício consumido pelo fogo ao Senhor, como o Senhor o tinha ordenado a Moisés.
22 Mandou que se aproximasse o outro carneiro, o carneiro de empossamento, sobre cuja cabeça Aarão e seus filhos impuseram as mãos.
23 Moisés o imolou, tomou seu sangue e o pôs na ponta da orelha direita de Aarão e nos polegares de sua mão direita e do seu pé direito.
24 E mandou então que se aproximassem os filhos de Aarão: pôs-lhes o sangue na ponta da orelha direita, no polegar da mão direita e no hálux do pé direito; e derramou o resto do sangue em todo o redor do altar.
25 Depois tomou a gordura, a cauda, toda a gordura que envolve as entranhas, a pele que recobre o fígado, os dois rins com sua gordura e a coxa direita.
26 Tomou também da cesta de pães ázimos, colocada diante do Senhor, um bolo amassado sem fermento, um bolo amassado com óleo e uma bolacha, e os pôs sobre a gordura e a coxa direita.
27 Meteu tudo isso nas mãos de Aarão e de seus filhos para agitá-los como oferta diante do Senhor.
28 Tomou-os em seguida Moisés nas suas próprias mãos e os queimou sobre o altar, por cima do holocausto; este foi o sacrifício de empossamento, de agradável odor, consumado pelo fogo ao Senhor.
29 Tomou também o peito do carneiro de empossamento e o agitou como oferta diante do Senhor a sua porção, como o Senhor lhe tinha ordenado.
30 Tomou, finalmente, o óleo de unção e o sangue que estava sobre o altar e aspergiu sobre Aarão e suas vestes, seus filhos e suas vestes, e consagrou assim Aarão e seus filhos com suas vestes.
31 Depois Moisés disse-lhes: "Cozei a carne à entrada da tenda de reunião; ali a comereis com o pão que está na cesta de empossamento, como vos ordenei quando disse: Aarão e seus filhos a comerão.
32 O que sobrar da carne e do pão, queimá-lo-eis no fogo.
33 Não saireis da entrada da tenda de reunião durante sete dias, até se cumprirem os dias de vosso empossamento, o qual durará sete dias.
34 O que se fez hoje, prescreveu o Senhor que se faça novamente, em expiação por vós.
35 Ficareis, pois, sete dias à entrada da tenda de reunião, dia e noite, e observareis as ordens do Senhor, para que não morrais. Esta é a ordem que recebi".
36 Aarão e seus filhos fizeram tudo o que o Senhor lhes tinha ordenado por Moisés.
1 Και ελαλησε Κυριος προς τον Μωυσην, λεγων,
2 Λαβε τον Ααρων και τους υιους αυτου μετ' αυτου, και τας στολας και το ελαιον του χρισματος και τον μοσχον της περι αμαρτιας προσφορας και τους δυο κριους και το κανιστρον των αζυμων.
3 Και συναξον πασαν την συναγωγην εις την θυραν της σκηνης του μαρτυριου.
4 Και εκαμεν ο Μωυσης καθως προσεταξεν εις αυτον ο Κυριος· και συνηχθη η συναγωγη εις την θυραν της σκηνης του μαρτυριου.
5 Και ειπεν ο Μωυσης προς την συναγωγην, Ουτος ειναι ο λογος τον οποιον προσεταξεν ο Κυριος να γεινη.
6 Και εφερεν ο Μωυσης τον Ααρων και τους υιους αυτου και ελουσεν αυτους με υδωρ.
7 Και εβαλε τον χιτωνα επ' αυτον, και εζωσεν αυτον την ζωνην, και ενεδυσεν αυτον τον ποδηρη, και εβαλεν επ' αυτου το εφοδ, και εζωσεν αυτον την κεντητην ζωνην του εφοδ, και περιεζωσεν αυτον με αυτην.
8 Και εβαλεν επ' αυτου το περιστηθιον· εις δε το περιστηθιον εβαλε το Ουριμ και το Θουμμιμ.
9 Και εβαλε την μιτραν επι της κεφαλης αυτου· επι δε της μιτρας, κατα το εμπροσθεν αυτης, εβαλε το πεταλον το χρυσουν, το διαδημα το αγιον, καθως προσεταξεν ο Κυριος εις τον Μωυσην.
10 Και ελαβεν ο Μωυσης το ελαιον του χρισματος και εχρισε την σκηνην και παντα τα εν αυτη και ηγιασεν αυτα.
11 Και ερραντισεν απ' αυτου επι το θυσιαστηριον επτακις και εχρισε το θυσιαστηριον· και παντα τα σκευη αυτου και τον νιπτηρα και την βασιν αυτου, δια να αγιαση αυτα.
12 Και εχυσεν απο του ελαιου του χρισματος επι την κεφαλην του Ααρων και εχρισεν αυτον, δια να αγιαση αυτον.
13 Και εφερεν ο Μωυσης τους υιους του Ααρων και ενεδυσεν αυτους χιτωνας και εζωσεν αυτους ζωνας και εβαλε μιτριδια επ' αυτων, καθως προσεταξεν ο Κυριος εις τον Μωυσην.
14 Και εφερε τον μοσχον της περι αμαρτιας προσφορας· ο δε Ααρων και οι υιοι αυτου επεθεσαν τας χειρας αυτων επι την κεφαλην του μοσχου της περι αμαρτιας προσφορας.
15 Και εσφαξεν αυτον και ελαβεν ο Μωυσης απο του αιματος και εβαλεν επι τα κερατα του θυσιαστηριου κυκλω δια του δακτυλου αυτου, και εκαθαρισε το θυσιαστηριον· και το αιμα εχυσεν εις την βασιν του θυσιαστηριου και ηγιασεν αυτο, δια να καμη εξιλεωσιν επ' αυτου.
16 Και ελαβε παν το στεαρ το επι των εντοσθιων και τον λοβον του ηπατος και τους δυο νεφρους και το στεαρ αυτων, και εκαυσεν αυτα ο Μωυσης επι του θυσιαστηριου.
17 Τον μοσχον ομως και το δερμα αυτου και το κρεας αυτου και την κοπρον αυτου, εκαυσεν εν πυρι εξω του στρατοπεδου, καθως προσεταξεν ο Κυριος εις τον Μωυσην.
18 Και εφερε τον κριον του ολοκαυτωματος· και ο Ααρων και οι υιοι αυτου επεθεσαν τας χειρας αυτων επι την κεφαλην του κριου.
19 Και εσφαξεν αυτον και ερραντισεν ο Μωυσης το αιμα επι το θυσιαστηριον κυκλω.
20 Και διεμελισε τον κριον κατα τα μελη αυτου· και εκαυσεν ο Μωυσης την κεφαλην και τα μελη και το στεαρ.
21 Τα δε εντοσθια και τους ποδας επλυνε με υδωρ· και εκαυσεν ο Μωυσης ολον τον κριον επι του θυσιαστηριου· ητο ολοκαυτωμα εις οσμην ευωδιας, προσφορα γινομενη δια πυρος εις τον Κυριον· καθως προσεταξεν ο Κυριος εις τον Μωυσην.
22 Και εφερε τον κριον τον δευτερον, τον κριον της καθιερωσεως· ο δε Ααρων και οι υιοι αυτου επεθεσαν τας χειρας αυτων επι την κεφαλην του κριου.
23 Και εσφαξεν αυτον, και ελαβεν ο Μωυσης απο του αιματος αυτου και εβαλεν επι τον λοβον του δεξιου ωτιου του Ααρων, και επι τον αντιχειρα της δεξιας αυτου χειρος, και επι τον μεγαλον δακτυλον του δεξιου αυτου ποδος.
24 Και εφερε τους υιους του Ααρων και εβαλεν ο Μωυσης απο του αιματος επι τον λοβον του δεξιου ωτιου αυτων και επι τους αντιχειρας των δεξιων χειρων αυτων και επι τους μεγαλους δακτυλους των δεξιων ποδων αυτων· και ερραντισεν ο Μωυσης το αιμα επι του θυσιαστηριου κυκλω.
25 Και ελαβε το στεαρ και την ουραν και παν το στεαρ το επι των εντοσθιων και τον λοβον του ηπατος και τους δυο νεφρους και το στεαρ αυτων και τον δεξιον ωμον·
26 και απο του κανιστρου των αζυμων του εμπροσθεν του Κυριου ελαβε μιαν πητταν αζυμον, και ενα αρτον ελαιωμενον και εν λαγανον και εβαλεν αυτα επι το στεαρ και επι τον δεξιον ωμον·
27 και εβαλε τα παντα εις τας χειρας του Ααρων και εις τας χειρας των υιων αυτου, και εκινησεν αυτα εις προσφοραν κινητην εμπροσθεν του Κυριου.
28 Και ελαβεν αυτα ο Μωυσης εκ των χειρων αυτων και εκαυσεν επι του θυσιαστηριου επι το ολοκαυτωμα· αυται ησαν καθιερωσεις εις οσμην ευωδιας· ητο θυσια γινομενη δια πυρος εις τον Κυριον.
29 Και λαβων ο Μωυσης το στηθος, εκινησεν αυτο εις προσφοραν κινητην εμπροσθεν του Κυριου· εκ του κριου της καθιερωσεως τουτο ητο το μεριδιον του Μωυσεως, καθως προσεταξεν ο Κυριος εις τον Μωυσην.
30 Και ελαβεν ο Μωυσης απο του ελαιου του χρισματος και απο του αιματος του επι του θυσιαστηριου και ερραντισεν επι τον Ααρων, επι τας στολας αυτου και επι τους υιους αυτου και επι τας στολας των υιων αυτου μετ' αυτου· και ηγιασε τον Ααρων, τας στολας αυτου και τους υιους αυτου και τας στολας των υιων αυτου μετ' αυτου·
31 Και ειπεν ο Μωυσης προς τον Ααρων και προς τους υιους αυτου, Βρασατε το κρεας εις την θυραν της σκηνης του μαρτυριου· και εκει φαγετε αυτο και τον αρτον τον εν τω κανιστρω των καθιερωσεων, καθως με προσεταξεν ο Κυριος, λεγων, Ο Ααρων και οι υιοι αυτου θελουσι τρωγει αυτα.
32 Το δε υπολοιπον του κρεατος και του αρτου εν πυρι θελετε κατακαυσει.
33 Και απο της θυρας της σκηνης του μαρτυριου δεν θελετε εξελθει επτα ημερας, εωσου πληρωθωσιν αι ημεραι της καθιερωσεως σας· διοτι εν επτα ημεραις θελει τελειωθη η καθιερωσις σας.
34 Καθως εκαμεν εις την ημεραν ταυτην, ουτω προσεταξε Κυριος να εκτεληται, δια να γινηται εξιλεωσις δια σας.
35 Θελετε λοιπον καθισει επτα ημερας εις την θυραν της σκηνης του μαρτυριου ημεραν και νυκτα· και θελετε φυλαττει τας παραγγελιας του Κυριου, δια να μη αποθανητε· διοτι ουτω προσεταχθην.
36 Και εκαμεν ο Ααρων και οι υιοι αυτου παντας τους λογους, τους οποιους προσεταξεν ο Κυριος δια χειρος του Μωυσεως.